Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Ο επισκέπτης της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, που φθάνει εκεί με την προσδοκία να βρεθεί εμπρός σε τεράστιους μοναστηριακούς χώρους, μένει εμβρόντητος καθώς στέκεται σε ένα «ξεσκέπαστο» καθολικό, με διάχυτη την αίσθηση της καταστροφής. Κάποιες λεπτομέρειες, όμως, η τοιχοδομία, τα κιονόκρανα, κάποια ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, η θαυμάσια κιονοστοιχία με τους μονολιθικούς κίονες από πράσινο μάρμαρο, μιλούν πολύ εύγλωττα σε όποιον θέλει να ακούσει για δόξες παλιές…
Η μονή ανεγέρθη κοντά στη θάλασσα, στη νοτιοδυτική περιοχή της πόλης. Ανήκε τότε, τον 5ο αιώνα, στον πατρίκιο Ιωάννη Στουδίο, ύπατο το 463. Αυτός ίδρυσε το μοναστήρι, που έμεινε γνωστό με το όνομά του. Το αφιέρωσε στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο ιστορικός Θεοφάνης αναφέρει ότι στη μονή εγκαταστάθηκαν μοναχοί από τους «Ακοιμήτους».
Ήδη τον 5ο αιώνα λειτουργούσε η περίφημη Μονή των Ακοιμήτων της Βιθυνίας, όπου εγκαταβίωναν μοναχοί οι οποίοι, χωρισμένοι σε ομάδες κατά γλώσσες, λάτρευαν αδιαλείπτως τον Θεό. Τελούσαν νύχτα και ημέρα τις Λειτουργίες και τις Ακολουθίες, χωρίς να σταματούν τους ύμνους, ακόμη και κατά την εναλλαγή των χορών των ψαλτών. Βεβαίως, η δομή αυτή απαιτούσε σημαντικό αριθμό μοναχών. Με πρότυπο αυτήν ιδρύθηκαν τότε νέες μονές και σε άλλα μέρη της Κωνσταντινούπολης. Η Μονή Στουδίου ήταν μία εξ αυτών.
Η ακμή της τοποθετείται στον 8ο αιώνα, οπότε εγκαταστάθηκαν εκεί πατέρες της Μονής του Σακκουδίωνος, που βρισκόταν κοντά στην Προύσα και υπέφερε από την αραβική απειλή. Μεταξύ τους ήσαν ο Θεόδωρος και ο Ιωσήφ οι Στουδίτες, αδελφοί και παιδιά γνωστής οικογένειας της Πόλης, και ο θείος τους, Πλάτων, ηγούμενος της Μονής του Σακκουδίωνος, που έδωσαν μετά το 798, ιδίως ο πρώτος, μεγάλη ώθηση στη λειτουργία και την οργάνωση του μοναστηριού. Τότε ο αριθμός των μοναχών έφθασε τους επτακόσιους. Οι αγώνες του Θεοδώρου κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας έμειναν ιστορικοί, ενώ απερίγραπτοι είναι οι διωγμοί που υπέστησαν ηγούμενος και μοναχοί από τους αυτοκράτορες Λέοντα Ε’, Μιχαήλ Τραυλό και Θεόφιλο.
Μοναχοί του Στουδίου αναδείχθηκαν πατριάρχες, όπως ο Αντώνιος Γ’ (974-979), ο Αλέξιος (1025-1043) και ο Δοσίθεος (1186-1189). Πατριάρχες εγκατέλειψαν την πορφύρα για το μοναχικό ένδυμα και κλείσθηκαν στη Μονή του Στουδίου, όπως ο Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης (1042), ο Ισαάκιος Κομνηνός (1059) και ο Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας. Ακόμα, μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας, ο Συμεών ο Ευλαβής, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Νικήτας Στηθάτος και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, έζησαν εκεί.
Η Δ’ Σταυροφορία και η λατινική κατάκτηση διέκοψαν τη ζωή και τη δράση της μονής, που ξαναβρήκε τον ρυθμό της στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Δεν είναι γνωστό τι απέγιναν οι μοναχοί της μετά την άλωση. Αργότερα, πάντως, το μοναστήρι μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Imrahor. Πυρκαγιά που ξέσπασε το 1782 κατέστρεψε το καθολικό του 5ου αιώνα και σεισμός το 1894 μεγάλωσε την καταστροφή, που ολοκληρώθηκε το 1920 από νέα πυρκαγιά.
Αν και πολύ κατεστραμμένο, το καθολικό της Μονής του Στουδίου διασώζει αρκετά από τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής των χρόνων πριν από τον Ιουστινιανό. Τρίκλιτη βασιλική, με ιδιαίτερα τονισμένο το μεσαίο κλίτος, που καταλήγει σε τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη, φέρει δύο κιονοστοιχίες από επτά κίονες καθεμία, νάρθηκα και αίθριο. Εντυπωσιακή είναι η τοιχοδομή, που συνεχίζει τη ρωμαϊκή παράδοση, με εναλλαγή οπτών πλίνθων και σειρών από πέτρες. Εσωτερικά έφερε ορθομαρμάρωση, που δεν σώζεται. Σε ορισμένο ύψος σώζονται πρόβολοι για τη στήριξη των υπερώων και στο δάπεδο μένουν ακόμη οι πλάκες της πλακόστρωσης. Ανασκαφές στον χώρο του ιερού αποκάλυψαν τάφους κληρικών. Αυτό που περισσότερο προκαλεί εντύπωση είναι τα μεγάλα πλινθοπερίκλειστα παράθυρα, που θα έδιναν άπλετο φως στο εσωτερικό της επιβλητικής αυτής βασιλικής, και πιο πολύ κι από αυτά οι λεπταίσθητες διακοσμήσεις του ευθύγραμμου επιστύλιου, που μαρτυρούν αδιάψευστα όχι μόνο την ακμή της μονής, αλλά και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε εκεί.
Ό,τι βλέπουμε σήμερα όρθιο θυμίζει την παράσταση του αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγαλέξανδρου, κατάπληκτο, αλλά και στωικό ενώπιον της μηδαμινότητας του ανθρώπου και των έργων του. Κουβαλώντας μέσα σου έστω και ελάχιστα από την ιστορία, την ακμή και την προσφορά της μονής, μένεις έκθαμβος κοιτώντας τα ίχνη του ένδοξου παρελθόντος, την ίδια ώρα που η κακοπαθημένη Τουρκάλα φύλακας του χώρου, με τα φακιόλια και το χλωμό πρόσωπο, σε προτρέπει ευγενικά να απομακρυνθείς από το επιστύλιο, που υποστηρίζεται από κομμάτι σαθρωμένου ξύλου, έτοιμο και αυτό να σωριαστεί…
Η Μονή Στουδίου, αντίθετα από την Αγία Σοφία, που είναι πάντα το παλλάδιο και η αναφορά στο μεγαλείο της Τέχνης, δεν διατηρεί κανένα ανάλογο στοιχείο που να την κάνει ελκυστική στους πολλούς. Αυτός ο χώρος, όμως, όπου άνθησε ο μοναχισμός και ο οποίος ανέδειξε άνδρες Ορθόδοξους, γνήσιους φορείς της παράδοσης και της πίστης, διατηρεί πάντοτε ιδιαίτερη πνευματική αξία. Όπως λέει ο ποιητής:
Γιατί θα ’ρθη κάποιος καιρός και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξη μια πνοή μεγαλοδύναμη, άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθή; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την Ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ’ το βοριά, μην απ’ τα μεσημέρια∙
τάχα θα βγη απ’ τα Τάρταρα, για θα ριχτή από τ’ άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πώς θα ρθη και, με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, Απρίλης!
(Κωστής Παλαμάς: «Η φλογέρα του βασιλιά»)