Του Παν. Ι. Μπούμη, ομοτίμου καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών
Όπως έχει διαπιστωθεί, η μεμονωμένη εξέταση των ρημάτων «εκπορεύεται» (του Ιω. 15,26: «ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» και του Συμβόλου της Πίστεως: «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον») και «procedere» (στα λατινικά) δεν βοηθάει αποφασιστικώς στην κατανόηση και λύση του προβλήματος του Filioque μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Και τούτο γιατί και τα δύο αυτά ρήματα (εκπορεύομαι και procedere) μπορούν να πάρουν και την ειδική έννοια του «πηγάζω», αλλά και τη γενική έννοια του «προέρχομαι» και του «εξέρχομαι».
Για την καλή κατανόηση και απόδοση των ρημάτων αυτών και των σχετικών κειμένων και μεταφράσεων στα οποία βρίσκονται, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπ’ όψη και να συνεξετασθούν οι συνοδεύουσες αυτά προθέσεις. Αυτές είναι οι παρά, εκ και από στα ελληνικά κείμενα και οι αντίστοιχες ex και a (ab) στα λατινικά.
Οι προθέσεις παρά και εκ σημαίνουν άμεση προέλευση και καταγωγή κάποιου, την αφετηρία του (τ.ε. το εκ μέρους, το από τους κόλπους τινός). Έτσι δίνουν στο εκπορεύεσθαι την έννοια του πηγάζειν. Αντιθέτως, η πρόθεση από σημαίνει (αναφερόμαστε στην αρχαία-κοινή ελληνική) την έμμεση καταγωγή και προέλευση (Πρβλ. Αχ. Τζάρτζανος, Κ. Κατεβαίνης, Συντακτικόν κ.ά.). Έτσι, αυτή δίνει στο εκπορεύεσθαι τη γενικότερη έννοια του προέρχεσθαι-εξέρχεσθαι.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις λατινικές προθέσεις: Η ex σημαίνει την άμεση καταγωγή και προέλευση, ενώ η a (ab– προ φωνήεντος) σημαίνει την έμμεση καταγωγή και προέλευση. Έτσι, με την πρόθεση ex το ρήμα procedere παίρνει την έννοια του πηγάζειν, ενώ με την a παίρνει την έννοια του προέρχεσθαι-εξέρχεσθαι.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δυστυχώς για την ελληνική πρόθεση παρά δεν υπάρχει στα λατινικά αντίστοιχη πρόθεση. Έτσι, όταν μεταφράστηκε το χωρίο του Ιω. 15,26 («ο παρά του Πατρός εκπορεύεται») στα λατινικά, τέθηκε στη Βουλγάτα ανεπιτυχώς η πρόθεση a («qui a Patre procedit»), και όχι η ex. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλοιώνεται ευχερώς το νόημα του χωρίου. Αυτό έδινε και δίνει αφορμή -το δικαίωμα- στον αναγνώστη να διευρύνει την έννοια του εκπορεύεσθαι και με το προέρχεσθαι. Έτσι, μπορούσε ο αναγνώστης να υπονοεί και την έμμεση καταγωγή και προέλευση.
Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης να οδηγείται στην έννοια ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αν όμως είχε τεθεί εξ αρχής (π.χ. στη Βουλγάτα) η πρόθεση ex, δεν θα υπήρχε χώρος γι’ αυτήν την παρεκτροπή.
Ευτυχώς, ωστόσο, που οι Πατέρες των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων στο λατινικό Σύμβολο της Πίστεως, οδηγούμενοι και από το Άγιο Πνεύμα, δεν παρασύρθηκαν, δεν παραπλανήθηκαν και δεν έθεσαν την πρόθεση a, αλλά την ex. Δεν είπαν δηλ. qui a Patre procedit (ή a Patre procedentem), αλλά είπαν qui ex Patre procedit (η ex Patre procedentem). Έτσι, απέδωσαν ορθώς και την πρόθεση παρά του Ιω. 15,25 και την πρόθεση εκ του ελληνικού Συμβόλου της Πίστεως.
Όμως, σ’ αυτή την επιτυχημένη τοποθέτηση του λατινικού Συμβόλου δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή, ούτε η επιβεβλημένη βαρύτητα και γι’ αυτό συνέχισαν πολλοί Δυτικοευρωπαίοι να επηρεάζονται από την πρόθεση a, που είχε τεθεί παλαιόθεν στη Βουλγάτα και εν συνεχείᾳ στις άλλες μεταφράσεις, εσφαλμένως.
Έτσι, με το ευχερώς υπονοούμενο Filioque, παρασυρόμενοι οι ανωτέρω και από νεότερους και μη γνωρίζοντες τα θεολογικά και φιλολογικά δεδομένα, πρόσθεσαν και αυτό (το Filioque) στο λατινικό Σύμβολο της Πίστεως, εσφαλμένως και βεβιασμένως, λέγοντες «ex Patre Filioque procedentem». Λέμε βεβιασμένως και εσφαλμένως γιατί, αφού διατήρησαν στο Σύμβολο το ex (που σημαίνει την άμεση καταγωγή), δεν μπορούσαν να προσθέσουν το Filioque, αφού ισχύει η άμεση προέλευση του Αγίου Πνεύματος μόνο για τον Πατέρα, ενώ από τον Υιό ισχύει η έμμεση καταγωγή και προέλευση, όπως λέει το Ιω. 15,26α.
Φυσικά, μια τέτοια προσθήκη του Filioque θα μπορούσε να επιχειρηθεί και στη μετάφραση της Καινής Διαθήκης (Βουλγάτας κ.α.), όπου υπάρχει (ακόμη!;) το a («qui a Patre procedit»). Μια τέτοια όμως επιχείρηση-απόπειρα δεν μπορούσε να γίνει στην Καινή Διαθήκη, γιατί αυτή θα ήταν μία οφθαλμοφανής παραχάραξη αυτής και του λόγου του Θεού. Αλλά, ευτυχώς, αυτήν την επέμβαση ο σεβασμός των Χριστιανών της Δύσεως προς την Αγία Γραφή δεν την επέτρεψε. Έτσι, την «πλήρωσε», κατά το κοινώς λεγόμενο, το λατινικό Σύμβολο της Πίστεως. Και αυτά ένεκα των γλωσσικών αδυναμιών των μεταφραστών και της δυνάμεως των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.
Δυστυχώς, σ’ αυτήν την απροσδόκητη εξέλιξη δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και να την αποτρέψουν αποφασιστικώς ούτε οι θεολόγοι της Ανατολής, γιατί δεν δόθηκε και από αυτούς η δέουσα προσοχή στις συνοδεύουσες προθέσεις παρά (του Ιω. 15,26) και εκ (του Συμβόλου της Πίστεως) και ένεκα του γεγονότος ότι στη νεότερη ελληνική γλώσσα δεν επικρατούν αυτές οι λεπτές διακρίσεις της αρχαίας μεταξύ των προθέσεων παρά, εκ και από.
Και σήμερα ακόμη πολλοί και από τις δύο πλευρές δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους τα ανωτέρω βασικά δεδομένα και συνεχίζουν τον δρόμο τους χρησιμοποιούντες εσφαλμένως τις προθέσεις από (στα ελληνικά) και a (στα λατινικά) με επιμονή, αντιθέσεις και επιθέσεις. Πλην, όμως, αντί μιας αθεμελίωτης επιθετικότητας, χρειάζεται χριστιανική ταπεινοφροσύνη και αγάπη, η οποία, αντί να δημιουργεί και να οξύνει τις διαφορές, να κατανοεί τα ζητήματα και να λύνει τα προβλήματα.
Εδώ, μόνο επιγραμματικώς και προεξαγγελτικώς, θα λέγαμε σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα και τη σχέση του με τη συνοδικότητα της Εκκλησίας ότι μπορεί, όπως νομίζουμε, να λυθεί το πρόβλημα όταν το «από καθέδρας» πάρει την έννοια του a (= από) και όχι του ex (= εκ μέρους). Όταν δηλαδή αντικατασταθεί το ex cathedra με το a cathedra. Περισσότερα επ’ αυτού, Θεού θέλοντος, προσεχώς.