Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Στην Ανατολική Θράκη, στην κοινότητα Κουμβάου της επαρχίας Ραιδεστού, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1844 ο Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης, του οποίου η αγιοκατάταξη έγινε πριν από 13 χρόνια, το 2003. Στο χωριό του έμαθε τα πρώτα γράμματα και από μικρός είχε τη δυνατότητα να βρεθεί δίπλα σε μια σημαντική προσωπικότητα, τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Μελέτιο τον Θεσσαλονικέα, τον οποίο και ακολούθησε όταν αυτός εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών το 1862.
Σε ηλικία μόλις 18 χρόνων, ο Γρηγόριος έγινε διάκονος. Στη συνέχεια φοίτησε στη Ριζάρειο Σχολή και ακολούθησαν σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και αρίστευσε. Οι επιδόσεις του δεν άφησαν αδιάφορο τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλο, ο οποίος τον τοποθέτησε αρχιδιάκονο στον καθεδρικό Ναό των Αθηνών. Μετά την κοίμηση του Θεόφιλου, το 1873, ο Γρηγόριος άφησε την Αθήνα για την πατρίδα του, τη Ραιδεστό, όπου διορίστηκε ιεροκήρυκας και σχολάρχης. Έναν χρόνο αργότερα, έγινε αρχιερατικός επίτροπος του Μητροπολίτη Ηρακλείας, Πανάρετου, ενώ το 1875 εξελέγη βοηθός επίσκοπος στην Επισκοπή Ναζιανζού, όπου συνέβαλε τα μέγιστα ώστε οι Κιρκάσιοι (περίπου 50.000 άτομα), όταν διέρχονταν από τη Ραιδεστό με προορισμό τη Ρωσία, να μην ενοχλήσουν κανέναν ντόπιο, παρά τη φήμη άγριων ληστών που τους συνόδευε όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Αδριανούπολη.
Εκείνη την περίοδο, η Αδριανούπολη είχε εξελιχθεί σε θέατρο συγκρούσεων Τούρκων, Ρώσων και Βουλγάρων. Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο Γρηγόριος ήταν αυτός που υποδέχθηκε τα ρωσικά στρατεύματα. Λίγο αργότερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έστειλε ως έξαρχο στην Αδριανούπολη, με σκοπό να σώσει τον τότε Μητροπολίτη Διονύσιο, τον οποίο είχαν συλλάβει και βασάνιζαν δημόσια οι Βούλγαροι, για να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων.
Τέσσερα χρόνια δράσης στην περιοχή ήταν αρκετά για να ξεχωρίσει ο Γρηγόριος και να εκλεγεί, μετά από εισήγηση του Πατριάρχη Ιωακείμ, μητροπολίτης Τραπεζούντος. Στην ιστορική μητρόπολη υπηρέτησε από το 1879 έως το 1884, ενώ του παραχωρήθηκε η εποπτεία των μεγαλύτερων μονών της περιοχής, της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Βαπτιστού Ιωάννη του Βαζελώνος.
Τέσσερα χρόνια δράσης στην περιοχή ήταν αρκετά για να ξεχωρίσει ο Γρηγόριος και να εκλεγεί, μετά από εισήγηση του Πατριάρχη Ιωακείμ, μητροπολίτης Τραπεζούντος.
Το 1884, το Φανάρι τον εξέλεξε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1889 εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ορίστηκε υπεύθυνος για το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Τυπογραφείου, αλλά και της Επιτροπής Διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων.
Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1897, και αφού είχε επιστρέψει στα Γιάννινα, με τη βοήθεια των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων (τότε οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν προξενεία εκεί), πέτυχε να πειστούν οι Τούρκοι να μη διαπράξουν σφαγές. Ο Γρηγόριος τότε τιμήθηκε από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αλλά και ξένους ηγέτες. Η μεγαλύτερη τιμή τού είχε γίνει το 1885, όταν υπηρετούσε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όταν οι Τούρκοι τον τίμησαν με το παράσημο Οσμάνιε.
Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1897, και αφού είχε επιστρέψει στα Γιάννινα, με τη βοήθεια των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων (τότε οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν προξενεία εκεί), πέτυχε να πειστούν οι Τούρκοι να μη διαπράξουν σφαγές
Ο Άγιος Γρηγόριος, όταν παραιτήθηκε από τον θρόνο του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος, έθεσε υποψηφιότητα, αλλά η Υψηλή Πύλη τον διέγραψε από τον κατάλογο των υποψηφίων. Το 1901 έθεσε εκ νέου υποψηφιότητα για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και πάλι το τουρκικό υπουργείο Δικαιοσύνης δεν του επέτρεψε να πάρει μέρος στη διαδικασία εκλογής.
Εκείνη την περίοδο, μετατέθηκε τιμητικά στη Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού, όπου για τη δράση του τιμήθηκε από τους Σέρβους, τους Ούγγρους, τους Πέρσες αλλά και την Υψηλή Πύλη και μάλιστα για δεύτερη φορά. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν αυτά που άλλαξαν τα πάντα για τους Έλληνες του Πόντου. Στην πατρίδα του, τη Ραιδεστό, ανέπτυξε σημαντικό έργο, ιδρύοντας δεκάδες ιδρύματα, ενώ προσέφερε ένα σπάνιο για την εποχή φιλανθρωπικό έργο. Για την προσφορά του εγράφη με απόφαση των δημογερόντων στον Κώδικα της κοινότητας: «Την Α.Σ. τον Μητροπολίτη Γέροντα Άγιον Ηρακλείας και Ραιδεστού, Κύριον Γρηγόριον Καλλίδην, διά τε την δωρεάν του μητροπολιτικού οικήματος και δι’ όλας τας ενεργείας και προσπαθείας, ας μετά πατρικής στοργής κατέβαλεν υπέρ της ανεγέρσεως των τριών καλλιμαρμάρων σχολικών κτιρίων της κοινότητος, ανακηρύσσομεν Μέγαν Ευεργέτην και αναστηλώνει (η κοινότης) την εικόνα αυτού των Μ. Ευεργετών».
Εκτός του φιλανθρωπικού του έργου, έδωσε μάχες με Βούλγαρους, αλλά και ένοπλες ομάδες Νεότουρκων προστατεύοντας τη ζωή και τις περιουσίες των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι αποχώρησαν χωρίς αντίποινα. Το 1920, ήταν αυτός που υποδέχτηκε στη Σμύρνη τον ελληνικό στρατό και τον βασιλέα Αλέξανδρο. Ως μέλος της Θρακικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν Αρμένιοι, Εβραίοι αλλά και μουσουλμάνοι, εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης. Εκείνη την περίοδο, όταν οι νίκες του ελληνικού Στρατού είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα ανάτασης, ο Άγιος Γρηγόριος επισκέφθηκε όλες τις περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, για να πείσει τους Θρακιώτες να επιστρέψουν στα… σπίτια τους.
Η συμβολή του στην αποκατάσταση των προσφύγων
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923, ο Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης αναγκάστηκε να εγκατασταθεί για μία ακόμη φορά στη Θεσσαλονίκη. Ησυχάζων πια και αφού είχε ζήσει τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, συνέβαλε όσο του επέτρεπαν τα χρόνια του στην αποκατάσταση των προσφύγων. Δύο χρόνια μετά τον ξεριζωμό, την 25η Ιουλίου 1925, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού εκοιμήθη σε ηλικία 81 ετών. Ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας και το 1981 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Παντελεήμων Β’, προέβη στην ανακομιδή των λειψάνων τόσο του ίδιου όσο και άλλων μητροπολιτών που διακρίθηκαν στον αγώνα κατά των Βουλγάρων και των Τούρκων, τα οποία την 29η Μαΐου 1982 τοποθέτησε στην κρύπτη του Μακεδονικού Αγώνος, που βρίσκεται κάτω από το Ιερό Βήμα του μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης.
Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β’ υπέβαλε αρμοδίως διά της Εκκλησίας της Ελλάδος το αίτημα της αναγνωρίσεως του Γρηγορίου ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όντως το 2003 όρισε να τιμάται η μνήμη του και μαζί η ανακομιδή των αγίων και θαυματουργών λειψάνων του στις 20 Οκτωβρίου εκάστου έτους. Το ιερό και θαυματουργό λείψανο του Γρηγορίου ευρίσκεται σήμερα ολόσωμο στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος την 29η Μαΐου 2003 ανακοίνωσε επίσημα την αναγνώρισή του ως Αγίου της Εκκλησίας και την αναγραφή του ονόματός του στο αγιολόγιο και εορτολόγιο της Εκκλησίας.
Ποια ήταν η Μητρόπολη Ηράκλειας
Η Ηράκλεια (Marmara Ereğlisi) είναι πόλη της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδας. Ιδρύθηκε το 599 π.Χ. από αποίκους της Σάμου. Η αρχαία ονομασία της ήταν Πέρινθος, ενώ ονομάστηκε Ηράκλεια τον 4ο π.Χ. αιώνα προς τιμήν του Ηρακλή. Η θέση της είναι σημαντική λόγω του λιμανιού της. Στον «Συνέκδημο» του Ιεροκλέους (6ος αι. μ.Χ.) αναφέρεται ως δεύτερη μεταξύ των 14 πόλεων της Επαρχίας Θράκης Ευρώπης, ενώ την πρώτη θέση κατέχει η Ευδοξιούπολις (Σηλυβρία). Σήμερα η πόλη είναι τουριστικό θέρετρο, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, και έχει πληθυσμό περίπου 12.000 κατοίκους.
Η Ραιδεστός (Tekirdag) είναι πόλη της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδας. Ιδρύθηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα με το όνομα Βισάνθη και μετονομάστηκε σε Ραιδεστό τον 1ο π.Χ. αιώνα. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του Βυζαντίου λόγω του λιμανιού της, το οποίο εξυπηρετούσε όλη την περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Από το 1204 μέχρι το 1235 μ.Χ. βρέθηκε υπό την εξουσία των Βενετών. Σήμερα είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του νομού και έχει πληθυσμό περίπου 140.000 κατοίκους.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Ηράκλεια και στην περιοχή του Βυζαντίου από τον Απόστολο Ανδρέα. Ανεξαρτήτως του αν αληθεύει η παράδοση αυτή, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην περιοχή, καθώς εκεί μαρτύρησε το 177 μ.Χ. η Αγία Γλυκερία. Η Επισκοπή Ηρακλείας προήχθη σε μητρόπολη γύρω στο 300. Μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μέγα Κωνσταντίνο και την ανάδειξή της σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηρακλείας και ο Επίσκοπος Βυζαντίου. Για τον λόγο αυτόν ο Μητροπολίτης Ηρακλείας χειροτονούσε και τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και του ενεχείριζε την ποιμαντορική ράβδο. Στα «Τακτικά», η Μητρόπολη Ηρακλείας κατέχει σταθερά την τρίτη θέση, εκτός μίας περιπτώσεως. Συγκεκριμένα, στο «Τακτικό» του Λέοντος Ισαύρου (τέλη Η’ Αιώνος) κατέχει την τέταρτη θέση διότι την τρίτη κατέχει ο Κύπρου.
Υπό τον Μητροπολίτη Ηρακλείας τελούσαν διάφορες επισκοπές, όπως φαίνεται στα διάφορα «Τακτικά». Από αυτές, άλλες καταργήθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τη Μητρόπολη Ηρακλείας (όπως η Χαριουπόλεως) και άλλες ανυψώθηκαν σε Μητροπόλεις (Καλλιουπόλεως, 1901, Μυριοφύτου, 1909, Γάνου, 14ος αι., Μετρών, 1909, και Τυρολόης, 1907). Το 1702 ενώθηκε με τη Μητρόπολη Ηρακλείας η Αρχιεπισκοπή Ραιδεστού και η έδρα του μητροπολίτη μεταφέρθηκε από την Ηράκλεια στη Ραιδεστό.