Της Δήμητρας Παλαιολόγου
Απάντηση -αυτή τη φορά μέσω νέου βιβλίου- σε όλους όσοι ανακινούν το επίμαχο ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας δίνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος. Για «να αποφευχθεί η ενδεχόμενη απόδοση μεροληψίας», όπως γράφει χαρακτηριστικά, ανατρέχει στην Ιστορία και σε αρχειακό υλικό και όχι στις θέσεις της Εκκλησίας, προκειμένου να εξηγήσει την επίσημη στάση της σε ζητήματα όπως οι σχέσεις της με την Πολιτεία και η περιουσία της.
Μέσω του βιβλίου του, που έχει τίτλο «Απάντηση στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού», ο Αρχιεπίσκοπος (σ.σ.: Το 2012 είχε γράψει για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου) απαντά (και) στον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο και σε όλα όσα αναφέρει στο δικό του πρόσφατο βιβλίο, με τίτλο «Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι».
Ιδιαίτερα στέκεται στην πρόταση-νόμο που κατέθεσε ο συγκεκριμένος συνταγματολόγος μαζί με άλλους επιστήμονες για τον χωρισμό κράτους – Εκκλησίας.
Πάντως, όπως έγινε γνωστό, το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου εστάλη και στους Έλληνες βουλευτές μαζί με ένα φυλλάδιο της Ιεράς Συνόδου, στο οποίο παρουσιάζεται αναλυτικά το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.
«Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορες οργανωμένες “ενώσεις” και εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν ποικίλες πρωτοβουλίες, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να προσαρμόσουν το “απηρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο”, το οποίο επικρατεί στην Ελλάδα και το οποίο γεννά τα οικονομικά προβλήματα», γράφει ο Αρχιεπίσκοπος. Έτσι, συνεχίζει, «συντάσσονται σχέδια νόμων και Συντάγματος και με αυτά επιδιώκεται να ασκηθεί επιρροή στις κατά καιρούς κυβερνήσεις, διαφόρων μάλιστα ιδεολογικο- πολιτικών κατευθύνσεων».
Σε άλλο σημείο ο κ. Ιερώνυμος εξηγεί ότι «κανείς δεν αρνείται τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της κρατικής νομοθεσίας προκειμένου να λειτουργούν σωστά οι θεσμοί». Όμως τονίζει: «Επιφυλάσσεται κανείς όταν με τέτοιες πρωτοβουλίες υπονομεύονται στην πράξη οι θεσμοί οι οποίοι διαφύλαξαν και συγκροτούν το έθνος. (…) Αυτό φαίνεται στο ότι επιχειρείται ο λεγόμενος χωρισμός “Κράτους και Εκκλησίας”, όταν στην πραγματικότητα αυτό λειτουργεί ως διαχωρισμός “Έθνους και Εκκλησίας”, που προσβάλλει την ίδια την αυτοσυνειδησία του Έθνους και της πατρίδος μας».
Για τον κ. Αλιβιζάτο, ο κ. Ιερώνυμος σχολιάζει, ανάμεσα στα άλλα: «Απαντά εναργώς στην απορία μας για το ποιοι είναι εκείνοι που εισηγούνται και κυρίως τον τρόπο που μεθοδεύεται ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδος μας “προς το καλύτερο”. Για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν ένιοι ειδικοί και φορείς “για να αντιμετωπισθούν μερικά από τα πιο δυσεπίλυτα ζητήματα της εποχής μας”. Σύμβουλοι των κυβερνώντων, άλλοτε ονομαζόμενοι ειδικοί σύμβουλοι, άλλοτε με τη μορφή οργανωμένων εταιρειών ή ενώσεων και, εσχάτως με όχημα τις “ιδεολογικές πλατφόρμες”. Μάθαμε για τους “αγώνες” που καλύπτονται με το ένδυμα της ανάληψης υποχρέωσης, ώστε να αποτυπώσουν σε κανόνες δικαίου των πρωτοβουλιών για φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις … του σκοτεινού παρελθόντος».
Για τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο, «ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εκκλησιαστική διοικητική πραγματικότητα, καθόσον δεν θίγονται ζητήματα πίστεως, ουδείς καλής προαιρέσεως πιστός θα αρνείτο». Ωστόσο, «είναι απορίας άξιον γιατί, ενώ στο κείμενο της εισηγήσεως είναι παραδεκτόν ότι υπάρχουν στον χώρο της Εκκλησίας ειλικρινείς θρησκευόμενοι, εμείς θα προσθέταμε εξαίρετες πνευματικές προσωπικότητες, η περίφημη ΕΕΔΑ δεν τους αναζήτησε να συμμετάσχουν και αυτοί στην Επιτροπή, ώστε να αξιοποιήσουν και τις δικές τους θέσεις».
Στο σημείο αυτό εκφράζει την πεποίθηση ότι «αυτοί οι άνθρωποι θα υποστήριζαν αξιόπιστα και ειλικρινώς “τους καθαρούς, διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας”. Αφετέρου, θα ανέτρεπαν τις δολιότητες και τα αμέτρητα ψεύδη της Επιτροπής, όπως θα τα παραθέσω στη συνέχεια, προκειμένου με λαϊκίστικο τρόπο να παρασύρουν τον λαό και τους κυβερνώντες».
Οι 16 επιδιώξεις των «αντιπάλων»
Με νόημα ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας υπογραμμίζει: «Όσοι παρακολουθούν προσεκτικά τα ζητήματα της Εκκλησίας στην Ελλάδα μπορούν να σταχυολογήσουν ήδη τις απώτερες επιδιώξεις όλων όσοι δήθεν κόπτονται “για το καλύτερο” τούτου του τόπου». Για αυτό και αναφέρει επιγραμματικά τις 16 επιδιώξεις των «αντιπάλων» της Εκκλησίας:
1. Η μη ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιες υπηρεσίες.
2. Η κατάργηση της υποχρεωτικής προσευχής.
3. Η δημιουργία ενός «θρησκευτικού νομικού προσώπου ως μοναδικού φορέα της συλλογικής θρησκευτικής δράσης».
4. Η κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής των θρησκευτικών κοινοτήτων (σημειωτέον ότι τούτο έχει γίνει χωρίς ακόμη να ρυθμισθεί το θέμα της συντηρήσεως των ευαγών ιδρυμάτων της Εκκλησίας).
5. Η μετατροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των εξαρτώμενων από αυτήν Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Μητροπόλεις, ενορίες, μονές κ.ά.) σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (εξομοίωσή τους, δηλαδή, με τις ποδοσφαιρικές ομάδες, τους συλλόγους κ.λπ.).
6. Η κατάργηση του Γραφείου της Ναοδομίας, ώστε η ανέγερση κτιρίων με λατρευτικούς χώρους να καλύπτεται στο εξής με τις διατάξεις του κτιριοδομικού κανονισμού, που αφορούν τα κτίρια της κατηγορίας «συνάθροισης κοινού».
7. Η σταδιακή μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό. Επί λέξει γράφονται στο βιβλίο τα εξής: «Το μάθημα των Θρησκευτικών να συμπεριλάβει την εισαγωγή στην Ιστορία και την Κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών. Στο λύκειο το μάθημα μετονομάζεται σε “Θρησκειολογία”».
8. Η ιδιωτικοποίηση της εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
9. Η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου.
10. Η μη συμμετοχή θρησκευτικών λειτουργών σε ορκωμοσίες που πραγματοποιούνται σε δημόσιες Αρχές και υπηρεσίες.
11. Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού.
12. Η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών ή βεβαιώσεις δημόσιας Αρχής.
13. Η δημιουργία διακεκριμένου χώρου πένθους και αποχαιρετισμού για την καύση των νεκρών.
14. Η μετονομασία του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε υπουργείο Παιδείας, με την ταυτόχρονη κατάργηση της Γενικής Γραμματείας και της Γενικής Διεύθυνσης Θρησκευμάτων.
15. Η κατάργηση των οργανικών θέσεων ιερέων -και των αντίστοιχων υπηρεσιακών μονάδων- στις Ένοπλες Δυνάμεις, στα Σώματα Ασφαλείας και στα σωφρονιστήρια.
16. Η κατάργηση ή η τροποποίηση διατάξεων όπως ισχύουν σήμερα των Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος», Ν. 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», Ν. 4149/1961 «Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων», Ν. 476/1976 «Περί Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως» και του Ν.Δ. 90/1973 «Περί του Θρησκευτικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων».