91
Των Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, επίκουρου καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, δικηγόρου Θεσσαλονίκης και Χρήστου Αποστολίδη, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, υπ. διδάκτορα Νομικής ΑΠΘ
Ι. Η προσφορά αγιορειτικών μετοχίων της Χαλκιδικής για την αγροτική αποκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων και ντόπιων ακτημόνων
Οι πολυάριθμοι Έλληνες και αλλοδαποί επισκέπτες των περιοχών της Κασσάνδρειας και της Σιθωνίας Χαλκιδικής –δύο χερσονήσων ααράμιλλου περιβαλλοντικού κάλλους, αλλά και πυκνότατης, κατά τους θερινούς ιδίως μήνες, τουριστικής κίνησης– συναντούν κατά την έλευσή τους έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό τοπωνυμίων, που παραπέμπουν σε μονές του Αγίου Όρους: Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Βατοπαίδι, Ζωγράφου, Σταυρονικήτα, Αγ. Παντελεήμονος κ.ά. Αυθόρμητο λοιπόν ανακύπτει σε πολλούς το ερώτημα της σχέσης των τοπωνυμίων αυτών με τις αγιορειτικές μονές, οι οποίες ιδρύθηκαν και λειτουργούν ήδη από τον 10ο αιώνα στο τρίτο «πόδι» της Χαλκιδικής, την αθωνική χερσόνησο (ιστορική αναδρομή βλ. στη μελέτη της Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, «Ο Αθωνικός Μοναχισμός. Αρχές και Οργάνωση», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1992).
Πρόθεση των συγγραφέων του παρόντος άρθρου είναι, λαμβάνοντας ως αφορμή το ανωτέρω ερώτημα, να αναδείξουν μιαν εξόχως σημαντική -περιέργως όμως αποσιωπημένη- εθνική προσφορά των ιερών μονών του Αγίου Όρους, οι οποίες το έτος 1924 κλήθηκαν να συμβάλουν στην οικονομική αποκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ακτημόνων αγροτών, κυρίως όμως προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), που έχοντας μόλις απολέσει τις πατρογονικές τους εστίες και ευρισκόμενοι σε κατάσταση έσχατης ένδειας, κατέκλυσαν, μεταξύ άλλων, τη Βόρειο Ελλάδα. Ακολούθως, αντιπαραβάλλεται η εθνωφελής αυτοπροσφορά που επέδειξαν οι αγιορειτικές μονές κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο του Μεσοπολέμου προς τη μετέπειτα στάση του ελληνικού κράτους, που όχι μόνον αθέτησε τις, συμβολικού περισσότερο, χαρακτήρα υποχρεώσεις του απέναντι στις μονές, αλλά και προέβη σε αντισυνταγματική υπερφορολόγησή τους.
Ειδικότερα, το έτος 1924 ο τότε υπουργός Γεωργίας, εκπροσωπώντας το ελληνικό κράτος και υπό την πίεση του οξύτατου κοινωνικού προβλήματος που είχε ανακύψει, συμφώνησε με τους αντιπροσώπους της Ιεράς Κοινότητας του Αγ. Όρους την εγκατάσταση χιλιάδων ντόπιων ακτημόνων αγροτών, κυρίως όμως Μικρασιατών προσφύγων, σε 50 «αγιορειτικά μετόχια», δηλαδή σε εκτεταμένα αγροκτήματα, που είχαν περιέλθει πριν από πολλούς αιώνες στην ιδιοκτησία 18 μονών του Άθωνα και έκειντο στις ευρύτερες περιοχές της Χαλκιδικής και των Σερρών.
Συναφώς, υπεγράφη η περίφημη τότε «Σύμβασις μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ι. Κοινότητος του Αγίου Όρους, δι’ ης αύτη χορηγεί εις την Κυβέρνησιν 200.000 στρέμματα καλλιεργησίμου γης διά την εγκατάστασιν αγροτών προσφύγων εν Χαλκιδική» (εκτενέστερα, βλ. Δ. Μουζάκης, «Το Άγιον Όρος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου», Αθήνα, 2008, σ. 259-344). Η συμφωνία αυτή περιβλήθηκε τον τύπο της μίσθωσης, με αρχικό χρόνο διάρκειας τα δέκα έτη (μέχρι 30-9-1934).
Η κοινότητα του Αγίου Όρους αρχικα μίσθωσε 200.000 στρέμματα στην κυβέρνηση για την εγκατάσταση αγροτών προσφύγων στη Χαλκιδική
ΙΙ. Ο Ν. 5377/1932 και οι δικαιοπολιτικοί του στόχοι. Η αθέτηση των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους
Η λύση ωστόσο αυτή είχε επείγοντα και προσωρινό χαρακτήρα. Οριστική λύση μεθοδεύτηκε με την ψήφιση του Ν. 5377/1932, «περί εκτιμήσεως και πληρωμής της αξίας των απαλλοτριωθέντων κτημάτων των Ι. Μονών του Αγίου Όρους», στο πλαίσιο του οποίου απαλλοτριώθηκαν για κοινωνικούς λόγους από το έτος 1932 έως το 1938 συνολικά 118 αγιορειτικά μετόχια, εκτάσεως περίπου 1.000.000 στρεμμάτων –εξού και οι πιο πάνω ονομασίες των χερσονήσων Κασσάνδρειας και Σιθωνίας. Για τη χρηματική αποζημίωση των μονών συνομολογήθηκε το λεγόμενο «Εθνικό Αγιορειτικό Δάνειο», που προέβλεπε την έκδοση υπέρ κάθε μονής ονομαστικών ομολογιών με τόκο 6% (Ν.Δ. 4/1933, ΦΕΚ Α’ 91/1933). Στην πραγματικότητα, η πρόσοδος κάθε αγιορειτικής μονής από την ανωτέρω συμφωνία είχε συμβολικό χαρακτήρα, καθώς προείχε τότε η ολόθυμη συμβολή στη διευθέτηση του οξύτατου κοινωνικού, οικονομικού και εθνικού προβλήματος.
Η γερμανική κατοχή, που επακολούθησε, εκμηδένισε, ως γνωστόν, την αξία της δραχμής (Ν. 18/1944, «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως»). Το κράτος προχώρησε τότε μονομερώς στην παύση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, μεταξύ άλλων και προς τις μονές του Αγίου Όρους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αργότερα, όταν ομαλοποιήθηκαν τα πράγματα, τα δικαιολογημένα παράπονα των τελευταίων και αποτέλεσε την ουσία του λεγόμενου «Μετοχιακού Ζητήματος» (βλ. Κ. Παπαγεωργίου, «Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Θεωρία και Νομολογία», Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 357, Βησσαρίων Γρηγοριάτης «Το Μετοχιακόν Ζήτημα του Αγίου Όρους», Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 19 (1954), 116 επ.).
Προσφέρεται για συμπεράσματα όχι μόνον ότι το Μετοχιακό Ζήτημα παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, εξαιτίας αποκλειστικά της ολιγωρίας των Αρχών, αλλά και ότι –όσο και αν αυτό ακούγεται απίστευτο– το κράτος δεν έχει προχωρήσει ακόμη (ήδη από το έτος 1932!) στην έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών που είχαν ευεργετηθεί από την απαλλοτρίωση των μετοχίων, δυνάμει του Ν. 5377/1932. Όπως είναι προφανές, στην περίπτωση αυτή, η κρατική αδιαφορία πλήττει όχι μόνον τις μονές του Αγ. Όρους, αλλά και τους πληθυσμούς της Χαλκιδικής, οι οποίοι, ενόψει της εντάξεως περιοχών της στο Εθνικό Κτηματολόγιο, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κατά την υποβολή των δηλώσεών τους, ευρισκόμενοι σε αμηχανία για τους τίτλους που πρέπει να επικαλεσθούν.
Το Μετοχιακό Ζήτημα παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, εξαιτίας αποκλειστικά της ολιγωρίας των Αρχών, ενώ το κράτος δεν έχει προχωρήσει ακόμη (ήδη από το έτος 1932!) στην έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών
ΙΙΙ. Η φορολογική μεταχείριση των αθωνικών μονών
Ως γνωστόν, ο φόρος συνιστά υποχρεωτική χρηματική παροχή των φυσικών/νομικών προσώπων προς το κράτος, με σκοπό την κάλυψη των ποικίλων δημοσιονομικών του αναγκών. Με την έννοια αυτή, η επιβολή φορολογίας αποτελεί, για μεν το κράτος, μία από τις κυριότερες μορφές ασκήσεως της κυριαρχικής του εξουσίας, για δε τους φορολογουμένους, δημόσια υποχρέωσή τους, για την υλοποίηση της οποίας μπορούν να ληφθούν σε βάρος τους ακόμη και εξαναγκαστικά μέτρα. Το συνταγματικό πλαίσιο των φορολογικών και δημοσιονομικών ζητημάτων ορίζουν οι διατάξεις των άρθ. 4 § 1, 78 και 79 Συντ., με τις οποίες νομιμοποιείται, οργανώνεται, αλλά και οριοθετείται η άσκηση της φορολογικής εξουσίας του κράτους.
Ειδικότερα ως προς τη φορολόγηση των αγιορειτικών μονών, ισχύουν -με κάθε επιφύλαξη, φυσικά, ενόψει των διαρκών τροποποιήσεων της σχετικής νομοθεσίας- συνοπτικά τα εξής:
▪ Φόρος εισοδήματος: Mε το άρθ. 12, παρ. 4, Ν. 3842/2010, φορολογήθηκαν για πρώτη φορά και με συντελεστή 20% τα εισοδήματα που αποκτούν οι αγιορειτικές μονές από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών τους, ευρισκόμενων εκτός της αθωνικής χερσονήσου. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των μονών του Αγίου Όρους από εκμίσθωση ακινήτων εκπίπτουν οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης και ανακαίνισης, οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες, αλλά και κάθε είδους άλλη δαπάνη των νομικών προσώπων τους, μέχρι το 100% επί των ακαθάριστων εσόδων, εφόσον οι δαπάνες αυτές καλύπτονται από νόμιμα παραστατικά (έναρξη ισχύος από το οικονομικό έτος 2014 -χρήση 2013- άρθ. 39, παρ. 3, περ. β’ του Ν. 4172/2013, νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος).
▪ Φορολογία κληρονομιών και δωρεών: Σε αυτοτελή φορολόγηση, με συντελεστή 0,5%, υπόκεινται πλέον και για πρώτη φορά μετά το έτος 2010 οι κληρονομίες και οι δωρεές, εφόσον δικαιούχοι τους είναι -μεταξύ των άλλων- και οι μονές του Άθω (άρθρο 25, παρ. 3 και 29, παρ. 5, Ν. 2961/2001, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 3842/2010).
▪ Φορολογία Μεταβίβασης Ακινήτων (ΦΜΑ): Ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων επιβάλλεται στις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, εφόσον αυτές γίνονται με την καταβολή ανταλλάγματος. Από τον ΦΜΑ απαλλάσσονται όλα τα ΝΠΔΔ, όταν συμβάλλονται ως αγοραστές (ναοί και μονές εντός και εκτός Αγ. Όρους: άρθρο 14, παρ. 7, Ν. 1882/1990, άρθ. 6, εδ. γ’, Ν. 3220/2004).
▪ ΕΝΦΙΑ: Οι μονές του Αγίου Όρους απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής ΕΝΦΙΑ για την εντός και εκτός της αθωνικής χερσονήσου ακίνητης περιουσίας τους (μη υπέχοντας και υποχρέωση να καταθέτουν δηλώσεις Ε9: άρθρο 3, παρ. 1, εδ. στ’, Ν. 4223/2013). Ωστόσο, παρατηρούμε ότι με το ίδιο άρθρο 3 απαλλάσσονται από τον ΕΝΦΙΑ τα δικαιώματα στα ακίνητα που ανήκουν, μεταξύ άλλων, και σε ένα μεγάλο, άλλο πλήθος ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ (περίπτ. β’ και γ’), σε ακίνητα ιδιοκτησίας ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ «που ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού ή παραχωρούνται δωρεάν στο Δημόσιο» (περίπτ. δ’), όπως και σε ακίνητα που ανήκουν «σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες των γνωστών θρησκειών και δογμάτων, κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος και ιδιοχρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση του λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου τους» (περίπτ. ε’).
ΙV. Συμπεράσματα – Προτάσεις
Ενόψει των ανωτέρω -παλαιότερων και νεότερων- φορολογικών ρυθμίσεων, μπορούμε να προβούμε στις εξής κρίσιμες παρατηρήσεις:
(α) Η παλαιότερη, προνομιακή φορολογική μεταχείριση των αγιορείτικων μονών κάμφθηκε πλέον σημαντικά με τη θέση σε ισχύ (και) του Ν. 3842/2010, νομοθετήματος που εισήγαγε για πρώτη φορά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για το εισόδημα που πραγματοποιούν και τις κληρονομιές και δωρεές που δέχονται οι αθωνικές μονές (20% και 0,5%, αντιστοίχως). Για να κατανοηθεί η σημασία της εδώ παρατηρήσεως, υπογραμμίζεται ότι οι μονές αυτές φορολογούνται, πλέον, με τον ανωτέρω υψηλό συντελεστή εισοδήματος, μολονότι αποτελούν μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα, άρα έχουν εκ των πραγμάτων μειωμένη φοροδοτική ικανότητα. Επιπλέον, ουδαμώς πρέπει να παροράται το γεγονός ότι για τέτοιου είδους νομικά πρόσωπα οι -φορολογούμενες πλέον- κληρονομίες και δωρεές αποτελούσαν ανέκαθεν βασικό όρο της οικονομικής τους επιβίωσης, μη έχοντας οι μονές άλλους σημαντικούς πόρους, εκτός από την πρόθεση των πιστών για χαριστικές υπέρ αυτών δικαιοπραξίες.
(β) Ορθώς ο φορολογικός νομοθέτης θέσπισε καταρχήν ως γενικό κανόνα την ολοσχερή απαλλαγή από οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση για τα εισοδήματα που προκύπτουν από τις εντός του Αγίου Όρους αγροτικές, χειρωνακτικές ή τεχνικής φύσεως εργασίες στις οποίες επιδίδονται οι Αγιορείτες, θεωρώντας ότι αυτές εξασκούνται αποκλειστικά για τον βιοπορισμό των Αθωνιτών μοναχών.
(γ) Ακούγεται ότι είναι άδικο η φορολογική απαλλαγή να καταλαμβάνει όλα τα λοιπά εισοδήματα των μονών, που προέρχονται από πηγές εκτός της αθωνικής χερσονήσου, εφόσον αυτά οφείλονται στην πλειονότητά τους στην εκμετάλλευση μεγάλης εμπορικής αξίας αστικών ακινήτων, η απόκτηση και μακροχρόνια εκμίσθωση των οποίων έναντι σημαντικής αξίας μισθωμάτων αποτέλεσαν στρατηγική επιλογή των επικεφαλής των ιερών μονών. Ωστόσο, η στροφή αυτή των μονών στην απόκτηση αστικών ακινήτων οφείλεται στη σταδιακή, με την πάροδο των ετών, απαξίωση της αξίας των όποιων αγροτολιβαδικών εκτάσεων απέμειναν, από τις παλαιότερες που κατείχαν τα μοναστήρια και οι οποίες πλέον έπαυσαν να αποφέρουν επαρκή έσοδα, λόγω της αποξένωσης της ελληνικής κοινωνίας από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής (βλ. σχόλιο Χρ. Αποστολίδη σε ΠΠρΘεσ 12953/2014 ΕφΑΔ, τ. 72, σελ. 884-886). Άλλωστε, με τη σύγχρονη κρίση, ακόμη και αυτά τα αστικά ακίνητα των μονών υπέστησαν ουσιώδη μείωση της αξίας τους, γεγονός που άλλαξε άρδην τα οικονομικά δεδομένα.
(δ) Όπως εκτέθηκε, οι πιο πάνω φοροαπαλλαγές δεν αφορούν αποκλειστικά τις αγιορειτικές μονές, αλλά επεκτείνονται σε μια πλειάδα άλλων ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, όπως και σε ακίνητα όλων των γνωστών θρησκευμάτων ή –κατά τον αδόκιμο όρο που επέλεξε να χρησιμοποιεί ο νόμος– «νομικών οντοτήτων». Πλην όμως, εδώ εγείρεται ένα κρίσιμο ζήτημα: Οι μονές του Αγίου Όρους είναι πλέον αυτές οι οποίες δικαιούνται να παραπονούνται, διότι, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, εισέφεραν το μέγιστο και πιο προσοδοφόρο μέρος της μετοχιακής τους περιουσίας για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων. Η μη αποζημίωσή τους, όπως ρητώς προέβλεπε ο Ν. 5377/1932, καθιστά έκτοτε οικονομικώς υπόλογο το ελληνικό κράτος έναντι αυτών.
Επειδή, ωστόσο, δεν υφίσταται κάποιο ευοίωνο σημάδι ότι οι υποχρεώσεις αυτές του ελληνικού κράτους κάποτε θα εκπληρωθούν, λόγω και της οξύτατης διαρκούσης κρίσεως χρέους του Δημοσίου, νομίζουμε ότι η διευθέτηση της εν λόγω οικονομικής κρατικής εκκρεμότητας μπορεί να μεθοδευτεί με πρόβλεψη φορολογικών απαλλαγών ειδικώς των αγιορειτικών μονών. Και τούτο διότι ο απορφανισμός αυτών ειδικώς και μόνον από την παλαιότερη μετοχιακή τους περιουσία θα δικαιολογούσε – για λόγους που σαφώς επιβάλλει η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης- μια τέτοια φορολογική μεταχείριση.