Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Μονή Αγίου Νικολάου Καρυάς
Τον χειμώνα, μια σιδερένια μπάρα κλείνει τον χωμάτινο δρόμο που οδηγεί στην κορυφή μιας μικρής κοιλάδας, στη ρίζα του βράχου, όπου υψώνεται μια ιστορική μονή του Πάρνωνα: αυτή του Αγίου Νικολάου Καρυάς.
Οι δύο εναπομείναντες μοναχοί λόγω των καιρικών συνθηκών τον χειμώνα αποσύρονται στα μετόχια του μοναστηριού και επιστρέφουν την άνοιξη, δίνοντας την ευκαιρία στους πιστούς που φτάνουν έως εκεί από όλη την Ελλάδα να προσκυνήσουν ένα μοναστήρι-κάστρο σε υψόμετρο 600 μέτρων, στη διακλάδωση του δρόμου Αγίου Ανδρέα – Ορθοκωστάς – Πραστού.
Ο δρόμος δεν είναι καλός, αλλά ο προσκυνητής αποζημιώνεται στην αρχή από την εικόνα της μονής, όπως προβάλλει επιβλητική από χιλιόμετρα μακριά. Στη συνέχεια, όσο πλησιάζει εντυπωσιάζεται από το σύνολο των κτισμάτων, που παραπέμπουν στην αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους.
Η παράδοση συνδέει την ίδρυση της μονής με το Άγιον Όρος, αφού, όπως υποστηρίζεται, μοναχοί από τις Καρυές του Άθω κατέφυγαν εκεί το 1580 προκειμένου να γλυτώσουν από τους πειρατές. Άγνωστο ωστόσο παραμένει πώς οι μοναχοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με πειρατές και πώς έφτασαν έως τον Πάρνωνα. Μια άλλη εκδοχή θέλει το μοναστήρι να χτίζεται το 1620 ή το 1621. Έναν χρόνο αργότερα πάντως γίνεται σταυροπηγιακό.
Μέχρι το 1692, είτε με δωρεές είτε με αγορές η μονή αποκτά σημαντική περιουσία και κατά την περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας ευημερεί. Όμως, μετά τα Ορλωφικά η κατάσταση αλλάζει και «στίφη Αρβανιτάδων» προκαλούν μεγάλες ζημιές.
Η Επανάσταση του 1821 βρίσκει τη μονή οργανωμένη. Το 1822 δανείζει 850 γρόσια στην Πελοποννησιακή Γερουσία, ενώ προσφέρει και ασήμι για τις ανάγκες του Αγώνα στη δημογεροντία του Πραστού. Ο ηγούμενος της μονής παίρνει ο ίδιος προσωπικά μέρος στον Αγώνα και μάλιστα το 1844 τιμάται με παράσημο από τον Όθωνα. Το 1826 ο Ιμπραήμ φτάνει και εκεί και προκαλεί μεγάλες ζημιές.
Με την απελευθέρωση η μονή ανταποκρίνεται στην έκκληση του Ι. Καποδίστρια και προσφέρει χρήματα για την ανέγερση σχολείων. Μάλιστα, αυτά τα δανείζεται από εύπορους πολίτες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αναγέννηση της ελληνικής Παιδείας.
Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών
Ο όγκος του μοναστηριού είναι επιβλητικός. Η αρχιτεκτονική του και ο τρόπος που στέκονται τα κτίρια το ένα πάνω στο άλλο σε μια συνεχόμενη πέτρινη σύνθεση στην άκρη του βουνού δημιουργούν μια απόκοσμη και ταυτόχρονα πολύ κοσμική εικόνα. Η μονή βρίσκεται πολύ κοντά στην Τρίπολη και ακόμη πιο κοντά στην αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία των μοναστηριών του Πάρνωνα, αν και δεν ανήκει στον κύριο όγκο του. Το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Βαρσών απέχει μόλις 12 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, κοντά στο χωριό Νεοχώρι, στην πλαγιά που οι ντόπιοι ονομάζουν «Κουντρούφι».
Η ονομασία «Βαρσών» κατά πάσα πιθανότητα έχει ρίζα σλαβική και έχει σχέση με το νερό, αφού στην περιοχή υπάρχει βάλτος, που είναι γνωστός στην περιοχή ως μοναστηριακή λίμνη. Κάποτε λεγόταν και «Μονή Δασών», λόγω του δάσους που υπήρχε στην περιοχή και καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Φράγκοι από παρανόηση έκαναν το «Δασών» «Βασών» και στην πορεία προστέθηκε και το «ρ». Άλλοι αποδίδουν την ονομασία στη σύνθετη λέξη Βarson από το «bar» («έχει») και το «son» («νερό»), δηλαδή τόπος με νερό. Πηγή πάντως υπάρχει και σήμερα και από αυτή υδρεύεται το μοναστήρι.
Η πρώτη αναφορά για τη μονή γίνεται σε κώδικα του 11ου αιώνα, όπου αναφέρεται ως «Μονή Αγίου Νικολάου Βάλτας». Ως προς τον χρόνο κτίσεώς της, δύο είναι οι πιθανές χρονολογίες: το 1089 ή το 1030. Η πορεία της θα πρέπει να ήταν σημαντική στον χρόνο, αφού γίνεται αναφορά σε αυτή σε μαρμάρινη επιγραφή στη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας.
Η μονή ερημώθηκε για άγνωστους λόγους και ανακαινίστηκε την περίοδο 1460-1594, οπότε ζούσαν εκεί περισσότεροι από 15 μοναχοί. Κατά την απογραφή της από τους Βενετούς, το 1700, αναφέρεται ότι είχε μόνο πέντε κελιά, 40 αμπέλια ξηρικά και τρεις βοσκοτόπους.
Όπως τα περισσότερα μοναστήρια, έτσι και ο Άγιος Νικόλαος καταστρέφεται από αλβανικές ομάδες με τα Ορλωφικά. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ ανανέωσε το σταυροπηγιακό της προνόμιο, που σημαίνει ότι η μονή ανακαινίστηκε αμέσως μετά την καταστροφή της.
Το μοναστήρι αποκτά ακόμη περισσότερη αίγλη καθώς εκεί, το 1803, ενταφιάζεται το σώμα του νεομάρτυρα Δημητρίου, τον οποίο αποκεφάλισαν οι Τούρκοι στις 14 Απριλίου. Εκείνη την προεπαναστατική περίοδο καταγράφεται η συνεισφορά 22 φλωριών του ηγουμένου Συμεών στη Φιλική Εταιρεία, τον Φεβρουάριο του 1819. Αν και είναι δύσκολο να συνδεθεί με σιγουριά η δράση των κλεφτών με τη μονή, υπάρχει ένας δημοτικός στίχος που περιγράφει την περίοδο αναμονής πριν ξεσπάσει η Επανάσταση: «Και στης Βάλτας το Πηγάδι, κλέφτες ρίχνουν το λιθάρι».
Όταν ξεσπά η Επανάσταση, οι μοναχοί βοηθούν στον Αγώνα. Μάλιστα, η Ιστορία θέλει, μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Φαβιέρου να ανακαταλάβει την Τρίπολη, να καταφεύγουν στη μονή και να επιχειρούν κατά του Ιμπραήμ τα τμήματα του Τσόκρη και του Λόντου. Εκεί ο Κολοκοτρώνης τοποθετεί στρατιώτες με επικεφαλής τον Θανάση Δεληγιάννη, στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τις ορδές του Ιμπραήμ. Είναι δε τέτοια η ασφάλεια του χώρου που προσφέρει το μοναστήρι, ώστε πολλοί Τριπολιτσιώτες εμπιστεύονται σε αυτό πολύτιμα αντικείμενα. Το 1932 τη μονή κρατούν ζωντανή μόνο δέκα μοναχοί, σήμερα όμως έχει δώδεκα, νέους στην ηλικία.
Mονή Τιμίου Προδρόμου
Στο φαράγγι του Τάνου, κοντά στο χωριό Περδικόβρυση, βρίσκεται ένας από τους πλέον προβεβλημένους τόπους λατρείας της Πελοποννήσου: το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, που είχε ίσως τη μεγαλύτερη προσφορά στον Αγώνα του 1821. Η φυσική οχύρωσή του, η οποία ενισχύθηκε και με τεχνική, πάνω στον βράχο το μετέτρεψε σε απόρθητο φρούριο. Ο χείμαρρος, οι σπηλιές-ασκηταριά των βράχων, τα χωριά Σίταινα και Καστάνιτσα απλώνονται στα πόδια του ιερού βράχου και δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο έργο ανθρώπων και φύσης.
Το μοναστήρι φαίνεται ότι ιδρύεται κατά το 1700 από τον Κωνσταντή Τροχάνη. Στην επαναστατική περίοδο βοηθά με κάθε τρόπο τον αγώνα των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου.
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ, η μονή γίνεται χώρος όπου οι Έλληνες αντιστέκονται, προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανή την υπόθεση της Επανάστασης: επιτίθενται στους Τούρκους όταν βρίσκουν ευκαιρία και αμύνονται με επιτυχία όταν αυτοί αντεπιτίθενται. Δύο φορές οι Τούρκοι την περίοδο εκείνη προσπαθούν να καταλάβουν τη μονή, χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Με την απελευθέρωση ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση, αφού δέκα χρόνια μετά διαλύεται, με την περιουσία της να περιέρχεται στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Λίγο πριν διαλυθεί, το μοναστήρι ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Ι. Καποδίστρια για ανέγερση σχολείων, προσφέροντας 750 φοίνικες.
Παναγία Ελεούσα
Ανάμεσα στα μαντινειακά χωριά Λεβίδι και Βυτίνα βρίσκεται το χωριό του Μπεζενίκου, το οποίο -λόγω των εκάστοτε συνθηκών- φαίνεται ότι έχει μετακινηθεί αρκετές φορές. Λέγεται ότι ήταν χτισμένο κάτω από τη Μονή της Ελεούσας, κοντά στην τοποθεσία Σπηλιά ή Μετόχι, όπου βρίσκονται ερείπια σπιτιών και κατάλοιπα ενός τετράγωνου κτίσματος, που οι ντόπιοι το λένε «Αγιώργη».
«Μονή των βράχων», η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου, στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα πεύκα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο στους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826). Τα παλαιότερα χρόνια, ένα μονοπάτι από το φαράγγι της Αράπισσας ξεκινώντας από το χωριό και μετά από τρία περίπου τέταρτα πεζοπορίας οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της μονής. Σήμερα ένας χωματόδρομος έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού και καθιστά δυνατή την πρόσβαση με αυτοκίνητο στη μονή.
Ανηφορίζοντας προς το μοναστήρι και πολύ κοντά στο σημείο όπου έχει στηθεί το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη βρίσκονται μέσα σε εντυπωσιακή σπηλιά τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγιάς Καταφυγιώτισσας, για την ίδρυση της οποίας δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει κτισθεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου ακολουθώντας την κλίση του. Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών κατά χώραν.