Αρχική » 300 χρόνια από το θαύμα της σωτηρίας της Κέρκυρας

300 χρόνια από το θαύμα της σωτηρίας της Κέρκυρας

από kivotos

Του Ιωσήφ Κόκκινου

 

H Κέρκυρα πριν από λίγες μέρες γιόρτασε τη συμπλήρωση 300 χρόνων από το θαύμα του 1716, όταν το νησί σώθηκε από τους Τούρκους. Η τοπική Μητρόπολη με σειρά εκδηλώσεων τίμησε τον άγιο που με θαυματουργό τρόπο έσωσε το νησί. Προς τα τέλη του 14ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου βρίσκονταν σε μεγάλη παρακμή. Ενώ λοιπόν στην Κέρκυρα η κυριαρχία των Ανδηγαυών ήταν υποτυπώδης, αυτοί αδυνατούσαν να παρέμβουν αποτελεσματικά για την προστασία της. Μια άλλη δύναμη, αυτή των Βενετών, προσπάθησε με ειρηνικό και διπλωματικό τρόπο στην αρχή (1314) να προσαρτήσει την Κέρκυρα. Επειδή όμως απέτυχε, χρησιμοποίησε τη βία των όπλων και επιτέθηκε στην ακρόπολη, υψώνοντας τελικά τη βενετσιάνικη σημαία στις 20 Μαρτίου 1386 στο κερκυραϊκό φρούριο.

Η πολιορκία του 1716

Η πρόθεση των Τούρκων να επεκταθούν προς τη Δύση και συγκεκριμένα οι βλέψεις τους για τα Ιόνια Νησιά δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ. Η Βενετία λοιπόν, που κατείχε μεταξύ των άλλων και την Κέρκυρα, κατά τις αρχές του 18ου αιώνα, αντιλαμβανόμενη την κατάσταση αυτή, έστειλε τον στρατάρχη Ιωάννη Ματθία Σούλεμπουργκ να ηγηθεί της άμυνας του νησιού. Μια νέα αποβίβαση των Τούρκων στο νησί έγινε στις 8 Ιουλίου 1716, οπότε και κατόρθωσαν να κυριεύσουν πρώτα τα οχυρά του Μαντουκιού και της Γαρίτσας και στη συνέχεια τα φρούρια Αβράμη και Σωτήρος. Από το Νέο Φρούριο κατέλαβαν έναν από τους κυριότερους προμαχώνες του. Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονταν επί έναν ολόκληρο μήνα, μέχρι τις 8 Αυγούστου. Στις 9 Αυγούστου 1716 ξέσπασε στο νησί μια καταστρεπτική καταιγίδα. Τότε προκλήθηκε πανικός στο στρατόπεδο των Τούρκων, στο οποίο μάλιστα κυκλοφόρησε η είδηση ότι πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Σπυρίδωνα με τη μορφή καλόγερου να βγαίνει από τον ιερό ναό όπου βρίσκεται το θαυματουργό του λείψανο, απειλώντας τους επιτιθέμενους μουσουλμάνους με αναμμένο πυρσό, πράγμα που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τον πανικό τους.

Έτσι, η ραγδαία νεροποντή και ο φόβος για τον καλόγερο που τους καταδίωκε ανάγκασε τους επιτιθέμενους να λύσουν την πολιορκία και να αναχωρήσουν πανικόβλητοι. Εξάλλου, οι γενικότερες στρατιωτικές υποχρεώσεις της Τουρκίας επέβαλλαν την έκτακτη ανάκληση της στρατιάς που πολιορκούσε την Κέρκυρα.

Η αναχώρηση λοιπόν των Τούρκων, στις 11 Αυγούστου, ήταν άτακτη φυγή, και δικαίως αποδόθηκε στη θαυματουργό επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος. Είναι αξιοσημείωτο δε πως αυτή η πολιορκία, για πρώτη φορά, δεν στοίχισε τη ζωή σε κανέναν από τον άμαχο πληθυσμό.

Η Βενετία τίμησε τον στρατηγό Σούλεμπουργκ, τους Κερκυραίους και την Κέρκυρα για την υπεράσπιση του νησιού, ενώ παράλληλα, σε ανάμνηση του θαυμαστού γεγονότος της παρεμβάσεως του αγίου, θέσπισε με νόμο την καθιέρωση της ετήσιας λιτανείας του σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνος στις 11 Αυγούστου. Τούτο δημιούρησε έκτοτε ευλαβή παράδοση στο νησί, που ευτυχώς τηρείται ακόμη και σήμερα.

Πώς βρέθηκε στην Κέρκυρα το σεπτό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος;

Σύμφωνα με την παράδοση, το ολόσωμο ιερό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα από τον πρεσβύτερο Γεώργιο Καλοχαιρέτη, μετά την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, μαζί με το επίσης ολόσωμο λείψανο της Αγίας Θεοδώρας, τα οποία φυλάσσονται στο νησί έως και σήμερα. Στην αρχή, τα σεπτά λείψανα ήταν ιδιοκτησία της οικογενείας των Καλοχαιρέτη, έως ότου το μεν πρώτο περιήλθε στην οικογένεια Βούλγαρη, το δε δεύτερο στην κοινότητα.

Σύμφωνα με την παράδοση, το ολόσωμο ιερό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα από τον πρεσβύτερο Γεώργιο Καλοχαιρέτη, μετά την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453

Μέχρι το 1577 το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος (πολιούχου του νησιού) ήταν εναποτεθειμένο στην ιδιόκτητη εκκλησία των Βούλγαρη, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού κινηματογράφου «Παλλάς». Με την περιτοίχιση της πόλεως όμως ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε. Τότε το σεπτό λείψανο μεταφέρθηκε σε καινούργιο ναό, που χτίστηκε εντός των τειχών (στη σημερινή του θέση) και περιήλθε στην ιδιοκτησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Την περίοδο μάλιστα της βενετικής κατοχής καθιερώθηκαν τέσσερις λιτανείες του ιερού σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνος, με την εξής σειρά αρχαιότητος: Η λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου, σε ανάμνηση του θαύματος του αγίου για τη σωτηρία του νησιού από την έλλειψη τροφίμων. Δεύτερη είναι η λιτανεία της Κυριακής των Βαΐων, που καθιερώθηκε για την απαλλαγή του νησιού από την πανούκλα του 1629. Τρίτη, η τελούμενη την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου (Πρωτοκύριακο), για την απαλλαγή του νησιού από την πανούκλα, που είχε λάβει τρομακτικές διαστάσεις το 1673. Τέταρτη η τελούμενη στις 11 Αυγούστου, για τη λύτρωση του νησιού από τους Τούρκους κατά την πολιορκία του 1716.

Βίος του Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού, Επισκόπου Τριμυθούντος*

Ο Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, εορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου. Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων. Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του, Κωνστάντιου (337-361).

Γενέθλια πατρίδα ο Άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί, η οποία σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσία, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη, Άσσια. Αυτό μας λέγει ο Άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδων, αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, που δεν σπούδασε και δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά. Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα, του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου. Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο Άγιός μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι’ αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο Θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει και ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, η γιαγιά του Λωίδα και η μητέρα του, Ευνίκη, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

 

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο Άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του Θεού, ήταν ο καθημερινός και αχώριστος σύντροφός του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του και όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα, στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μα και αξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθειά του! Μιλάει μόνη της.

Τούτο προσθέτουμε: Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων, καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα, μελετούσε με ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία Του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή και αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο και αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης. Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα και η αγάπη και η ταπείνωσή του τον ανέβαζαν και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ημέρες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στον διωγμό που εξαπέλυσε ενάντια στους Χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη και ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός και υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ’ ένα απ’ αυτά, όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του και είχε βλαφθεί και το ένα του μάτι. Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η’ 18), έλεγε και επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς. Μετά την έκδοση του «εδίκτου του Μεδιολάνου» (313), του διατάγματος δηλαδή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Λικινίου, με το οποίο επιβαλλόταν στην αυτοκρατορία η ανεξιθρησκία, ο Άγιος Σπυρίδων επέστρεψε στην Τριμυθούντα.

Ο Άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωσή του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεώς του στον Χριστό έμεινε αμείωτη και η αγάπη του πάντα υποδειγματική. Είπα στις ημέρες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο Άγιός μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του, δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά Του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α’ 21). Παρηγοριά στη θλίψη του βρήκε πάλι στα λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια και αρετή του κατέστησαν τον Άγιο σεβαστό και αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ’ αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ’ αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στο πρόσωπό του ήταν βέβαιοι πως θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ’ ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα, κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον Άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή την τίμησε και τη δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και τη δόξασε γιατί ήταν πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου διδασκάλου «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’ 29) ήταν γι’ αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα. Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και της καλοσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι’ αυτόν τρόπος ζωής. Ο Άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθίσει να ξεκουραστεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιει. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος, μιμούμενος τον Κύριο, έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων, για να τους ξεκουράσει. Σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητά του υπήρξε θαυμαστή. Γι’ αυτό και ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και της καλοσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι’ αυτόν τρόπος ζωής

Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του Θαυματουργού. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους που με σταθερότητα και ειλικρίνεια αληθινή Του δίδουν την καρδιά τους.

 

 Συμμετοχή σε Συνόδους

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν, ο Άγιος Σπυρίδων έλαβε μέρος στις εργασίες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το έτος 325, από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ήταν η εποχή κατά την οποία διάφοροι εκκλησιαστικοί άνδρες ασχολούνταν με το ζήτημα της θεότητας του Ιησού Χριστού. Ο πλέον συστηματικός πολέμιος της θεότητας του Χριστού υπήρξε ο Άρειος, πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Αν και ο Άρειος καθαιρέθηκε από τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και η διδασκαλία του αποδοκιμάστηκε από τοπική Σύνοδο, ο ίδιος και οι οπαδοί του συνέχισαν να αναστατώνουν την Εκκλησία με τις αιρετικές απόψεις τους. Έτσι ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία μεταξύ των 318 πατέρων ήταν και ο Άγιος Σπυρίδων, ο οποίος μάλιστα διεκρίθη. Και να πώς η χάρη και ο φωτισμός του Θεού χρησιμοποίησαν τον χωρίς σπουδαία μόρφωση Άγιο Σπυρίδωνα στο να υποστηρίξει τη θεότητα του Ιησού Χριστού: Ο Άρειος και όσοι τον ακολουθούσαν χρησιμοποιούσαν τη λογική και τη φιλοσοφία προκειμένου να στηρίξουν τα κατά της θεότητας του Χριστού επιχειρήματά τους. Τότε ο Άγιος Σπυρίδων, ο απλός και ταπεινός αυτός επίσκοπος, θέλοντας να αποδείξει ότι ο Θεός είναι τριαδικός, ο Υιός είναι «ομοούσιος τω Πατρί» και ότι «εγεννήθη εκ του Πατρός προ πάντων των αιώνων», άρα δεν είναι κτίσμα Του, πήρε στα χέρια του ένα κεραμίδι. Κάνοντας δε το σημείο του σταυρού, έσφιξε το κεραμίδι λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός» και από το κεραμίδι βγήκε μία φλόγα. «Και του Υιού» και από το κεραμίδι έσταξε νερό. «Και του Αγίου Πνεύματος», και στο χέρι του έμεινε το χώμα. Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων εξήγησε με λόγια απλά: Το χώμα, το νερό και η φωτιά, δηλαδή τρία υλικά στοιχεία, έκαναν το ένα κεραμίδι. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αγία Τριάδα. Είναι ένας Θεός, αποτελείται όμως από τρία Πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ομοούσια μεταξύ τους. Άρα ο Υιός δεν είναι κτίσμα του Πατρός. Έτσι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, με τη συμβολή και του Αγίου Σπυρίδωνος, θέσπισε την ομοουσιότητα του Χριστού με τον Θεό Πατέρα και αναθεμάτισε τον Άρειο και όσους υποστήριξαν τις αιρετικές του απόψεις.

Ο Άγιος Τριμυθούντος έλαβε μέρος και στις εργασίες της Συνόδου που συνεκλήθη το 342-43 στη Σαρδική (σημερινή Σόφια) και υπέγραψε τα Πρακτικά της, όπως αναφέρει στη «Β’ Απολογία» του ο Μέγας Αθανάσιος.

Το μακάριο τέλος

Ήλθε όμως ο καιρός, η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλοσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη, να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες της. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με την κοίμηση του Αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιό του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμησή Του. Το λείψανό του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο και ευωδίαζε. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μία μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού, από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Το λείψανό του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο και ευωδίαζε

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος, αλλά χωρίς τον θησαυρό. Χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές, οι επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί, λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος το πήρε από τον ναό όπου φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσω της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου και ύστερα στην Κέρκυρα, γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκερα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακιά άχυρα, για τα οποία, σαν τον ρωτούσε κανείς, έλεγε πως ήταν τροφή για το υποζύγιό του.

Το λείψανο του Αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι’ αυτό και ο Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε πως εκεί ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και, πραγματικά, τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε έναν πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, άλλοτε συμπολίτη του, και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη, στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι, το ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη, από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το ιερό του σκήνωμα. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο.

Επίσης, και τα μάτια του αγίου, κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ’ όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμήν του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εκεί σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιε’ 3).

Άπειρα είναι τα θαύματά του. Γι’ αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών, που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανό του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση και ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο, για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μία κατά το Μ. Σάββατο, σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλης (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.

Το κείμενο έχει αναρτηθεί στο site του ναού του Αγίου Δημητρίου του Παλαιού Φαλήρου.

 

«Κάντε υπομονή, ο Άγιος Σπυρίδων θα μας φέρη ψάρια»

(Από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα»)

 

«Κάποτε, στο κουτλουμουσιανό κελί του Αγίου Σπυρίδωνος, το κερκυραίικο, ενώ είχε πλησιάσει η εορτή του αγίου, δεν είχαν βρει ακόμη ψάρια και οι πατέρες ανησυχούσαν. Τα καλογέρια έλεγαν στον γέροντα να αγοράσουν βακαλάο, μια που δεν βρήκαν ψάρια. Ο γέροντας τους έλεγε:

– Κάντε υπομονή, ο Άγιος Σπυρίδων θα μας φέρη ψάρια. Και συνέχεια έκανε κομποσχοίνι.

Ενώ είχαν χάσει πια την υπομονή τους τα καλογέρια και ήταν καταστεναχωρημένα, γιατί η ώρα είχε πλησιάσει και έπρεπε να μαγειρέψουν, ακούνε ξαφνικά να χτυπάν την πόρτα. Ανοίγουν και τι να ιδούν! Δύο ψαράδες με δυο πανέρια γεμάτα ψάρια να ζητάνε τον γέροντα. Φώναξαν οι υποτακτικοί τον γέροντα, αλλά οι ψαράδες είπαν:

– Δεν είναι αυτός ο γέροντας. Σ’ εμάς ήρθε ένας άλλος γέροντας και μας είπε: “Να πάτε τα ψάρια στο κελί του Αγίου Σπυρίδωνος, που πανηγυρίζει, και θα πληρωθείτε με καλή τιμή. Αν θέλετε, να σας δώσω και καπάρο”.

Ο γέροντας κατάλαβε το θαύμα και τους πέρασε στον ναό να προσκυνήσουν. Μόλις αντίκρισαν την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος είπαν:

– Να, αυτός ήταν ο γέροντας που μας είπε να φέρουμε εδώ τα ψάρια!

Τους λέει τότε ο Γέροντας:

– Αχ, βρε παιδιά, δεν παίρνατε το καπάρο από τον άγιο, για να το έχουμε ευλογία!»

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα», έκδ. «Ιερό Ησυχαστήριο» «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1993, σελ. 134.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ