O Παπουλάκος είναι μία από εκείνες τις προσωπικότητες του Έθνους και της Εκκλησίας που ακόμη γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθούν. Άρχισε τη δράση του στα 81 του χρόνια (!), προκαλώντας συμπάθεια στον απλό λαό και οργή στους Βαυαρούς. Τους Βαυαρούς του Όθωνος, οι οποίοι, αφού επιστράτευσαν στρατό για να τον συλλάβουν, τελικά τον φυλάκισαν σε ένα μικρό κελί στη Μονή Παναχράντου στην Άνδρου, λες και είχαν να κάνουν με τον μεγαλύτερο επαναστάτη του κόσμου. Ποιος ήταν, όμως, ο κρεοπώλης που φόρεσε το ράσο σε προχωρημένη ηλικία και ξεσήκωσε τα πλήθη κατά της βαυαροκρατίας;
Ο Χριστόφορος Παπουλάκος (το πραγματικό του όνομα ήταν Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος) γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και εργαζόταν ως κρεοπώλης. Ήταν τελείως αγράμματος όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Αρχικά μόνασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση.
Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει τον λόγο του Θεού, αλλά και να ξεκινήσει την επανάσταση κατά των ξένων. Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό του. Η δική του μάχη ήταν εναντίον της μοιχείας και της κλοπής και υπέρ της προσευχής, ενώ καυτηρίαζε την πολιτική της βαυαρικής κυβέρνησης, αλλά και την ανοχή που έδειχνε προς αυτήν η Σύνοδος της Εκκλησίας. Για τις θέσεις του παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματά του.
Έδινε μάχη εναντίον της μοιχείας και της κλοπής και υπέρ της προσευχής, ενώ καυτηρίαζε την πολιτική της βαυαρικής κυβέρνησης, αλλά και την ανοχή που έδειχνε προς αυτήν η Σύνοδος της Εκκλησίας
Ο Χρ. Παπουλάκος για έξι μήνες φαίνεται ότι πειθάρχησε, αλλά στη συνέχεια ξεκίνησε περιοδεία στη νότια Πελοπόννησο, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμου στο πέρασμά του. Ύστερα από πιέσεις, ο Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του γέροντος σε μοναστήρι. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Παπουλάκος κατέφυγε στη Μάνη προκειμένου να σωθεί. Η κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και έστειλε τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, με επιτελείο αξιωματικών, να τον συλλάβει. Ο στρατός έφτασε τη νύχτα, αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος από 2.000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών, με τη μάχη σε πολλές περιπτώσεις να δίνεται σώμα με σώμα.
Τελικά, στις 21 Ιουνίου 1852 ο Χρ. Παπουλάκος συνελήφθη από τον στρατό, ύστερα από προδοσία, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού Πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία. Το 1854 ο μοναχός εξορίστηκε σε ένα μοναστήρι στην Άνδρο, όπου και εκοιμήθη το 1861.
Η κίνηση για αγιοκατάταξη
Από τους πρώτους χρόνους της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες για την επίσημη αγιοκατάταξή του, την ανακομιδή των λειψάνων του και τη φιλοτέχνηση της εικόνας του, χωρίς όμως αποτέλεσμα για πολλές δεκαετίες. Η «αντιεξουσιαστική» δράση του γέροντος προκάλεσε πρόβλημα στην ευρύτερη επίσημη αναγνώρισή του. Αργά, αλλά σταθερά άρχισε να αποκαθίσταται η μνήμη του στη συνείδηση όχι μόνο των απλών πιστών, που ούτως ή άλλως πάντα πίστευαν στην αγιότητά του, αλλά και σε αυτή των ανώτατων εκκλησιαστικών ιεραρχών και σημαντικών προσωπικοτήτων. Υπάρχει πλήθος επίσημων αναφορών από αρχιερείς που αναγνωρίζουν το έργο του, ακόμα και την αγιότητά του.
Η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία παρέμειναν στο οστεοφυλάκιο της Μονής Παναχράντου, δεν έγινε με επισημότητα. Ύστερα από επιμονή των κατοίκων του χωριού του μοναχού, ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος, στις 12 Σεπτεμβρίου 1973, φρόντισε να μεταφερθεί η κάρα του στον ναό της Ιεράς Σκήτης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Άρμπουνα Κλειτορίας, το οποίο είχε χτίσει ο ίδιος. Έκτοτε πλήθος κόσμου προσέρχεται στο ορεινό χωριό και ασπάζεται την τιμία κάρα του, η οποία έχει τεθεί σε επίχρυση λειψανοθήκη και λέγεται ότι ευωδιάζει και θαυματουργεί, ενώ κοσμείται με πλούσια αναθήματα και άλλα τάματα.
Ακόμη οι αναφορές στο πρόσωπό του από την επίσημη Εκκλησία δεν είναι «θερμές». Μόνο ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προσπάθησε να αναδείξει την προσωπικότητά του.
Η «αντιεξουσιαστική» δράση του γέροντος προκάλεσε πρόβλημα στην ευρύτερη επίσημη αναγνώρισή του
Η ρώσικη παρέμβαση
Αυτή η επιφυλακτικότητα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι ο Χρ. Παπουλάκος κατηγορήθηκε ως φιλορώσος, σε μια περίοδο κατά την οποία Αγγλία και Γαλλία ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι στο νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας.
Τι είχε συμβεί; Η φήμη του Χρ. Παπουλάκου δεν έφτασε μόνο στα χωριά της Πελοποννήσου, αλλά απλώθηκε γρήγορα και έως τη Ρωσία, η οποία διά του πρεσβευτή της στην Αθήνα προσπάθησε να τον προσεταιριστεί. Ο Ρώσος πρεσβευτής ίδρυσε το 1833 την οργάνωση «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» με σκοπό να εμποδίσει τον Όθωνα να χωρίσει την Ελληνική Εκκλησία από το Πατριαρχείο.
Όμως, η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» απέβλεπε στον περιορισμό της αγγλικής επιρροής στη χώρα και στη στροφή της προς τη Ρωσία. Οι επικεφαλής της οργάνωσης προσέγγισαν τον Χρ. Παπουλάκο και τον έπεισαν να κηρύττει, μαζί με τον λόγο του Θεού, και τα συνθήματα της «Εταιρείας».
Η επιρροή τους στον γέροντα ήταν τέτοια, που σύντομα εκείνος μετατράπηκε σε μεγάλο εχθρό του Όθωνος και της Ιεράς Συνόδου. Στα κηρύγματά του αποκαλούσε τον βασιλιά «ψωριάρικο γίδι» και έλεγε ότι έπρεπε «να βαπτισθεί ή να εξοριστεί».
Τον Παπουλάκο, εκτός των πιστών, τον άκουγαν, όπως ήταν φυσικό, και κάποιοι λειτουργοί του κράτους, όπως νομάρχες, δάσκαλοι και αστυνομικοί, που έσπευσαν να ενημερώσουν την κυβέρνηση για την επικίνδυνη δράση του. Στις επιστολές που έστελναν περιέγραφαν αναλυτικά όσα κήρυττε και ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κόσμου.
Μάταια οι άνθρωποι του Όθωνος καλούσαν τον καλόγερο να παρουσιαστεί στην Ιερά Σύνοδο. Εκείνος αδιαφορούσε και συνέχιζε ανενόχλητος το έργο του. Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, άρχισαν οι προσπάθειες σύλληψής του. Όποιος επιχειρούσε, μετά από εντολή ή οικειοθελώς, να τον συλλάβει έπεφτε πάνω στο μαινόμενο πλήθος, που τον υποστήριζε. Οι πιστοί ήταν τόσο φανατισμένοι, που δεν δίσταζαν να θυσιάσουν και την ίδια τους τη ζωή, για να σώσουν τον «άγιό» τους.
Δεν είναι, δε, καθόλου τυχαίο ότι η σύλληψη του γέροντος «έκαιγε» τους Βαυαρούς, οι οποίοι την είχαν αναθέσει στον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, έναν θρύλο της Επανάστασης του 1821. Μάλιστα, στον τελευταίο δόθηκε το δικαίωμα να στρατολογήσει και άντρες της πολιτοφυλακής, για να μπορούν οι άντρες του στρατού και της χωροφυλακής να αφοσιωθούν στη σύλληψη του γέροντος.
Όταν ο Γ. Κολοκοτρώνης κατάλαβε ότι η σύλληψη του μοναχού μπορούσε να εξελιχθεί σε εμφύλια σύρραξη στην Πελοπόννησο, άλλαξε τακτική και προσέγγισε τους έμπιστούς του, τους οποίους προσπάθησε να πείσει ότι ο Χρ. Παπουλάκος δεν ήταν… άγιος! Πρώτος πείστηκε ο επίσκοπος Ασίνης Μακάριος, που μέχρι τότε ακολουθούσε πιστά τον γέροντα στις περιοδείες του και τον υποστήριζε φανατικά.
Ωστόσο, ο άνθρωπος που οδήγησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στον καλόγερο ήταν ένας παπάς, ο παπα-Βασίλαρος, που γνώριζε την κρυψώνα του. Λέγεται, δε, ότι δωροδοκήθηκε. Αν και παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη, ο καλόγερος δεν δικάστηκε ποτέ. Τον κράτησαν, όμως, σε απομόνωση, στη Μονή Παναχράντου στην Άνδρο. Έξω από το κελί του, όπως υποστηρίζουν σήμερα οι μοναχοί της Μονής, υπήρχε Βαυαρός χωροφύλακας σκοπός.