Αρχική » Ιερώνυμος: Nαι στον διάλογο, όχι στην καταπίεση και τη σιωπή

Ιερώνυμος: Nαι στον διάλογο, όχι στην καταπίεση και τη σιωπή

από kivotos

Του Πάνου Ευαγγέλου

 

Σε μια προσπάθεια να μην προστεθεί ακόμη ένα πρόβλημα στις δοκιμασίες του λαού, αυτό των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία, η Σύνοδος συναντήθηκε τελικά με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Παιδείας με στόχο να πέσουν οι τόνοι.

Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεχιστεί ο διάλογος, ωστόσο η πορεία των σχέσεών τους θα κριθεί και από τη στάση που θα κρατήσει η κυβέρνηση έναντι της Εκκλησίας. Όπως έχει γίνει γνωστό από το περιβάλλον του Αρχιεπισκόπου, η Ιεραρχία και πολύ περισσότερο ο ίδιος δεν πρόκειται να ανεχθούν καμία προσπάθεια απαξίωσης του ρόλου της Εκκλησίας και ιδίως αμφισβήτησης της προσφοράς της.

«Δεν θα ήθελα να συνεχισθεί αυτός ο τρόπος λειτουργίας Εκκλησίας και Πολιτείας, εκείνης δηλαδή από το έτος 1834 μέχρι σήμερα. Της καταπιέσεως, της αναγκαστικής σιωπής, της “βαβυλώνιας αιχμαλωσίας” ή της “υπό πατρωνίαν” διαβιώσεως», ανέφερε στην εισήγησή του προς την Ιεραρχία ο κ. Ιερώνυμος, επιμένοντας στους καθαρούς, διακριτούς ρόλους.

«Η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας, συνέχισε, συνερχομένη εις το μέσον μιας ταραχώδους και κρίσιμης εποχής για τον τόπο, την κοινωνία και την ανθρωπότητα γενικότερα, δεν είναι δυνατόν να αντιπαρέλθει και να μη λάβει υπ’ όψιν της μικρά και μεγάλα θέματα του καθημερινού δημόσιου λόγου και ιδιαίτερα τα μυθεύματα και τις ανώριμες σκέψεις ή, αν θέλετε, τις ιδεοληψίες και τα παράγωγά τους εις βάρος της Εκκλησίας μας, που θέλουν να μας γυρίσουν εικοσαετίες πίσω. Την ίδια ώρα που ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας μας κάνει λόγο για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, στο Κοινοβούλιο γίνονται ατέρμονες μονομαχίες για ουσιαστικά της ζωής θέματα και στον ημερήσιο Τύπο και τα ΜΜΕ υπεύθυνοι ή ανεύθυνοι μας βομβαρδίζουν με δημοσιεύματα και ξύλινους λόγους, στηριγμένοι σε μυθεύματα και μυθοπλασίες που τους ανέθρεψαν κατά το παρελθόν, πιστεύω ότι και το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας έχει χρέος να εκφράσει τις θέσεις της σε θέματα ουσίας και να εκζητήσει αυτά που της ανήκουν και της πρέπουν, όχι σήμερα, αλλά από αιώνες».

 

Οι άμοιροι νομικής παιδείας

Ειδική αναφορά έκανε ο κ. Ιερώνυμος για τον χωρισμό κράτους – Εκκλησίας. Για το κεφάλαιο αυτό παρέθεσε κείμενο του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ: «Το πρόταγμα του λεγομένου χωρισμού επαναλαμβάνεται από προφανώς αμοίρους νομικής παιδείας, οι οποίοι με εφαλτήριο το λεγόμενο θράσος αγνοίας τους θέτουν προς κατεδάφιση ό,τι συνιστά το κράτος Δικαίου, που επί διακόσια χρόνια σχεδόν πύργωσε ο λαός μας με αίμα και ιδρώτα. Τα κόμματα της Αριστεράς, με τη γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως…

Μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και κράτους -διάβαζε Έθνους-, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις όμως περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα, που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο, αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα, που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».

Επί της ουσίας παρατήρησε ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλά ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε «γνωστή θρησκεία».

Ο λόγος στον λαό

Ο κ. Ιερώνυμος, αν και επισήμως δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε για δημοψήφισμα, κάλεσε την κυβέρνηση, αν επιθυμεί οποιαδήποτε αλλαγή στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας, να απευθυνθεί στον λαό. «Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει, τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις. Το ζήτημα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε μείζον θέμα για δύο ολόκληρες χιλιετίες και προκάλεσε πάντοτε απρόβλεπτες πολιτικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές εντάσεις, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίσθηκε από τις δύο πλευρές με δογματική ιδεολογική ή εκκλησιαστική εσωστρέφεια. Οι σοβαρότερες κρίσεις σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας πάντοτε κατέληξαν σε συμβατικές ρυθμίσεις μετά από οξύτατες και αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες υπήρξαν πάντοτε οδυνηρές για τους χριστιανικούς λαούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης και με σύγχρονες προοπτικές».

 

Τα οικονομικά της Εκκλησίας

Με αφορμή τα οικονομικά της Εκκλησίας και τα όσα ακούγονται για αυτά, ο κ. Ιερώνυμος τόνισε προς την Ιεραρχία: «Η οικονομική ασφυξία που έχει πλήξει τη χώρα μας ήταν φυσικό να πλήξει και τον οικονομικό οργανισμό της Εκκλησίας μας, τον ΟΔΕΠ. Τα οικονομικά του έτους 2015 έχουν ως εξής: Έσοδα: 8.007.667,42 ευρώ. Έξοδα: 10.010.807,30 ευρώ. Χρέος: 2.003.139,88 ευρώ. Φόροι: 3.050.590,98 ευρώ. Ευχή όλων μας είναι η κατάστασις να μην οδηγήσει εις απόλυση υπαλλήλων από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Είναι όμως ανάγκη συγκρότησης μόνιμης επιτροπής για ενασχόληση με το θέμα αυτό».

 

Φιλανθρωπικό-Κοινωνικό Έργο

Η φιλανθρωπία και η κοινωνική πρόνοια της Εκκλησίας παρουσιάζει την εξής εικόνα σε όλη τη χώρα: Σύνολο Μονάδων: 3.738. Σύνολο επωφελουμένων ατόμων: 1.267.147. Το 2015 δαπανήθηκε για το επιτελούμενο έργο συνολικό ποσό 126.041.801,73 ευρώ, ενώ τη δεκαετία 2005-2015, το συνολικό ποσό ανήλθε στο 1.130.422.739,83 ευρώ. Η βαριά φορολογία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο πολλών από αυτά τα ιδρύματα. Απαιτείται συγκρότηση μόνιμης επιτροπής για συζήτηση με την Πολιτεία για το έργο αυτής της διακονίας.

 

Το μάθημα των Θρησκευτικών και η Γερμανία

Πολλές φορές στον δημόσιο διάλογο ακούγεται το επιχείρημα ότι οι προωθούμενες αλλαγές στην προοπτική της εκκοσμικεύσεως του κράτους απορρέουν από το ευρωπαϊκό Δίκαιο και ότι τρόπον τινά αυτό αποτελεί τρόπο εναρμονίσεως της εγχώριας νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή.

Αν μελετήσει κανείς όμως σχετικά ισχύοντα νομοθετικά κείμενα άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καταλήξει σε άλλα συμπεράσματα.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, βασικός και ισχυρός πυλώνας της Ένωσης, καταβάλλει ετησίως διόλου ευκαταφρόνητα ποσά ως αποζημίωση για την αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα, για τον λόγο αυτό οι κρατικές παροχές για το έτος 2013 ήταν περίπου 470 εκατ. ευρώ. Τα έσοδα από την εκκλησιαστική φορολογία υπολογίζονται περίπου στο εικοσαπλάσιο.

Η Εκπαίδευση αποτελεί, βάσει του άρθρου 7 του Γερμανικού Συντάγματος, ευθύνη του κράτους, η οποία όμως δεν παραγνωρίζει ούτε τον ρόλο των κηδεμόνων-γονέων των παιδιών ούτε των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η παράγραφος 3 είναι χαρακτηριστική: «3. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, με εξαίρεση τα ελεύθερα ομολογίας σχολεία (ειδική κατηγορία σχολείων), είναι κανονική διδακτική κατεύθυνση. Χωρίς να παραβλάπτεται το δικαίωμα ευθύνης του κράτους, η διδασκαλία των Θρησκευτικών γίνεται σε απόλυτη συμφωνία με τις αρχές των θρησκευτικών κοινοτήτων. Κανένας εκπαιδευτικός δεν επιτρέπεται να υποχρεώνεται να διδάξει Θρησκευτικά ενάντια στη θέλησή του».

Το μάθημα, λοιπόν, των Θρησκευτικών γίνεται σε σχέση κάι συμφωνία με τις θεμελιώδεις αρχές της εκάστοτε θρησκευτικής οντότητας, διατηρουμένου του δικαιώματος της κρατικής επίβλεψης.

Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι στα δημόσια σχολεία κανονικό, τακτικό μάθημα, και έτσι εξασφαλίζεται ως θεσμός, που έχει την αρχή του στο ίδιο το δημόσιο-κρατικό Δίκαιο. Επιβάλλεται λοιπόν εκ του Συντάγματος της χώρας να υπάρχει το μάθημα των Θρησκευτικών και δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε νομοθέτη να το επιτρέψει ή όχι. Με αυτόν τον τρόπο το μάθημα είναι συστατικό μέρος του σχολείου γενικότερα, ακριβώς όπως όλα τα υπόλοιπα υποχρεωτικά μαθήματα, με τα οποία απολαμβάνει την ίδια περιωπή. Το εκάστοτε κρατικό συμβόλαιο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του μορφωτικού καθιδρύματος-οντότητος, την ευθύνη παροχής του μορφωτικού αγαθού, συμπεριλαμβάνει την ευθύνη για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Στο πλαίσιο του άρθρου 7 που αναφέρθηκε γίνεται ξεκάθαρο ότι στους μαθητές, στους κηδεμόνες και στις θρησκευτικές οντότητες αναγνωρίζεται το δικαίωμα για απαίτηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Αυτό έχει και το νόημα ότι το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της εκάστοτε θρησκευτικής οντότητος.

Αξίζει επίσης να επισημάνουμε τα εξής, τα οποία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τη νομική μεταχείριση του μαθήματος των Θρησκευτικών.

α) Το μάθημα αυτό είναι υποχρεωτικό με εξασφαλισμένη από το Σύνταγμα τη δυνατότητα προσωπικής άρσης της υποχρεωτικότητας, με δήλωση των κηδεμόνων των μαθητών. Το δικαίωμα όμως της μερικής απαλλαγής δεν βασίζεται σε καμία περίπτωση στο αν επιθυμεί κάποιος ή όχι να μετέχει στο μάθημα, αλλά στη θεμελιώδη αναγνώριση της ελευθερίας της συνειδήσεως και της πίστεως. Άρα, αναιτιολόγητη δυνατότητα απαλλαγής δεν υφίσταται στο γερμανικό Δίκαιο.

β) Υπάρχει μόνο η δυνατότητα της ομολογιακά ή θρησκειακά συνδεδεμένης διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο μάθημα να γίνονται δεκτά και παιδιά άλλων ομολογιών που αποτελούν μειονότητα, εάν υπάρχει η συγκατάθεση των γονέων ή κηδεμόνων. Με αυτόν τον τρόπο δίδεται και η δυνατότητα γνώσης των άλλων θρησκειών παρά τον σαφή ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος.

γ) Οι θεολόγοι δάσκαλοι και καθηγητές του μαθήματος προκειμένου να το διδάξουν χρειάζονται τη σχετική άδεια από τον οικείο επίσκοπο της Ρωμαιοκαθολικής ή της εκάστοτε Προτεσταντικής Εκκλησίας. Οι ορθόδοξοι δάσκαλοι Θρησκευτικών σε γερμανικά σχολεία οφείλουν να έχουν τη σχετική άδεια από τον εκάστοτε Μητροπολίτη Γερμανίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ανεξαρτήτως εθνικότητας και προέλευσης.

δ) Όταν δεν συμπληρώνεται ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός μαθητών (π.χ. στη Βάδη-Βυρτεμβέργη οκτώ) για τον διορισμό από το κράτος καθηγητού Θρησκευτικών, τότε υπάρχει η δυνατότητα να γίνει μάθημα με ευθύνη της θρησκευτικής κοινότητας, χωρίς να υπάρχει αμοιβή από το κράτος για τον δάσκαλο των Θρησκευτικών. Κατά συνέπεια, ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος δεν θίγει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Διακριτοί ρόλοι

Σύμφωνα με όσα είπε στην Ιεραρχία ο κ. Ιερώνυμος, οι διακριτοί ρόλοι υπάρχουν και μάλιστα επικαλέστηκε για να υπερασπιστεί τις θέσεις του το βιβλίο του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου: «Οι διακριτοί ρόλοι ήδη υπάρχουν, όπως αναφέρει ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο βιβλίο του “Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας”. Κατ’ αυτόν, “οι διακριτοί ρόλοι προκύπτουν από τη συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου, δηλαδή από τη συνταγματική και έννομη τάξη, και ευρίσκονται στα όρια εκκοσμικεύσεως των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, υφισταμένου του πολυθρύλητου διαχωρισμού”. Οι συμβατικές αυτές ρυθμίσεις καθόρισαν πάντοτε τα όρια των “διακριτών ρόλων” της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας στο ενιαίο σώμα των χριστιανικών λαών, για να προλαμβάνονται ή να περιορίζονται ανεπιθύμητες συγχύσεις ή αυθαίρετες υπερβάσεις των θεσμικών ορίων, οι οποίες ζημιώνουν δυστυχώς όχι μόνον τις διμερείς σχέσεις τους, αλλά και την ιδιαίτερη αναφορά τους στους χριστιανούς πολίτες του κράτους. Η έννοια και το περιεχόμενο των συμβατικών ρυθμίσεων διαμορφώθηκαν με διαφορετικά πολιτικά, εκκλησιαστικά, εθνικιστικά ή ιδεολογικά κριτήρια δύο συναπτών χιλιετιών, γι’ αυτό προσαρμόσθηκαν στα αντίστοιχα κριτήρια κάθε εποχής και καθόρισαν με διαφορετικούς τρόπους τόσο την έννοια όσο και το περιεχόμενο κάθε συγκεκριμένης συμβατικής ρυθμίσεως, ήτοι από την αντιθετική ή και εχθρική σχέση μέχρι την αρμονική συζυγία στη θεσμική λειτουργία. Έτσι, άλλη ήταν η θέση της Εκκλησίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την εχθρική στάση της κρατικής ηγεσίας έναντι των χριστιανών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, άλλη ήταν η θέση της Εκκλησίας στη βυζαντινή αυτοκρατορία, με την αρμονική, αλληλέγγυα συζυγία των θεσμικών λειτουργιών της κρατικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας, και άλλη η θέση της Εκκλησίας ή της θρησκείας γενικότερα μετά τους νεότερους χρόνους, με την προβολή ή και την επιβολή των εθνικιστικών ή των ιδεολογικών κριτηρίων της εκκοσμικευμένης πολιτικής θεωρίας στις δομές και στις λειτουργίες του σύγχρονου κράτους.

Υπό την έννοια αυτή, οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στο νεότερο ελληνικό κράτος δοκιμάσθηκαν σε όλα τα επίπεδα του νομοθετικού-πολιτειοκρατικού συνδρόμου της κρατικής εξουσίας για τις σχέσεις της με την Εκκλησία, το οποίο προκάλεσε επικίνδυνες συγχύσεις, όχι μόνο στους διακριτούς ρόλους τους, αλλά και στη συνείδηση του ευλαβούς ελληνικού λαού. Οι συγχύσεις αυτές προέβαλλαν πάντοτε τα ιδεολογικά κριτήρια του νεότερου νομικού πολιτισμού, για να αμφισβητήσουν ή για να περιορίσουν τον παραδοσιακό θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, αλλά το ιστορικό βάθος της πνευματικής σχέσεώς του με την Ορθοδοξία αποδυνάμωσε ή και ακύρωσε με όρους κοινωνίας ό,τι επιβαλλόταν με όρους ιδεολογίας.

Εν τούτοις, οι απρόβλεπτες αυτές δοκιμασίες της Εκκλησίας και από τις ορθόδοξες κυβερνήσεις απειλούσαν και τον εσώτατο σκληρό πυρήνα της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, γιατί απειλούσαν την απρόσκοπτη λειτουργία της παραδοσιακής πνευματικής της σχέσεως με το εκκλησιαστικό της σώμα. Η κοινή όμως αναφορά της Πολιτείας και της Εκκλησίας στο ίδιο σώμα, δηλαδή τον λαό, δεν καταργεί και την ιδιαιτερότητα της αποστολής τους.

Αποστολής που προσδιορίζει και την ειδοποιό διαφορά της σχέσεως με το κοινό τους σώμα, δηλαδή τον λαό. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά; Η Πολιτεία γεννιέται από τους πολίτες της, ενώ η Εκκλησία γεννάει τα μέλη της. Συνεπώς, ενώ η σχέση της πολιτικής εξουσίας με τους πολίτες είναι συμβατική, η σχέση της Εκκλησίας με τα μέλη της είναι μητρική, γι’ αυτό οι ρόλοι τους είναι όχι μόνο διακριτοί, αλλά και διαφορετικοί, αφού η οποιαδήποτε σύγχυση ρόλων απειλεί την ταυτότητα και των δύο θεσμικών εκφράσεων μιας συντεταγμένης πολιτείας.

Όλοι γνωρίζουμε ότι οι επικίνδυνες συγχύσεις της περιόδου της πρόσφατης δικτατορίας στη χώρα μας κατέστησαν αισθητότερη την ανάγκη συμβατικής ρυθμίσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στη συνταγματική κατοχύρωση των διακριτών ρόλων τους στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών. Η προετοιμασία λοιπόν ενός συγχρόνου σχεδίου Συντάγματος για τον εκσυγχρονισμό του κράτους αποφασίσθηκε από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, γι’ αυτό χαρακτηρίσθηκε Συντακτική η Βουλή που προέκυπτε από τις εκλογές του 1974, ενώ ζητήθηκε από τα κόμματα η υποβολή σχετικών προτάσεων. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκαν και οι προτάσεις για την προσαρμογή των παραδοσιακών σχέσεων στις αρχές του νομικού πολιτισμού για τις σχέσεις της κρατικής εξουσίας με τη θρησκεία, με γνώμονα μάλιστα την πλήρη κατοχύρωση τόσο της θεμελιώδους αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας όσο και των αρχών της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπό την έννοια αυτή, η προκύψασα από τις εκλογές του 1974 Βουλή ήταν Συντακτική και έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στην επεξεργασία του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος, η οποία ανατέθηκε σε μια πολυμελή κοινοβουλευτική επιτροπή, με την αποστολή μάλιστα να αξιοποιήσει όλες τις προτάσεις των κομμάτων και για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.

Οι επικίνδυνες συγχύσεις της περιόδου της πρόσφατης δικτατορίας στη χώρα μας κατέστησαν αισθητότερη την ανάγκη συμβατικής ρυθμίσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στη συνταγματική κατοχύρωση των διακριτών ρόλων τους στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών

 

Οι οκτώ προτάσεις του κ.κ. Ιερώνυμου για την πορεία της Εκκλησίας:

  1. «Δεν θα ήθελα να συνεχισθή αυτός ο τρόπος λειτουργίας Εκκλησίας και Πολιτείας, εκείνης δηλαδή από το έτος 1834 μέχρι σήμερα. Της καταπιέσεως, της αναγκαστικής σιωπής, της “βαβυλώνιας αιχμαλωσίας” ή της “υπό πατρωνίαν” διαβιώσεως».
  2. «Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας. Η Εκκλησία “δεν χωρίζεται από τα παιδιά της”. Όποιος θέλει αποχωρεί. Όποιος θέλει επιστρέφει».
  3. «Να καθιερωθεί ο τρόπος των διακριτών ρόλων, που εν μέρει λειτουργεί σήμερα, αλλά των καθαρών διακριτών ρόλων, με τάση συνεργασίας όταν το χρειάζεται ο λαός μας».
  4. Τρόπος στελέχωσης της Εκκλησίας.
  5. Αξιοποίησις της εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας, σε συνεργασία με την Πολιτεία.
  6. Αντιμετώπισις των παρενεργειών των αποφάσεων της κοσμικής Δικαιοσύνης.
  7. Υλοποίηση της ληφθείσης αποφάσεως στη Βουλή την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016 σύμφωνα με την οποία θα συνεχισθεί η συνεργασία μέσα από αμοιβαίο διάλογο Εκκλησίας – Πολιτείας, από μηδενική βάση, για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.

8.  «Η αποστολή της Εκκλησίας μας είναι καθορισμένη. Αυτήν θα ακολουθήσουμε σταθερά κάτω από οποιεσδήποτε κοσμικές συνθήκες. Πυλώνες μας θα συνεχίσουν να είναι: α) Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη διανοία σου, β) Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν και γ) Ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι».

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ