Το μοναστήρι της Αρτοκωστάς ή Ορθοκωστάς αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα και πιο αντιπροσωπευτικά μοναστικά κέντρα της Κυνουρίας με διατηρημένη την παραδοσιακή μορφή του. Η μονή απέχει από τον Άγιο Ανδρέα 12 χιλιόμετρα, από το Λεωνίδιο 52 χλμ. και από το Άστρος 21 χλμ. Η μονή ανήκει στην κοινότητα Πραστού. Εκκλησιαστικώς υπάγεται σήμερα στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, ενώ κατά τον Μεσαίωνα ανήκε στη Μητρόπολη Μονεμβασίας, και πιο συγκεκριμένα στην Επισκοπή Ρέοντος και Πραστού.
Υπάρχουν δύο μονές αφιερωμένες στην Παναγία: η σημερινή, η οποία έχει μετατραπεί σε ανδρώα Ορθοκωστάς, και η πρώτη, η παλαιά βυζαντινή, κτισμένη σε απόσταση 3 χιλιομέτρων βορειοανατολικά, η οποία, σε διάκριση από τη νεότερη, λεγόταν «Κάτω Παναγιά» και σήμερα είναι ερειπωμένη.
Το όνομα της μονής –παλαιάς και νέας– παραδίδεται μέσα από την προφορική παράδοση, ως «Ορθοκωστά» ή «Αρτοκωστά». Στην επένδυση της εικόνας της Παναγίας που συνδέεται από παλιά με το μοναστήρι, γνωστής με την επωνυμία «La Beata Vergine delle Grazie» (η οποία έχει μεταφερθεί στην Ιταλία και σήμερα κοσμεί τον ναό του San Samuele στη Βενετία), η Παναγία αναφέρεται ως «Μήτηρ Θεού η Αρτοκωστά».
Η νέα μονή ιδρύθηκε το έτος 1617, οπότε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεος Β’ απέλυσε σχετικό σιγίλλιο, από το οποίο μαθαίνουμε, μάλιστα, και τον κτήτορα της νέας μονής, τον Νικόλαο Μπελόκα, ο οποίος έγινε μοναχός με το όνομα Νικηφόρος και πέθανε στη μονή το 1630.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η μονή κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία, που έφτανε μέχρι το Γεράκι και, εκτός από τα εγγύς της, άγγιζε τον Μαλεβό. Κατείχε κτήματα με εκκλησία και σπίτια στον Γιαλό, είτε προς τον Άγιο Ανδρέα είτε στην παραλία Τυρού.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα, τα τσακώνικα μοναστήρια που ήταν πολύ κοντά στα επαναστατικά κέντρα (Πραστός, Τυρός, Σίταινα, Λεωνίδιο), μετείχαν στις προεπαναστατικές κινήσεις και τελικά στην Επανάσταση του ’21. Στην Ορθοκωστά, ο ηγούμενος Ιωάσαφ Κανέστρας είχε εξοπλίσει ειδικό σώμα 50 αγωνιστών και το συντηρούσε με έξοδα της μονής. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι το σώμα αυτό και ο ηγούμενος ο ίδιος έλαβαν μέρος σε μάχες: στην έφοδο της Τριπολιτσάς και στην πολιορκία του Ναυπλίου. Τρεις από τους μοναχούς της σκοτώθηκαν στις μάχες. Το 1826 η επάνω μονή πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ και το καθολικό που είχε ιδρύσει ο Ν. Μπελόκας καταστράφηκε.
Από την εποχή της ίδρυσης της πάνω μονής και μέχρι τον απελευθερωτικό αγώνα, εξελίχθηκε σε πλούσιο μοναστικό κέντρο. Προεπαναστατικά και στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο Έθνος, βοηθώντας με τρόφιμα, παρέχοντας φιλοξενία για στρατωνισμό των αγωνιστών και συμπαραστεκόμενη στους Χριστιανούς της περιοχής. Για τη συμβολή της αυτή δέχθηκε ως αντίποινα την επιδρομή ανδρών του Ιμπραήμ, που την πυρπόλησαν (1826), σύμφωνα και με επιγραφή στον εξωνάρθηκα του καθολικού.
Η εικόνα της Παναγίας
Είναι μια από τις τρεις σημαντικότερες βυζαντινές εικόνες που σε διαφορετικές εποχές και για διαφορετικούς λόγους μεταφέρθηκαν σε ισάριθμους ναούς της Βενετίας, όπου παραμένουν έως σήμερα και αποτελούν σημαντικά κειμήλια της λατρείας, της τέχνης και του πολιτισμού της βυζαντινής Ανατολής (εκτός από την Αρτοκωστά που μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στο ναό San Samuele, οι άλλες είναι η Νικοποιός από την Κωνσταντινούπολη που μεταφέρθηκε στον Άγιο Μάρκο και η Παναγία από τον Χάνδακα της Κρήτης που είναι στην εκκλησία Salute). Τις περιπέτειες και τις μετακινήσεις της πολύπαθης εικόνας στη Βενετία παρακολουθούμε μέσα από τα αρχεία του Πατριαρχείου της Βενετίας και του ναού του Αγίου Στεφάνου.
Κατά την επιδρομή των Τούρκων στην Πελοπόννησο, ο στρατηγός του δεσπότη (capitano del detto despoto), ονόματι «Protocastora», παρέλαβε τη σεβάσμια εικόνα και τη μετέφερε στο Ναύπλιο, στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, όπου ετιμάτο η γιορτή της με μεγάλη λαμπρότητα την 15η Αυγούστου. Αλλά, ως εκ θαύματος, όπως λέει η παράδοση, η εικόνα μετεπήδησε από αυτήν την εκκλησία στον ναό των Αγίων Αποστόλων και παρέμεινε εκεί μέχρι το έτος 1541, όταν με συνθήκη παρέδωσαν οι Ενετοί το Ναύπλιο στους Τούρκους. Προνοητής του Ναυπλίου ήταν κατά το έτος αυτό ο Francesco Barbaro, ο οποίος, φεύγοντας στη Βενετία μαζί με πολλούς Έλληνες, μετέφερε και την εικόνα.
Η βιβλιοθήκη
Στη βιβλιοθήκη της μονής υπάρχουν χειρόγραφα του 16ου – 18ου αιώνα, σιγίλλιο του πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ (1820), παλαιές εικόνες κ.ά., τα οποία ρίχνουν φως στην ιστορία του μοναστηριού. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ενώθηκαν με τη μονή δύο άλλα σεβάσμια ησυχαστήρια της μονής: οι μονές Αγίου Δημητρίου Ρεοντινού και Αγίου Ιωάννου του Κλεισουρίου, των οποίων έγγραφα και κειμήλια διατηρούνται στη μονή Ορθοκωστάς. Σε κώδικα του 1743 της μονής Ρεοντινού διαβάζουμε τα ακόλουθα: «1853: εν μηνί Μαΐω κη’ ημέρα Πέμπτη εν η και η εορτή της Αναλήψεως, περί τον όρθρον εν τοις Καλυβίοις Αγίου Ανδρέα εκοιμήθη μετά πενθήμερον ασθένειαν ο ηγούμενος της μονής ταύτης του Ρεοντινού, Παρθένιος Γιαννιάς ιερομόναχος (…) επιζώντων δ’ εν τη μονή ταύτη κατ’ εκείνον τον χρόνον δύο μόνον μοναχών (…) επροτάθη η μετά της ιεράς μονής Ορθοκωστάς ένωσις τούτων και της μονής μεθ’ όλων των κινητών και ακινήτων πραγμάτων. Τη 16 Ιουνίου 1853». Και ακολουθούν οι υπογραφές.
Το σκευοφυλάκιο
Στο σκευοφυλάκιο είναι αποθησαυρισμένα τίμια λείψανα των Αγίων Δημητρίου του Μυροβλύτου, Δημητρίου του Νεομάρτυρος, Αθανασίου Αθωνίτου, Παντελεήμονος, Νικολάου, Τρύφωνος, Αναργύρων, Ξένης, Κυριακής, Κοδράτου, κ.ά. Στο «Κατάστιχον» της 1ης Φεβρουαρίου του 1828 καταγράφονται τα ιερά σκεύη της. Ασημένια: ευαγγέλιο, δισκοπότηρο, 7 σταυροί, δίσκος, 4 καντήλια, κουτί με άγια λείψανα και μία πλάκα. Επίσης πολλά ιερά άμφια και μερικά απλά εκκλησιαστικά βιβλία. Σήμερα φυλάσσονται σε ειδική θήκη κεντημένα άμφια: επιτραχίλιο και μέγα αρχιερατικό ωμοφόριο, που ανήκε σε αρχιερέα της Ρέοντος. Ακόμη, στο «Κατάστιχον» καταγράφεται η μεγάλη κτηματική περιουσία της μονής.