Αρχική » Ο ανύπαρκτος κρίνος της Παναγίας

Ο ανύπαρκτος κρίνος της Παναγίας

από kivotos

Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Βελέτζα, ιεροκήρυκα Ι.Μ. Κερκύρας και διευθυντή Προσωπικού της Ι. Συνόδου

 

Πολλοί πιστεύουν ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατούσε, κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, κρίνο, τον οποίο της προσέφερε. Αυτή η λαθεμένη άποψη, που δεν έχει έρεισμα ούτε στην Κ. Διαθήκη (Λουκ. 1.26-38) ούτε στη χριστιανική γραμματεία, έχει καταστεί προ πολλού αστικός μύθος, ο οποίος αναπαράγεται, δυστυχώς, ακόμα και στα σχολεία από δασκάλους και -χειρότερα- από θεολόγους και προέρχεται από την ανάγνωση, με ανατολικά κριτήρια, της μετά την Αναγέννηση δυτικής ζωγραφικής.

Η ανατολική ορθόδοξη εικονογραφία, που ονομάζεται «βυζαντινή», ακόμα και αν αναφέρεται σε έργα σύγχρονα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Συνεπώς, επειδή, όπως αναφέρει ο Αγ. Ειρηναίος της Λυών, «Ημίν δε σύμφωνος τη γνώμη η ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην», και φαίνεται στην εικονογραφία με τη σειρά της, αποτελεί έκφραση της ορθόδοξης πίστης και διδασκαλίας, όπως περίτρανα διακήρυξε ο Μέγας Βασίλειος (Λόγος εις τον Άγιον Μάρτυρα Θεόδωρον, PG 31.489). Η εικόνα, επομένως, διηγείται κάθε τι μεταχειριζόμενη τις δικές της περιγραφές και αλληγορίες και περιγράφει τους αγγέλους ανθρωπόμορφους, επειδή ως άνθρωποι εμφανίστηκαν και συνομίλησαν με πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Τους εικονίζει με φτερά, για να δείξει ότι δεν είναι επίγεια, αλλά επουράνια πλάσματα. Κρατούν ραβδί, διακριτικό του αγγελιοφόρου από αρχαιοτάτων χρόνων και φέρουν φωτοστέφανο, που δηλώνει τον παρά του Θεού φωτισμό.

Τα ίδια χαρακτηριστικά παρατηρούμε και στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, στην εικόνα του Ευαγγελισμού, όπου απεικονίζεται σε διπλή κίνηση: κατεβαίνει από τον ουρανό, με το ένα φτερό χαμηλωμένο και το άλλο ανασηκωμένο, και βαδίζει προς τη Θεοτόκο, με το ένα πόδι προτεταμένο και το άλλο αρκετά πίσω από το κέντρο βάρος του σώματός του. Στο αριστερό του χέρι βαστά το ραβδί και με το δεξί ανασηκωμένο χαιρετά την Παναγία. Αντίστοιχη με την περιγραφή του Ευαγγελίου είναι και η στάση της Παναγίας. Απορεί με το παράδοξο της είδησης και συναινεί στην κλήση του Θεού.

Στη δυτική παράδοση η εικονογραφία δεν συνδέθηκε με τη λατρεία, ούτε αποδέχθηκε στο σύνολό της τη θεολογία των εικόνων. Το 599 ο επίσκοπος της Μασσαλίας Σεβήρος, για πρώτη φορά στην ιστορία, προέβη σε καταστροφή των εικόνων. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Διάλογος τού έγραψε ότι οι εικόνες δεν πρέπει να προσκυνούνται, ούτε όμως και να καταστρέφονται, γιατί είναι διδακτικές για τους αγράμματους. Η Σύνοδος της Φρανκφούρτης (794) απέρριψε ως αιρετική τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι, η εικονογραφία περιορίστηκε ως διακοσμητική τέχνη κυρίως και δευτερευόντως διδακτική. Η γοτθική αρχιτεκτονική της εποχής, με τα μεγάλα ανοίγματα και τις ελάχιστες και σε μεγάλο ύψος επιφάνειες, την έθεσε στο περιθώριο.

Από τον Καρλομάγνο έως τις αρχές του 14ου αι., στην εικονογράφηση των ναών η Δύση δανείζεται την τέχνη της Ανατολής απευθείας, προσκαλώντας βυζαντινούς καλλιτέχνες ή αντλώντας από τη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική και τα ψηφιδωτά της περιόδου. Από το β’ μισό του 13ου αιώνα αρχίζει να αποσυνδέεται από τις βυζαντινές επιδράσεις, μιμούμενη το «ζωντανό πρότυπο της φύσεως». Το έργο του Giotto αποτελεί την εμπέδωση της ρήξης με τη βυζαντινή τέχνη. Στην εικόνα του Ευαγγελισμού αναπαριστά το γεγονός με εντελώς νατουραλιστική προοπτική, παραμένοντας πιστός στη διήγηση του Ευαγγελίου. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ υποκλίνεται, με συμμετρικά κατεβασμένα τα φτερά και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς να κρατεί ραβδί ούτε κάτι άλλο.

Στην ουσία, προορισμένη στον διακοσμητικό κυρίως χαρακτήρα, αφού ακόμα και ο μεγάλος ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την τιμή και την προσκύνηση των εικόνων, με εξαίρεση την εικόνα του Χριστού (Summa Theologica, III, q. 25).

Η δυτική εικονογραφία ενδιαφέρεται περισσότερο να συγκινήσει τους θεατές χρησιμοποιώντας την καλαισθησία και το συναίσθημα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία κάπου στην εικόνα ενός βάζου με κρίνους (που από την αρχαιότητα συμβολίζουν την αγνότητα) ή ο μετασχηματισμός της ράβδου -σύμβολο του αγγελιοφόρου- σε μίσχο που φέρει κρίνους εναλλάσσεται καθ’ όλη την περίοδο από τον 13ο αιώνα και εξής, χωρίς ιδιαίτερο λόγο και προφανώς ανάλογα από τα πρότυπα που είχε στη διάθεσή του ο κάθε καλλιτέχνης. Στη Ρώμη, π.χ., στο βυζαντινό ψηφιδωτό του Ευαγγελισμού στον ναό του Αγίου Παύλου εκτός των τειχών ο Pietro Cavallini (1259-1330) φιλοτεχνεί τον Αρχάγγελο Γαβριήλ να κρατεί ράβδο και δίπλα στον θρόνο της Παναγίας ανθοδοχείο με κρίνους. Ο Giotto (1266-1337), λίγο αργότερα, αφαιρεί το ραβδί. Ενάμιση περίπου αιώνα αργότερα, ο Melozzo da Forli (1438-1494) φιλοτεχνεί στο Πάνθεον της Ρώμης τον Γαβριήλ να κρατεί κρίνο, όπως και ο Leonardo da Vinci (1452-1519) σε εξαίσιο εξ επόψεως αισθητικής, αρχιτεκτονικής, συμμετρίας, προοπτικής και χρωμάτων πίνακά του. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), παρόλο που δραστηριοποιείται στην Ισπανία, μετερχόμενος ιδιότυπη τεχνοτροπία, ζωγραφίζει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ με ραβδί, διατηρώντας τη βυζαντινή παράδοση που ακολούθησε κατά την πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του παραγωγής, πριν εγκαταλείψει τη γενέτειρά του Κρήτη. Τέλος, στην εικόνα του Ευαγγελισμού που ζωγράφισε το 1628 ο διάσημος Φλαμανδός ζωγράφος Peter Paul Rubens (1577-1640), ο Αρχάγγελος Γαβριήλ δεν κρατεί ραβδί ούτε κρίνο.

Η εικονογραφία στην Ελλάδα έως και τον 19ο αιώνα ακολουθεί τη βυζαντινή παράδοση. Ακόμα και οι εικόνες της λεγόμενης «λαϊκής τέχνης» αγνοούν παντελώς τον κρίνο. Στις χώρες όπως η Ρωσία που διατηρούσαν δεσμούς με τη Δύση για λόγους πολιτικούς ή θρησκευτικούς (ουνία), παρατηρούνται σποραδικά εικόνες του Ευαγγελισμού όπου ο Γαβριήλ κρατεί κρίνο αντί για ράβδο. Με την άφιξη των Βαυαρών ήλθε φυτευτή μαζί με την αρχιτεκτονική και η ζωγραφική της πατρίδας του νέου βασιλέως, παραμερίζοντας την «κακότεχνη» λαϊκή τέχνη.

Πέρασαν πάνω από εκατό χρόνια ώσπου να αρχίσει ο Κόντογλου να φωνάζει για την επιστροφή στη διαχρονική παράδοση της εικονογραφίας μας. Η εξάπλωση, ωστόσο, της δυτικότροπης θρησκευτικής ζωγραφικής, μέσω της καθιέρωσης της βαυαρικής ζωγραφικής, σε συνδυασμό με τη διάδοση της επίσης δυτικότροπης ρωσικής τεχνοτροπίας, μέσω της καλλιτεχνικής παραγωγής των εργαστηρίων του Αγίου Όρους, συνετέλεσαν στο να γεμίσουν οι ναοί και τα σπίτια, για μακρά περίοδο, από εικόνες του Ευαγγελισμού στις οποίες ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά κρίνο αντί για ράβδο. Αν προσθέσουμε τις έντυπες χάρτινες εικόνες, που έως και τη δεκαετία του 1980 προέρχονταν από δυτικά τυπογραφεία ή δανείζονταν αντίστοιχα πρότυπα (για λόγους που συνδέονται με την καθ’ ημάς αργοπορία στην υιοθέτηση των νέων μεθόδων τυπογραφίας), γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της ακούσιας παραπληροφόρησης.

Η εξάπλωση, ωστόσο, της δυτικότροπης θρησκευτικής ζωγραφικής, μέσω της καθιέρωσης της βαυαρικής ζωγραφικής, σε συνδυασμό με τη διάδοση της επίσης δυτικότροπης ρωσικής τεχνοτροπίας, μέσω της καλλιτεχνικής παραγωγής των εργαστηρίων του Αγίου Όρους, συνετέλεσαν στο να γεμίσουν οι ναοί και τα σπίτια, για μακρά περίοδο, από εικόνες του Ευαγγελισμού στις οποίες ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά κρίνο αντί για ράβδο.

Συνηθισμένος ο Ορθόδοξος Χριστιανός στη λειτουργική χρήση των εικόνων, όπου πίστη, τέχνη και λατρεία μαρτυρούν το ίδιο γεγονός, ερμήνευσε με ανατολικά κριτήρια τη δυτικότροπη ζωγραφική, με αποτέλεσμα να θεωρεί, εσφαλμένα, ότι όντως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ προσέφερε στην Παναγία έναν κρίνο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια, δεν αποτελεί πίστη της Εκκλησίας και δεν το υπαινίσσεται ούτε μία φορά κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας.

Η διαιώνιση μιας αναληθούς πληροφορίας δεν εξυπηρετεί κανέναν θρησκευτικό, κοινωνικό ή εκπαιδευτικό σκοπό. Αντίθετα, σε βάθος χρόνου συνιστά τεκμήριο ψεύδους σε ό,τι και εάν πούμε ή κάνουμε. Ας μη διαδίδουμε, επομένως, αυτό το λαθεμένο παραμύθι, ειδικά στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας ή των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, γιατί ό,τι εντυπώνεται στις πρώτες ηλικίες θέλει πολύ κόπο να αλλάξει και επίσης διότι αργότερα, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, θα πέσουν σε πολλές παρανοήσεις ξεκινώντας από τέτοια αφετηρία. Αντί αυτού, όλοι μας, γονείς, δάσκαλοι, θεολόγοι, ιερείς, δοθείσης της ευκαιρίας, ας φροντίζουμε να αναιρούμε τούτο τον μύθο, παροτρύνοντας στη μελέτη του Ευαγγελίου και της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και παρακινούμενοι και οι ίδιοι σε αυτή. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ