Της Δήμητρας Παλαιολόγου
Η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητος, υλοποιώντας την Απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 7ης μηνός Φεβρουαρίου 2017, συνεχίζει την κατ’ έτος διοργάνωση των Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων για την Επανάσταση του 1821. Η διεξαγωγή του ΣΤ΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου θα λάβει χώρα την 6η και 7η μηνός Οκτωβρίου 2017 στην Αίθουσα των Εκδηλώσεων του Συνοδικού Μεγάρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί της οδού Ιασίου 1, Αθήνα.
Το θέμα του Συνεδρίου είναι «Πολεμικές συγκρούσεις και τόποι καθαγιασμού του απελευθερωτικού Αγώνος κατά την Επανάσταση του 1821».
Η Επιστημονική Επιτροπή της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητος απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση συμμετοχής (call for papers) και παρακαλεί τους ενδιαφερομένους να καταθέσουν προτάσεις για πρωτότυπες επιστημονικές εισηγήσεις στην ελληνική γλώσσα, διάρκειας 20 λεπτών, επί πτυχών της ανωτέρω θεματικής, όπως:
α. Ζητήματα ιστορικής γεωγραφίας στη διεξαγωγή του απελευθερωτικού αγώνα.
β. Τόποι ιστορικής μνήμης και διαχείρισή της.
γ. Ο ρόλος των εκκλησιαστικών κέντρων, των ιερών μονών ή των συμβόλων στην εξέλιξη της Επαναστάσεως.
Οι προτάσεις (υπό μορφή περιλήψεων όχι εκτενέστερων των 250 λέξεων) δέον όπως κατατεθούν στην Επιστημονική Επιτροπή της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητος έως την 10ην Απριλίου 2017, ταχυδρομικώς, στη διεύθυνση της Ιεράς Συνόδου (Ιωάννου Γενναδίου 14 και Ιασίου 1 Τ.Κ. 11521, Αθήνα) ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση: Politistikitautotita @yahoo.gr.
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 210-7272212/3/4/5, Γραφείο της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητος, Γραμματεύς αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αντωνίου – Τριανταφυλλίδης.
Η προσπάθεια αυτή είναι στην ουσία η πρώτη προσπάθεια σύγχρονης προσέγγισης του ρόλου της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821 και έρχεται σε μια περίοδο όπου πολλοί αμφισβητούν τη συμμετοχή του κλήρου στον αγώνα κατά των Οθωμανών.
Η Εκκλησία και η αντίσταση κατά των Τούρκων / Χρονολόγιο
Το 1575 κήρυξε επανάσταση στη Μάνη ο Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης.
Το 1600 και το 1609 ο Μητροπολίτης Τρικάλων Διονύσιος Φιλόσοφος ή Σκυλόφοσος επαναστάτησε κατά των Τούρκων, για να συλληφθεί και να βρει μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα το 1611.
Το 1684 ο Μητροπολίτης Αμφισσας Φιλόθεος σήκωσε τα όπλα κατά των Τούρκων στην Κόρινθο με ένοπλο σώμα που συγκρότησε ο ίδιος. Στη μάχη που ακολούθησε τραυματίστηκε θανάσιμα.
Την ίδια χρονιά ο Μητροπολίτης Κεφαληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επίσης επαναστατικό σώμα με 150 κληρικούς, παίρνοντας μέρος σε όλες τις απελευθερωτικές προσπάθειες που έγιναν εκείνη την περίοδο στο νησί.
Το 1770 στο Αίγιο ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς ανέλαβαν αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων.
Το 1793, ο Ανθιμος Αργυρόπουλος ίδρυσε στο ορεινό, δύσβατο και απροσπέλαστο χωριό των Θεοδώριανων ένα μοναστήρι και σχολείο για να μορφώνονται τα παιδιά του χωριού. Οταν ο Αλή Πασάς κατάφερε, έπειτα από αλλεπάλληλες πολιορκίες, αλλά και με προδοσία να υποτάξει το ηρωικό Σούλι, πολλοί αγωνιστές έφυγαν κυνηγημένοι στα γύρω χωριά. Τότε οι Μποτσαραίοι βρήκαν καταφύγιο στη Μονή του Αργυρόπουλου, ο οποίος τους περιέθαλψε.
Οταν ο Αλή Πασάς έμαθε τις δραστηριότητες του ιερομόναχου, τον συνέλαβε, τον αλυσόδεσε και τον έκλεισε για 18 χρόνια, όπως λέγεται, σε σκοτεινό μπουντρούμι με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του.
Επειτα από θερμές παρακλήσεις ισχυρών οπλαρχηγών, ο Αργυρόπουλος απελευθερώθηκε και πήγε στην Κέρκυρα, όπου γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στη συνέχεια, πήγε στη Ζάκυνθο ως εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ορκίστηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά, τον υπεύθυνο της Αόρατης Αρχής.
Από τότε αρχίζει συστηματικά να στρατολογεί και να ορκίζει τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης μεταξύ των οποίων και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο κυνηγημένος από τους Τούρκους. Ορκισε, ακόμα, τον Διονύσιο Σολωμό, καθώς επίσης και άλλους αγωνιστές της Επανάστασης, όπως τον Νικηταρά και τον Πετμεζά.
Στο βιβλίο «Μνήμη του Σουλίου» ο Βασίλης Κραψίτης γράφει: «Ο Διονύσιος Σολωμός έδωκε τον όρκο του φιλικού μπροστά στον θρυλικό μονόφθαλμο Ηπειρώτη Αρχιμανδρίτη Ανθιμο Αργυρόπουλο, εφημέριο τότε του ναού που είχε ορκίσει όλους σχεδόν τους φιλικούς που μυήθηκαν στη Ζάκυνθο, ντόπιους και ξένους, που ζούσαν τότε εκεί…».
Ο Αργυρόπουλος πέθανε τυφλός στη Ζάκυνθο στις 20 Ιανουαρίου 1847, χωρίς να προλάβει να δει την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρτα, ελεύθερη, καθώς απελευθερώθηκε το 1881.
Ξεχωριστή είναι η δράση του Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος «έσπειρε τον σπόρο της Επανάστασης» και βρήκε φρικτό θάνατο από τους Τούρκους στην Αλβανία.
Εκτός αυτών των περιστατικών που αποτέλεσαν το πρόπλασμα για όλες τις απελευθερωτικές προσπάθειες που ακολούθησαν οι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θηβών Ιερόθεος, Λάρισας Μακάριος, Εύβοιας Αμβρόσιος, συντηρούσαν οι ίδιοι ένοπλα σώματα των οποίων ήταν οπλαρχηγοί.
Οπλαρχηγός και επικεφαλής των αρματολών των Χασίων ήταν και ο θρυλικός Παπαβλαχάβας, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Ειδική αναφορά γίνεται από τους ιστορικούς στον νεαρό διάκο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ Νικηφόρο Ρωμανίδη, ο οποίος, αφού χειροτονήθηκε ιερέας, υπηρέτησε την Επανάσταση κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης πολλοί αρχιερείς και ιερείς συμμετείχαν ενεργά σε ένοπλα σώματα, ενώ πολλά μοναστήρια εξελίχτηκαν σε κέντρα εξορμήσεων κατά των Τούρκων.
Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ από το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.
Ο Μητροπολίτης Ησαΐας Σαλώνων ήταν αυτός που κήρυξε την Επανάσταση στις 27/3/1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Η Μονή του Οσίου Λουκά, μετά τη σύσκεψη του Δεσπότη Σαλώνων, στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας Αθ. Διάκο κ.ά., έγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.
Στην ίδια περιοχή και στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Πέτρας είχε στήσει το στρατηγείο του ο Δημήτριος.
Λίγο πιο δυτικά ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε ως ορμητήριό τη Μονή Προυσού της Ευρυτανίας.
Το μοναστήρι του Ομπλού Πατρών ήταν στρατηγείο των επαναστατών της περιοχής.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον Ι. Ν. των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του.
Ο ρόλος των κληρικών πριν να ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 φαίνεται καθαρά μετά τα όσα ακολούθησαν το αποτυχημένο κίνημα των αδελφών Ορλώφ. Τα αρβανίτικα σώματα που αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο κατέστρεψαν τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μοναστήρια, προκαλώντας ακόμα και την οργή των Τούρκων πασάδων. Πριν και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης δεν υπήρχε μοναστήρι σε όλη τη χώρα που να μη συμμετείχε έμμεσα ή άμεσα στον αγώνα. Κατέβαλαν σημαντικά ποσά για την αγορά όπλων και τροφίμων, συγκροτούσαν και συντηρούσαν ένοπλα σώματα, περιέθαλπαν τραυματίες, ενώ προστάτευσαν με κάθε τρόπο τον άμαχο πληθυσμό και τις οικογένειες των ηγετών της Επανάστασης.
Για όλη αυτή τη στάση τους τα μοναστήρια, κυρίως της Πελοποννήσου, υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Η συμμετοχή των αρχιερέων
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός για τον ρόλο του κλήρου κατά την Επανάσταση του 1821, οι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στις 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σπ. Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.ά. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιναν τους 20.
Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία;
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, οι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην «καθ’ ημάς Ανατολήν» δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι’ αυτό, ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο, και μάλιστα στις κεφαλές του.
Τη θέση αυτή επιβεβαιώνει και ο Γιάννης Κορδάτος: «Οι Φιλικοί (…) επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς».
Το επίθετο («μερικούς») απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.