Το απόγευμα της Κυριακής 14 Μαΐου 2017 πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του τελευταίου βιβλίου του Πρωτ. Βασιλείου Θερμού με τίτλο: “Έλξη και Πάθος: μια διεπιστημονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας”. Την εκδήλωση διοργάνωσαν η τοπική Εκκλησία και η Ένωση Χριστιανών Επιστημόνων Νομού Κερκύρας.
Για το βιβλίο μίλησε αρχικά ο Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως, ο οποίος επεσήμανε ότι θέτει απαντήσεις και ταυτόχρονα μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα πολλοί θεωρούν την ομοφυλοφιλία ως φυσική κατάσταση, ότι δεν αποδέχονται την χριστιανική διδασκαλία για την ύπαρξη των δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού στα πλαίσια του σχεδίου του Θεού για τον άνθρωπο, ότι η νέα γενιά έχει υποκύψει σ’ αυτόν τον μοντέρνο και συχνά μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης και ζωής, ενώ η σύγχρονη οικογένεια δεν μπορεί να μένει αμέτοχη καθώς τα παιδιά αντιμετωπίζουν αυτή την νοοτροπία χωρίς αντίβαρα πνευματικά. Εδώ έγκειται και η ευθύνη της Εκκλησίας, να κατηχήσει, να προβληματίσει, να ενισχύσει με επιχειρηματολογία σύγχρονη την αιώνια αλήθεια της διδασκαλίας της, κάτι που το βιβλίο πετυχαίνει, χάρις στον κόπο και την τόλμη του συγγραφέα να δει το ζήτημα δι-επιστημονικά.
Στη συνέχεια ο π. Βασίλειος Θερμός επέμεινε σε τρία σημεία: πρώτον στην ανάγκη να κατανοήσουμε ότι σήμερα συνυπάρχουν στην νοοτροπία μας οι τρεις μορφές πολιτισμικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η παραδοσιακή κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος λογοδοτούσε στην κοινότητα στην οποία ανήκε και ο ρόλος του ήταν καθορισμένος. Σ’ αυτήν ο γάμος ήταν αυτονόητη κατάσταση, ενώ η ομοφυλοφιλία, όταν υπήρχε, θεωρούνταν ως παρέκκλιση από το φυσικό. Ο ομοφυλόφιλος απαλλάσσονταν από την υποχρέωση του γάμου και παρέμενε μόνος του, ουσιαστικά κοινωνικά καταδικασμένος αφού δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον σκοπό της ζωής. Αλλιώς έκρυβε την κατάστασή του παντρευόμενος, χωρίς όμως να μπορεί να αισθάνεται καλά. Στη συνέχεια, υπάρχει η νεωτερική κοινωνία, στην οποία δεν είναι ο γάμος το κλειδί, αλλά η συντροφικότητα, η οποία αποτελεί δικαίωμα, όπως και ο έρωτας. Οι ομοφυλόφιλοι σήμερα, επειδή κλειδί δεν είναι ο γάμος, έχουν δικαίωμα να επιλέγουν συντρόφους και να απαιτούν αυτό το δικαίωμα να γίνεται αποδεκτό, διότι, όπως πιστεύουν, μέσω της συντροφικότητας βρίσκουν πληρότητα. Αυτό έχει οδηγήσει σε μία αλλαγή σε ό,τι αφορά την στάση της κοινωνίας έναντί τους,. Πλέον δεν ενοχλείται από την ύπαρξή τους και τους αναγνωρίζει ορισμένα δικαιώματα. Τέλος, υπάρχει η μετανεωτερική κοινωνία, στην οποία επικρατεί η σύγχυση και τελικά η κατάργηση των ειδών. Σημασία έχει η εμπειρία και το συναίσθημα. Έτσι σκοπός πλέον σήμερα του ομοφυλοφιλικού κινήματος δεν είναι η απ-ενοχοποίηση, αλλά και η προτυποποίηση, ενώ έχει εισαχθεί ως ζητούμενο και η έμφυλη ταυτότητα. Δεν μιλούμε πλέον για σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά δικαίωμα αυτοκαθορισμού ως προς το φύλο. Πάμε στην διαγραφή του «πατέρας-μητέρα» από τα ληξιαρχεία και στην καθιέρωση του «γονέας Α’- γονέας Β’». Αυτό συνεπάγεται την κατάργηση του ρόλου των φύλων και τελικά μία ελευθερία η οποία όχι απλώς διαστρέφει την φύση, αλλά την καταργεί νομικά.
Και οι τρεις τύποι κοινωνιών μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, κάτι όμως που προκαλεί περαιτέρω σύγχυση, ενώ η Εκκλησία δεν έχει δυστυχώς κατανοήσει ότι πρέπει να ξέρουμε πού βρισκόμαστε σε κάθε θέμα.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο στάθηκε ο π. Βασίλειος έχει να κάνει με την θεολογική αντιμετώπιση του ζητήματος. Η ομοφυλοφιλία αντίκειται στο δημιουργικό σχέδιο του Θεού για τη ενότητα του ανθρωπίνου γένους, η οποία έγκειται στην ύπαρξη δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού. Η ενότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την συμπληρωματικότητα των ρόλων και την σαρκική ένωση. Έχει να κάνει με την συνύπαρξη των προσώπων που φέρνει στην ζωή τα παιδιά ως σημεία νέας δημιουργίας και συνέχειας του αρχικού έργου του Θεού. Παρότι ο Απόστολος Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν για την ομοφυλοφιλία την εικόνα ότι δεν επρόκειτο περί συντροφικότητας, αλλά περί διαστροφικής φιληδονίας ορισμένων προσώπων, που δεν ήταν από τη φύση τους τέτοια, αλλά γίνονταν εξαιτίας της ακολασίας, εντούτοις η θεολογία μας δεν αφήνει περιθώρια να δικαιολογηθεί η ομοφυλόφιλη πράξη και κατάσταση.
Το τρίτο σημείο στο οποίο στάθηκε ο π. Βασίλειος έχει να κάνει με τον σεβασμό στα πρόσωπα, για τα οποία είπε ότι φέρουν ως τάση μέσα τους την ομοφυλόφιλη κατεύθυνση, κάτι για το οποίο δεν είναι υπεύθυνα. Υπεύθυνα όμως είναι αν δεν εγκρατεύονται, αν δεν αγωνίζονται να σηκώσουν τον σταυρό τους και αυτό μπορεί να γίνει αυθεντικά μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Η έλξη θέλει κατανόηση και συμπάθεια, το πάθος όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Ο Απόστολος Παύλος και η πατερική θεολογία απορρίπτουν τον επαναστατημένο έναντι του Θεού άνθρωπο, ο οποίος μεταστρέφει την ζωή του σε φιληδονία και αρνείται την κοινωνία με τον Θεό και την τήρηση του Ευαγγελίου, καθιστώντας τον εαυτό του κέντρο του κόσμου, τα πάθη και τις επιθυμίες του κλειδιά. Σε κοινωνικό όμως επίπεδο η Εκκλησία δεν μπορεί να συναινέσει ούτε στην υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, διότι πρόκειται για νομική απόφαση αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος και όχι απλώς για πρακτική δικαιώματος, για κατάργηση ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο του δεσμού άντρα και γυναίκας, κάτι το οποίο δεν δικαιούται να το κάνει κανένας νομοθέτης.
Ο συγγραφέας κάλεσε ακόμα, αφού κατανοήσουμε τις νοοτροπίες αυτές, σε ψύχραιμη αντίσταση έναντι των αιτημάτων του κινήματος των έμφυλων ταυτοτήτων, όπως επίσης και εναντίον της απόπειρας κύκλων του Υπουργείου Παιδείας να εισαγάγουν τέτοιες αντιλήψεις στην εκπαίδευση.
Την εκδήλωση έκλεισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος, ο οποίος τόνισε ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να μη δείχνει την οδό της συγχώρεσης προς κάθε τραυματισμένο άνθρωπο, αλλά και να μην επισημαίνει ότι τέτοιες παρεκτροπές δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι υπάρχουν αμαρτίες όπως το μίσος και η κακία που δεν τις προσέχουμε, αλλά εντοπίζουμε την απέχθειά μας μόνο προς τα σαρκικά αμαρτήματα. Είναι όμως άλλο η αγάπη προς τον αμαρτωλό και άλλο η αποδοχή της αμαρτίας. Η θεολογία και η παράδοση της Εκκλησίας μας θα παραμένει πάντοτε χωρίς υποσημειώσεις.