Είναι από τα μοναστήρια τα οποία έχουν καταγραφεί στις συνειδήσεις των πιστών ως η ελπίδα για κάθε ασθενή, για κάθε άνθρωπο που αντιμετωπίζει προβλήματα. Η Παναγιά η Γιάτρισσα είναι χτισμένη στην κορυφογραμμή του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο πλέον των 1.000 μέτρων, στα φυσικά σύνορα των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας. Το σημαντικότερο κειμήλιο εδώ είναι η εικόνα της Παναγιάς της Γιάτρισσας και οι πάμπολλες επιστολές ευχαριστίες των πιστών επισκεπτών της από κάθε γωνιά της Ελλάδας για τη βοήθεια της Γιάτρισσας στους ίδιους ή τις οικογένειές τους.
Για αιώνες, η περιοχή όπου βρίσκεται η μονή ονομαζόταν Καλογερικά, ενώ πιθανολογείται ότι από εκεί πέρασε ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε», ο οποίος για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε στη Μάνη. Τα πρώτα κελιά χτίστηκαν το 1632, από ένα πλούσιο ανδρόγυνο από την περιοχή της Καστάνιας, τον Κυριακούλη και τη Μαρία Ηλιαφέντη, που ζήτησε καταφύγιο εκεί, καθώς ήταν άτεκνο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον θρύλο, τον αμέσως επόμενο χρόνο η Μαρία έμεινε έγκυος. Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαραντόπουλο, ηγούμενο της μονής κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το μοναστήρι είναι χτισμένο στα ερείπια μεγάλου ναού της Αθηνάς, ενώ η μετατροπή του ναού από παγανιστικό σε χριστιανικό έγινε το 382 μ.Χ.
Η μονή έγινε ανδρική το 1977, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1972, ανακηρύχθηκε σε ιερό προσκύνημα. Οι πρώτοι μοναχοί, που γράφτηκαν στο νέο αυτό μοναστήρι ήταν ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Ζαρκανίτης, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δρόσος, ο Ιερομόναχος π. Γρηγόριος Ασημακόπουλος και ο Ιεροδιάκονος π. Ιγνάτιος Κεράνης. Το μοναστήρι γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου και δέχεται προσκυνητές καθ’ όλο τον χρόνο, κυρίως όμως του μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Ανήκει στη Μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου και απέχει 5 χιλιόμετρα από την Καστάνια.
Ο επιστολές
Ο άρρηκτος δεσμός των πιστών με το μοναστήρι επισημοποιείται από τις πάμπολλες επιστολές τους που φυλάσσονται στα αρχεία της μονής ως ιερά κειμήλια. Σε αυτές, ξενιτεμένοι και ντόπιοι πιστοί, με τις πλούσιες ή φτωχές γραμματικές τους γνώσεις, εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους στην Παναγιά τη Γιάτρισσα για τη βοήθειά της και δηλώνουν την πίστη και την αγάπη τους. Ασθενείς προσβεβλημένοι από διάφορες αρρώστιες, άτεκνοι, άνθρωποι πονεμένοι ή απογοητευμένοι, άνθρωποι που ήθελαν να λυτρωθούν από τον πόνο και την ανημπόρια. Ασθενείς που βρήκαν καταφύγιο ελπίδας και δύναμης στην εικόνα της Παναγιάς και έδωσαν στο μοναστήρι της το όνομα Γιάτρισσα… Ακόμα και σήμερα, πολλοί από τους πιστούς καταφθάνουν στο μοναστήρι ξυπόλητοι ή και γονατιστοί, πατώντας πάνω σε ένα άγριο φυσικό τοπίο, με δυνατή την επιθυμία να εκπληρώσουν το τάμα τους. Παλαιότερα, δε, ο μόνος τρόπος για να φτάσει κάποιος στη μονή ήταν με τα πόδια, αυτό εντούτοις, δεν εμπόδιζε τους πιστούς να την επισκέπτονται και να ζητούν τη βοήθεια της Παναγιάς.
Ακόμη και σήμερα φθάνουν στο μοναστήρι ασθενείς προσβεβλημένοι από διάφορες αρρώστιες, άτεκνοι, άνθρωποι πονεμένοι ή απογοητευμένοι, άνθρωποι που ήθελαν να λυτρωθούν από τον πόνο και την ανημπόρια
Τροχοπέδη στην ανάπτυξη
Επί πολλά χρόνια, το ιδιότυπο καθεστώς της εκκλησιαστικής διοίκησης του μοναστηριού αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάπτυξή του. Λόγω της γεωφυσικής θέσης στην οποία είναι χτισμένο, στα σύνορα δύο νομών, την πνευματική εποπτεία και παρακολούθηση του μοναστηριού την είχαν οι δύο μητροπόλεις Σπάρτης και Γυθείου, καθώς οι γειτονικές ενορίες υπάγονταν είτε στη μια μητροπόλη είτε στην άλλη. Οι εισπράξεις του ναού κατά την ημέρα της πανηγύρεώς του πήγαιναν στο Ταμείον Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος (ΤΑΚΕ). Παράλληλα, υπήρχε μια πενταμελής επιτροπή, αποτελούμενη από δύο ιερείς των γειτονικών χωριών και τρεις λαϊκούς που προτείνονταν από τους μητροπολίτες Σπάρτης και Γυθείου και διορίζονταν από τη Διοίκηση του ΤΑΚΕ. Έργο της επιτροπής ήταν να δέχεται δωρεές και να κάνει διάφορα έργα στο μοναστήρι. Πάντως, παρά τις όποιες δυσκολίες, η επιτροπή, τα μέλη της οποίας ήταν διαρκώς τα ίδια πρόσωπα, προχώρησαν σε πολλά έργα, όπως στην επισκευή της στέγης του ναού, την κατασκευή υδραγωγείου κ.ά.
H θαυματουργή εικόνα
Πρόσωπο-κλειδί στην ανάδειξη του μοναστηριού είναι ένας έμπορος της περιοχής, ο Ηλίας Παναγουλάκος. Είχε προσβληθεί από την τρομερή, για την εποχή του, ασθένεια της φυματίωσης. Κατέφυγε αμέσως στους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας, αλλά αυτοί, όταν διαπίστωσαν την αρρώστια, του συνέστησαν να αναχωρήσει για την Ελβετία. Η χώρα αυτή διέθετε τότε τους καλύτερους γιατρούς, τα τελειότερα σανατόρια και τις πιο ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες για τους φυματικούς. Υπέδειξαν, λοιπόν, οι γιατροί στον Παναγουλάκο να φύγει σύντομα για εκεί.
Αυτός, όμως, δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις των γιατρών του, αλλά και με τις υπαγορεύσεις της γεμάτης πίστεως στην Παναγία τη Γιάτρισσα καρδιάς του. Αντί να αναχωρήσει για την Ελβετία, επέστρεψε στο Γύθειο και ανέβηκε στη Γιάτρισσα. Εκεί παρέμεινε αρκετό χρόνο προσευχόμενος.
Περνούσε τις ημέρες του μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα του Ταϋγέτου και κυρίως στο πνευματικό περιβάλλον του μοναστηριού. Είχε συντροφιά τη Γιάτρισσα. Μπροστά στην εικόνα της, κάτω από το απαλό φως των καντιλιών, έψελνε κάθε βράδυ και πρωί. «Την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου». Βρισκόμενος συνέχεια στο καμίνι του πυρετού, έλεγε με θέρμη στη Παναγία: «Παράκλησιν εν ταις θλίψεσιν οίδα, και των νόσων ιατρόν σε γινώσκω… και πάντων των εν συμφοραίς, ταχινήν και οξείαν αντίληψιν».
Εδώ στο μοναστήρι, το άφθονο οξυγόνο της πίστεώς του γέμιζε με την προσευχή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τα στήθια του με ελπίδα, και έπαιρνε δύναμη για να νικήσει την αρρώστια. Εδώ είχε συνεχή πνευματική υπερτροφία, με τη συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, τρεφόμενος με «το Πανάγιο Σώμα και το Ζωηρόν Αίμα του Σωτήρος Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών, υγείαν ψυχής τε και σώματος και ζωήν την αιώνιον». Τέλος, «κατά την πίστιν αυτού εγένετο». Η Γιάτρισσα του χάρισε το πολύτιμο και πολυπόθητο αγαθό, την υγεία.
Όταν και πάλι επισκέφθηκε τους γιατρούς του στην Αθήνα, τον βρήκαν απαλλαγμένο από τη φυματίωση. Με πολλή ικανοποίηση τον βεβαίωσαν ότι κανένα ίχνος της ασθενείας του υπήρχε. Είχε τελείως εξαλειφθεί. Τούτο δε οφειλόταν, κατά τους γιατρούς, στη μετάβασή του στην Ελβετία (δεν γνώριζαν ότι ο ασθενής τους παράκουσε στην εντολή τους και δεν επήγε στην Ελβετία). Η ευχάριστη αυτή διαπίστωση των γιατρών τον έκαμε να δακρύσει και να διηγηθεί στους γιατρούς το θαύμα της Γιάτρισσας: «Τα όσα εποίησε» σε αυτόν η Παναγία και όχι η Ελβετία.
Έπειτα απ’ όλα αυτά, ο θεραπευθείς Ηλίας Παναγουλάκος ξαναγύρισε, όπως ο καθαρισμένος από τη λέπρα Σαμαρείτης, στο μοναστήρι για να ευχαριστήσει την Παναγία. Μέσα στον ναό, ευρεθείς και πάλιν εμπρός στην εικόνα της Παναγίας, ψέλλισε τον ύμνο του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα: «Τι σοι δώρον προσάξω, της ευχαριστίας, ανθ’ ώνπερ απήλαυσα, των σων δωρημάτων, και της σης αμετρήτου χρηστότητος; Τοιγαρούν δοξάζω, υμνολογώ και μεγαλύνω, σου την άφατον προς με συμπάθειαν». Εν συνεχεία επήρε τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας και την επήγε στα Κύθηρα όπου την επένδυσε με καθαρό ασήμι, «εις μνημόσυνον αιώνιον» και απέραντη ευγνωμοσύνη.