Του Πάνου Ευαγγέλου
Ο ΕΦΚΑ διεκδικεί από τις Μητροπόλεις να του αποδώσουν το 50% των εσόδων από τα παγκάρια των προσκυνημάτων από το 2009 και μετά. Η απόφαση ήδη έχει ληφθεί και έχουν δρομολογηθεί οι σχετικές διαδικασίες. Ο ΕΦΚΑ έχει αποφασίσει τη διεκδίκηση των εσόδων για λογαριασμό των απλών ιερέων μετά την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε συνταγματική την υπουργική απόφαση του 2009, η οποία προβλέπει ότι το 50% των ακαθαρίστων εσόδων σε ξωκκλήσια και παρεκκλήσια περιέρχεται στον Τομέα Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (ΤΠΟΕΚΕ) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), απορρίπτοντας ως αβάσιμη την αίτηση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ιερών Μητροπόλεων Ηλείας, Χαλκίδας και Γλυφάδας που ζητούσαν την ακύρωσή της.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας τότε στο σκεπτικό της απόφασής τους ανέφεραν ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση δεν παραβιάζει καμία συνταγματική διάταξη και δεν προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Όπως τόνιζαν χαρακτηριστικά, «δεν αποτελεί παρά συνέχιση της μακράς παράδοσης συμβολής των ιερών παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στον σχηματισμό κεφαλαίου για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους κληρικούς, ανεξαρτήτως των λοιπών επιβαρύνσεων τόσο των ίδιων όσο και των λοιπών, ενοριακών και μη, ναών». Επιπλέον, τόνιζαν πως η αναγκαιότητα του μέτρου «αιτιολογείται από τον νομοθέτη με βάση τον κίνδυνο διακοπής καταβολής του Εφάπαξ λόγω της αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει το Ταμείο (ΤΠΔΥ)».
Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι τρεις Μητροπόλεις ζητούσαν να ακυρωθεί η από 9.7.2009 απόφαση του υπουργού Απασχόλησης (εκδόθηκε κατ’ επιταγήν του Νόμου 3607/2007), με την οποία καθορίστηκε το ποσοστό επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων των ιερών παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων που περιέρχεται στον ΤΠΟΕΚΕ του ΤΠΔΥ για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους του κληρικούς, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των προσφυγόντων και αποφάνθηκαν ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση δεν παραβιάζει καμία συνταγματική διάταξη, αλλά και σωστά δεν εκδόθηκε Προεδρικό Διάταγμα για τον καθορισμό του ποσοστού (50%), αλλά υπουργική απόφαση.
Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών κ.α. υποστήριζαν ότι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όπως παραβιάστηκαν και τα άρθρα 43 (έκδοση Π.Δ. και όχι υπουργική απόφαση), 17 (προστασία της περιουσίας), 13 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) και 4 (ισότητα συνεισφοράς στα δημόσια βάρη κ.λπ.), όπως και το Αρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία.
Ενδεικτικά, η Αρχιεπισκοπή κ.λπ. υποστήριζαν ότι με την προσβληθείσα υπουργική απόφαση θεσπίζεται κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων στη χώρα (άρθρα 4 και 13 του Συντάγματος, όπως και άρθρα 9 και 11 της ΕΣΔΑ), κατά το σκέλος εκείνο που οι άλλες ετερόδοξες και ετερόθρησκες θρησκευτικές κοινότητες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και ως εργοδότες απασχολούν και οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές πρόνοιας ή αποδίδουν κρατήσεις για τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους θρησκευτικούς λειτουργούς τους, δεν επιβαρύνονται με επιπλέον κράτηση επί των ακαθαρίστων εσόδων τους.
Όμως, οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτόν περί παραβιάσεως των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων, με το σκεπτικό ότι «κατά την επιβολή εισφοράς για τους σκοπούς της κοινωνικής ασφάλισης ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας για την επιλογή εκείνων των νομικών προσώπων που θα βαρύνει η επιβαλλόμενη εισφορά, εφόσον η επιλογή του αυτή δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενεργείται με βάση γενικά και αντικειμενικά δεδομένα και δεν καταργεί εν τοις πράγμασι τη δυνατότητά τους να εκπληρώνουν τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν».
Εξάλλου, συνεχίζει το ΣτΕ, η επιβολή της επίμαχης εισφοράς «δεν αποτελεί παρά συνέχιση της μακράς παράδοσης συμβολής των ιερών παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στον σχηματισμό κεφαλαίου για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους κληρικούς, ανεξαρτήτως των λοιπών επιβαρύνσεων τόσο των ίδιων όσο και των λοιπών, ενοριακών και μη, ναών».
Τέλος, επισημαίνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι η αναγκαιότητα του μέτρου της συνεισφοράς του 50% των ακαθάριστων εσόδων παρεκκλησίων και εξωκκλησίων «αιτιολογείται από τον νομοθέτη με βάση τον κίνδυνο διακοπής καταβολής του εφάπαξ λόγω της αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει το Ταμείο (ΤΠΔΥ)».