Της Ελένης Παππά
Σύγχυση επικρατεί σε γονείς, δασκάλους και μαθητές για το τι θα ισχύει τη νέα σχολική χρονιά σε θέμα όπως αυτό του εκκλησιασμού, των ωρών διδασκαλίας των Θρησκευτικών, αλλά και της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν και δέχεται στην ουσία την ανάδειξη του σημαιοφόρου στα Δημοτικά με κλήρωση, διατηρεί επιφυλάξεις για άλλα ζητήματα.
Ανεξάρτητα από τις θέσεις του ΣτΕ, όλο το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας του υπουργείου Παιδείας να φέρει «προς συζήτηση» θέματα που έχουν σχέση με την παρουσία της Εκκλησίας στα σχολεία, με έναν τρόπο που δεν προσφέρει στην ομαλή λειτουργία των σχολείων.
Η Εκκλησία της Ελλάδος παρακολουθεί όλα όσα γίνονται, με το σύνολο της Ιεραρχίας να εκφράζει την αντίθεσή του όχι τόσο στα επιμέρους θέματα, αλλά στην τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση – η οποία συντηρεί για τους δικούς της λόγους το θολό τοπίο στην εκπαίδευση σε ό,τι έχει να κάνει με τα Θρησκευτικά, τα σύμβολα, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, χωρίς να ξεκαθαρίζει τι θα πράξει τελικά.
Πάντως το ΣτΕ, σε γνωμοδότησή του για τις προωθούμενες αλλαγές από το υπουργείο Παιδείας, κρούει το καμπανάκι του κινδύνου. Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας αναφέρουν:
- Σημαιοφόροι
«Σημαιοφόροι, παραστάτες και υπεύθυνοι για την κατάθεση στεφάνου ορίζονται μαθητές της ΣΤ΄ τάξης. Σημαιοφόροι ορίζονται δύο μαθητές της ΣΤ΄ τάξης, ο ένας για το χρονικό διάστημα μέχρι 31 Ιανουαρίου και ο άλλος από 1ης Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος του διδακτικού έτους.
Η επιλογή σημαιοφόρων, παραστατών και υπευθύνων κατάθεσης στεφάνου πραγματοποιείται με κλήρωση ανάμεσα στο σύνολο των μαθητών της τάξης. Η κλήρωση διενεργείται παρουσία του συνόλου των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης με ευθύνη του διευθυντή της σχολικής μονάδας ή του νόμιμου αναπληρωτή του και συντάσσεται σχετικό πρακτικό του Συλλόγου Διδασκόντων».
Όμως, στη συνέχεια, το Προεδρικό Διάταγμα επιφυλάσσει στον υπουργό Παιδείας το δικαίωμα να εκδώσει σχετική απόφαση με την οποία να καθορίζει:
1)τον τρόπο επιλογής των σημαιοφόρων, παραστατών και υπευθύνων κατάθεσης στεφάνου, εφόσον στο Δημοτικό λειτουργούν ένα και πάνω τμήματα της ΣΤ΄ τάξης, και
2) καθώς και για «κάθε άλλο σχετικό θέμα εφαρμογής της παρούσας παραγράφου», δηλαδή για θέματα που έχουν σχέση με τους σημαιοφόρους, κ.λπ. Ωστόσο, το επίμαχο διάταγμα δεν προβλέπει αναπληρωματικούς παραστάτες ή σημαιοφόρο.
- Σημαία
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα, η σημαία θα υψώνεται μία φορά την εβδομάδα και θα παραμένει ανηρτημένη στον ιστό του σχολείου, όπως συμβαίνει σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Με δύο λόγια… τέρμα ο εθνικός ύμνος κάθε μέρα στα σχολεία.
- Γιορτή των Τριών Ιεραρχών
Για την ημέρα αυτή το Π.Δ αναφέρει ότι οι σύλλογοι των δασκάλων θα είναι αυτοί που θα αποφασίζουν το περιεχόμενο των εκδηλώσεων που θα λαμβάνουν χώρα εκείνη την ημέρα (30 Ιανουαρίου).
Στη γνωμοδότησή τους οι Σύμβουλοι της Επικρατείας επισημαίνουν αυτήν την ιδιαιτερότητα, θέτοντας θέμα συνταγματικότητας της σχετικής παραγράφου, καθώς στο διάταγμα ο υπουργός Παιδείας δεν έχει κάνει καμία πρόβλεψη για τη συμμετοχή ή όχι των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων στους ελληνικούς θρησκευτικούς εορτασμούς.
Χαρακτηριστικά, αναφέρουν: «Τίθεται ως διαδικαστική προϋπόθεση για τον εορτασμό, ειδικώς αυτής της εορτής και όχι των λοιπών, η λήψη προηγούμενης απόφασης του Συλλόγου Διδασκόντων, που θα καθορίζει το περιεχόμενο των εορταστικών εκδηλώσεων, χωρίς να επεξηγείται ο λόγος που δικαιολογεί τη θέσπιση της προϋπόθεσης αυτής, δεδομένου ότι δεν τίθεται ανάλογη προϋπόθεση για τις άλλες εορτές που αναφέρονται στη ίδια ακριβώς παράγραφο (εορτασμών εθνικών εορτών της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, 17ης Νοεμβρίου για την επέτειο του Πολυτεχνείου, τον αντιδικτατορικό αγώνα και την Εθνική Αντίσταση)».
Και συνεχίζει το ΣτΕ :
«Περαιτέρω η διατύπωση “οργάνωση εκδηλώσεων που συνάδουν με το περιεχόμενο της εορτής, εκκλησιασμός, κ.ά.”, είναι αόριστος, ενόψει άλλωστε του ότι πρόκειται για γιορτή θρησκευτικού κυρίως χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο να ρυθμιστεί, ενόψει της κατοχυρωμένης στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του Συντάγματος ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, και το θέμα του τρόπου συμμετοχής ή μη των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων μαθητών κατά τις σχετικές εκδηλώσεις».
- Εκκλησιασμός:
Στο άρθρο 3 το διάταγμα αναφέρει ότι «εκκλησιασμός πραγματοποιείται κατά σχολείο ή τάξη με τη συνοδεία των εκπαιδευτικών ύστερα από σχετική απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων».
Στη γνωμοδότηση τους οι Σύμβουλοι της Επικρατείας επισημαίνουν ότι η ρύθμιση είναι ατελής καθώς:
«Η ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 7 πραγματοποιείται κατά σχολείο ή τάξη με τη συνοδεία των εκπαιδευτικών ύστερα από σχετική απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων είναι ατελής, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζονται οι ημέρες ή τα γεγονότα επ’ ευκαιρία των οποίων είναι ενδεδειγμένο ή δυνατό να πραγματοποιείται εκκλησιασμός» και υπογραμμίζουν :
«Η έλλειψη σχετικής πρόβλεψης και εν γένει απουσία καθορισμού συγκεκριμένων κριτηρίων για τη λήψη της απόφασης του Συλλόγου Διδασκόντων, καθιστά αόριστη τη ρύθμιση, διότι επιτρέπει είτε χωρίς κριτήρια παντελή κατάργηση του εκκλησιασμού είτε αντιθέτως την πραγματοποίηση εκκλησιασμού καθ’ υπέρβαση του εκπαιδευτικώς προσήκοντος μέτρου. Επομένως η ρύθμιση αυτή πρέπει να συμπληρωθεί, ώστε να καταστεί ορισμένη».
- Προσευχή
Για την προσευχή που θα γίνεται κάθε ημέρα πριν από την έναρξη των μαθημάτων δεν υπάρχει κάποια παρατήρηση από το ΣτΕ, ενώ για το μάθημα των Θρησκευτικών το διάταγμα Γαβρόγλου στο άρθρο 11 προβλέπει ότι οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος στην Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού θα είναι μία ώρα την εβδομάδα, όπως προέβλεπε και παλαιότερη απόφαση του υπουργού Παιδείας του περασμένου έτους.
Όμως οι σύμβουλοι Επικρατείας υπενθυμίζουν στον υπουργό Παιδείας ότι εκκρεμεί στο ΣτΕ αίτηση ακύρωσης (έχει συζητηθεί τον Σεπτέμβριο του 2016) και αναμένεται η έκδοση της σχετικής απόφασης για τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού.
Κατά συνέπεια, σημειώνει το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, σε περίπτωση που γίνει από το ΣτΕ δεκτή η εν λόγω αίτηση ακύρωσης, θα πρέπει το υπουργείο Παιδείας να επιφέρει τις ανάλογες τροποποιήσεις στο Προεδρικό Διάταγμα «στο πλαίσιο της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της τυχόν ακυρωτικής απόφασης».