Του Σεβ. Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσοστόμου
Σε επιστολή του προς τον Θωμά, επίσκοπο Κλαυδιουπόλεως, που περιλαμβάνεται στα Πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (PG 98, 164-196), ο Πατριάρχης Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ άλλων αναφέρει περίπου ότι εκείνη την εποχή ολόκληρες πόλεις και τα πλήθη του λαού βρίσκονται σε αναταραχή, για την οποία «δεν πρέπει να φανεί ότι εμείς ενεργούμε με βιασύνη. Διότι πάνω από όλα πρέπει να προνοήσουμε, αυτό που με τρελαίνει, να μη δώσουμε εξ αιτίας αυτού αφορμή επάρσεως στους εχθρούς του σταυρού, για να πουν ότι οι Χριστιανοί πλανώνται ώς τώρα. Διότι αν δεν φοβόντουσαν τους ειδωλολάτρες γι’ αυτό, δεν θα αφαιρούσαν τις εικόνες».
Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ε’ αποφάσισε να δώσει στην Εικονομαχία εκκλησιαστική χροιά, συγκαλώντας Σύνοδο στην περιοχή της Ιερείας στη Χαλκηδόνα, «με το σκεπτικό του Αυτοκράτορα επί χριστολογική αιρέσει». Τα πρακτικά της Συνόδου αυτής δεν σώθηκαν ακέραια, αλλά από όσα διαθέτουμε μπορούμε να διαμορφώσουμε ευκρινή εικόνα των αποφάσεών της. Συγκεκριμένα υποστηριζόταν ότι η απεικόνιση ιερών προσώπων, και ειδικά του Χριστού, διασπούσε την υποστατική ένωση, διότι η εικόνα δεν μπορούσε να απεικονίσει τη θεϊκή του φύση παρά μόνον την ανθρώπινη, οδηγώντας σε αίρεση.
Στον Όρο της Συνόδου της Ιερείας, μεταξύ άλλων, αναθεματίζεται όποιος επιχειρεί με υλικά χρώματα να περιγράψει με ανθρώπινες μορφές την απερίγραπτη ουσία και υπόσταση του Θεού Λόγου και εκείνοι που προσπαθούν να αναστηλώσουν εικόνες από υλικά χρώματα τις ιδέες των αγίων.
Η κατάσταση άλλαξε ριζικά όταν μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ανήλθε στον θρόνο ο γιος του Λέων Δ’ ο Χάζαρος. Η σύζυγός του Ειρήνη η Αθηναία, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους, συγκάλεσε τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 786, η οποία τελικά συνήλθε τον επόμενο χρόνο στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Όρος της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου στηρίζεται δογματικά στην περί εικόνων διδασκαλία του Ιωάννου του Δαμασκηνού και ξεχωρίζει πολύ καθαρά την αληθινή λατρεία, που πρέπει να αποδίδεται μόνο στη θεία φύση, ενώ απαγορεύεται απολύτως να αποδίδεται στις εικόνες και στους αγίους.
Ξεκαθαρίζει ότι στις εικόνες μόνον τιμητική προσκύνηση απονέμεται, η οποία επί το πρωτότυπον αποβαίνει και επιτρέπεται ώστε «οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ουμήν την κατά την πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει∙ αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις ευαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν». Η τελευταία φράση προέρχεται από τον Λόγο του Μεγάλου Βασιλείου Περί Αγίου Πνεύματος.
«Το πιο σταθερό, το πιο μόνιμο στοιχείο στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου» γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης: «Είναι η έξαρση της αξίας της Παραδόσεως που ταυτίζεται προς την Ορθοδοξία. Το σπουδαιότερο κριτήριο και εχέγγυο Ορθοδοξίας είναι ο σεβασμός στην παράδοση. Οι εικονομάχοι περιφρονώντας την παράδοση των εικόνων εξορίζουν την Ορθοδοξία, η οποία αποκαταστάθηκε όταν αποκαταστάθηκαν οι εικόνες». «Οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου», συνεχίζει σε άλλο σημείο ο ίδιος, «υπερτονίζουν τη σημασία της παραδόσεως. Η παράδοση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εν Αγίω Πνεύματι ζωή και εμπειρία της Εκκλησίας, η συσσώρευση των αγιοπνευματικών εμπειριών, που εβίωσαν οι άγιοι μέσα στον χώρο της Εκκλησίας». Αυτό γίνεται αμέσως φανερό στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το οποίο αρχίζει με τα ακόλουθα:
«Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν∙ ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους αυτού Αγίους, εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι, τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνύντες και σέβοντες, τους δε δια τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες. Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν…».
Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος της αναστήλωσης των Ιερών Εικόνων θεσπίστηκε να τελείται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή των Νηστειών η Εορτή της Ορθοδοξίας. Τελείται επίσης την ημέρα εκείνη λιτανεία με Ιερές Εικόνες μέσα ή γύρω από τον ναό και διαβάζεται το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Ασφαλώς αναφερόμενος κάποιος στην Εικονομαχία και τον κατ’ αυτής αγώνα, δεν μπορεί να μη σταθεί στη φυσιογνωμία και το έργο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του μεγίστου των εκκλησιαστικών συγγραφέων του 7ου και του 8ου αιώνος, συνεχιστή της παράδοσης της Ελληνιστικής Ανατολής. Τα έργα του, δογματικά, αντιρρητικά, απολογητικά, ομιλίες, ερμηνευτικά, αγιολογικά και ποικίλου περιεχομένου, άσκησαν σημαντική επίδραση στον βυζαντινό στοχασμό, γράφει ο Γ. Ζωγραφίδης. Μεταφράστηκε και συζητήθηκε στον ισλαμικό κόσμο και δεν άφησε αδιάφορους δυτικούς φιλοσόφους.
«Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός είναι ένα φωτεινό πολιτιστικό στοιχείο σε ένα πολιτιστικό κλίμα που συντίθεται από στρώματα, στοιχεία και αντιθέσεις. Μέσα στην καρδιά της ανατολικής περιοχής του Βυζαντίου, και κυρίως στη χοάνη των ποικίλων ιδεών, ο Δαμασκηνός είναι η πλαστική δύναμη της ελληνορθόδοξης συμμετρίας. Συνάμα καταφαίνεται κι ένας αγώνας που δείχνει πως και τα όρια αντοχής αυτού του πνεύματος, της ελληνορθόδοξης ανθρωπιστικής παράδοσης, είναι σχετικά μα παντοτινά ισχυρά, για να κρατήσουν τη μεστότητα ενός πολιτισμού». Τα λόγια αυτά του καθηγητή Ν. Ματσούκα αποτελούν, πέρα από τα καθημερινά και τα γνωστά, αξιολόγηση μεγάλου πνεύματος της Ορθοδοξίας, το οποίο, αν και δεν ήταν ελληνικής καταγωγής έφερε ενσωματωμένα στη διάνοιά του τα πολυτιμότερα στοιχεία του Ελληνισμού, αλλά και της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Νεκτάριος συμπεραίνει: «Εκ της ρωμαλαίας αντιστάσεως των οπαδών των εκκλησιαστικών καθεστώτων αι εικόνες, καίπερ επανειλημμένως απαγορευθείσαι, εξηκολούθουν υπάρχουσαι εν τε ταις ιεραίς Εκκλησίαις, εν ταις ευαγέσι Μοναίς και εν ταις οικίαις, αλλά και δη και εν δημοσίοις τόποις εκτός εξαιρέσεων ελαχίστων».
Κλείνοντας την αναφορά στην Εικονομαχία, αντίθετα από τις παλαιότερες έριδες στον χώρο της Εκκλησίας, δεν παγιώθηκαν στον χώρο της αντιδραστικές ομάδες, παρατηρεί ο Δημ. Ν. Μόσχος. Από τις συνέπειες που προήλθαν να σημειωθεί το γεγονός ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας έφθασαν πλέον σε σημείο συνεργασίας θεσμικών φορέων και όχι απρόσωπων αρχών, όπως ήταν παλιά (Πατριάρχης-Αυτοκράτορας / ιερωσύνη-βασιλεία).
Η σύγχρονη παιδαγωγική δίνει και μια άλλη παράμετρο της εικόνας. Η σημασία της εικόνας ως εργαλείου στη σύγχρονη διδακτική πράξη έχει καταδειχθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες από τις επιστήμες της αγωγής. Παρατηρείται, μάλιστα, εκτός του ότι από συμπληρωματικό διδακτικό υλικό, συνιστά από μόνη της τεκμήριο-μαρτυρία που μπορεί να δίνει διαφορετικές πληροφορίες και δυνατότητες ερμηνείας από αυτές που δίνει ένα κείμενο.
Οι φορητές εικόνες, όπως και οι μνημειακές παραστάσεις, υποστηρίζεται, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, πέρα από τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, και στη διδασκαλία θεμάτων βυζαντινής ιστορίας, τέχνης και αρχαιολογίας. Μπορούν να αξιοποιηθούν στη διδακτική πράξη σε διδακτικές ενότητες, όπως η θρησκευτική πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου, οι εκστρατείες του Ηρακλείου κατά των Περσών, η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους και τους Πέρσες, η εικονομαχία και η βυζαντινή τέχνη. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να παρουσιάσει τη θεματογραφία των εικόνων ή να ζητήσει από τους ίδιους τους μαθητές να προχωρήσουν στην περιγραφή του περιεχομένου και στη σύνδεσή του με το ιστορικό γεγονός το οποίο εξετάζεται.
Η εικονογραφία απορρίπτει τη θεοκρατία και τον ανθρωπο-μονισμό, παρατηρεί ο Χρήστος Αργυρίου. Η Εκκλησία δεν εκπίπτει σε αφηρημένη μεταφυσική για τον άλλο κόσμο, αδιαφορώντας για τα προβλήματα και τις ανάγκες του ανθρώπου σε αυτή τη ζωή και δεν εξαντλείται στη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων του αιώνος τούτου, αγνοώντας την υπερβατική διάσταση του ανθρώπου. Κάθε χωρισμός και πόλωση του φυσικού και υπερφυσικού, υλικού και πνευματικού, εντεύθεν και εκείθεν, απορρίπτονται. Θεός και άνθρωπος κοινωνούν και ενώνονται ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Και στην κοινωνία αυτή μεταμορφώνεται η όλη ζωή, λαμπρύνεται η όλη κτίση, ανακαινίζεται η όλη δημιουργία.
Συνεπώς, οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, κατά τον Στ. Φωτίου, που κοσμούν τους Ορθόδοξους ναούς αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, γνώρισμα της γνησιότητάς της, και έχουν μεγάλη σωτηριολογική και παιδαγωγική σημασία. Σκοπός της τέχνης της εικόνας είναι να μεταμορφώνει τον άνθρωπο που την πλησιάζει κατά τρόπο, ώστε να μην αντιπαραθέτει πλέον στους κόσμους της αιωνιότητας και του χρόνου, του πνεύματος και της ύλης, του Θεού και του ανθρώπου, αλλά να τους βλέπει ενωμένους σε μια Πραγματικότητα, σε αυτό το αέναο εικονοφόρο φως, στο οποίο όλα τα πράγματα ζουν, κινούνται και υπάρχουν.