Αρχική » Αφιέρωμα στο Σκοπιανό: Όχι “γκρίζες ζώνες” στην τελική λύση

Αφιέρωμα στο Σκοπιανό: Όχι “γκρίζες ζώνες” στην τελική λύση

από ikivotos.gr

Του Πάνου Ευαγγέλου 

Ήταν 3 Ιουνίου του 2007 όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος στο μνημείο των Μακεδονομάχων Άγρα και Μίγγα στη Βέροια είχε δακρύσει μιλώντας για τη Μακεδονία και τις εξελίξεις στο Σκοπιανό. Είχαν περάσει ήδη 15 χρόνια από τα εντυπωσιακά συλλαλητήρια που έγιναν σε κάθε γωνιά της γης όπου ζουν Έλληνες. Τότε είχε πει ο Χριστόδουλος σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα:«Η Μακεδονία θα σώσει την Ελλάδα γιατί κάποια Ελλάδα αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Και η Μακεδονία είναι αυτή που κρατά ψηλά τα λάβαρα με τέτοιες ιστορίες, αναμνήσεις. Με την ιστορική μνήμη καθάρια. Χωρίς σκοπιμότητες. Χωρίς υπολογισμούς. Χωρίς έξωθεν εντολές. Χωρίς υπαγορεύσεις. Γι’ αυτό καλό θα ήταν όλοι οι Έλληνες να έρχονται από καιρού εις καιρό στη Μακεδονία. Και να προσέχουν πού πατάνε γιατί σε κάθε βήμα μπορεί να πατήσεις χώμα ιερό. Μπορεί να πατήσεις ένα τάφο. Μπορεί να πατήσεις ένα λείψανο. Είναι διάσπαρτος ο τόπος από θυσία. Αυτή η θυσία μας δίνει ζωή. Αυτή η θυσία μας συντηρεί. Και είναι το αντίδοτο της παγκοσμιοποίησης που θέλει όλα να τα ισοπεδώσει. Να μη μιλάμε για αγώνες, να μη μιλάμε για πολέμους, να μη μιλάμε για θυσίες».

Πέρασαν άλλα 11 χρόνια από τότε. Τα Σκόπια έχουν αυτοπροσδιοριτεί ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», έκλεψαν και σύμβολα και έστησαν αγάλματα προκαλώντας την ελληνική πλευρά, κυρίως την περίοδο διακυβέρνησης της γειτονικής χώρας από τον Νίκολα Γκρουέφσκι.

Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων έρχεται πάλι στο προσκήνιο με τα κόμματα για μια ακόμη φορά να επενδύουν πολιτικά στο ζήτημα βάζοντας πολύ νερό στο κρασί τους.

Η ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό φαίνεται να κερδίζει έδαφος, χωρίς να αποκλείεται και επιθετικός προσδιορισμός. Εδικά για τον επιθετικό προσδιορισμό για παράδειγμα «Νέα Μακεδονία» ένας εκ των πρωταγωνιστών των συλλαλητηρίων το 1992, γνώστης του θέματος και των ιδιαιτεροτήτων έλεγε: «Έρχονται κάποιοι και λένε να ονομαστούν τα Σκόπια “Νέα Μεκαδονία”. Είναι αφελείς και αγνοούν την ιστορία ή την παρακάμπτουν. Στην Αθήνα υπάρχει η Νέα Ιωνία, η Νέα Σμύρνη, η Νέα Φιλαδέλφεια κλπ. Το όνομα αυτό το έδωσαν οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Υπήρχε η παλιά στην οποία κατοικούσαν οι ίδιοι άνθρωποι και οι οποίοι δημιούργησαν τη νέα σε άλλη χώρα. Μπορούμε να πούμε ότι οι Σκοπιανοί ήταν εδώ και έφυγαν ή ότι ζούσαν στην “παλιά Μακεδονία” την οποία κάποιοι τους την πήραν; Όχι. Γιατί – εκτός των άλλων – μια τέτοια ονομασία κρύβει αλυτρωτισμό. Τα πράγματα είναι απλά και όποιος δεν τα καταλαβαίνει γυρίζει την πλάτη στο δίκιο και την αλήθεια». 

Το θέμα όμως δεν είναι μόνο το όνομα. Υπάρχουν χιλιάδες λεπτομέρειες οι οποίες θα πρέπει να ρυθμιστούν. Για παράδειγμα, η Εκκλησία των Σκοπίων φέρει παρανόμως το όνομα «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία -Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» και ήδη προσπαθεί να αλλάξει το καθεστώς στα Βαλκάνια. Υπάρχουν τα βιβλία, τα σύμβολα, ιδρύματα, ομάδες κ.λπ. που φέρουν την υπογραφή «Μακεδονία». Υπάρχει και η διεθνής τάση να αποκαλούνται τα Σκόπια «Μακεδονία» χάρη συντομίας. 

Σήμερα η κυβέρνηση έρχεται και ασχολείται με το Σκοπιανό με στόχο την τελική λύση πατώντας στην θέση που είχε διατυπώσει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ρουμανία, ο οποίος τότε είχε ταχθεί υπέρ της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, προκειμένου να μην ασκήσει βέτο για ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Τότε δεν είχε απορριφθεί το ενδεχόμενο η σύνθετη ονομασία να μπορεί να περιλαμβάνει και τον όρο Μακεδονία με την προϋπόθεση τα Σκόπια να μην έχουν διαφορετική ονομασία για το εσωτερικό της και διαφορετικό για τις σχέσεις της με την Ελλάδα και τις διεθνείς σχέσεις τους.

Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας είχε εκφράσει από καιρό την επιθυμία της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Εκκρεμούσε όμως το πρόβλημα της ονομασίας που προέβαλε η ελληνική πλευρά και το οποίο δεν είχε λυθεί παρά τις διαπραγματεύσεις που είχαν πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Η ελληνική κυβέρνηση είχε δηλώσει πριν από τη σύνοδο κορυφής την πρόθεσή της να ασκήσει βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ λόγω του ονόματος.
Παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στο επίσημο δείπνο εργασίας της πρώτης ημέρας της συνόδου ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχτεί την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ από τη στιγμή που δεν έχει εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων και ότι οποιαδήποτε λύση βρεθεί θα πρέπει να έχει την έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να είναι μόνιμη και όχι προσωρινή.

Την ελληνική θέση στο Βουκουρέστι στήριξε η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γερμανία και η Γαλλία. Μάλιστα ο Γάλλος τότε πρόεδρος, Νικολά  Σαρκοζί, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Είμαστε αλληλέγγυοι με τους Έλληνες, πιστεύουμε ότι πρέπει να βρεθεί λύση. Έχω ουγγρικές ρίζες, αλλά έχω και ελληνικές και τις αποδέχομαι πλήρως». Την αντίθεσή τους στη στάση της Ελλάδας έδειξαν οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Σλοβενία, η Τσεχία, η Εσθονία και η Λιθουανία ενώ οι υπόλοιπες χώρες κράτησαν σχετικά ουδέτερη στάση. Η εκλογή του Γκρούεφσκι πρόσθεσε εμπόδια στην εξεύρεση λύσης για να φτάσουμε στο σήμερα.

Δυναμικές αντιδράσεις των Ελλήνων σε όλο τον κόσμο

Μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ο Κίρο Γκλιγκόροφ αγνόησε τις ελληνικές θέσεις και προχώρησε στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» . Οι Έλληνες όπου γης απάντησαν με δυναμικά συλλαλητήρια στα οποία συμμετείχαν όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ – («πλην Λακεδαιμονίων»,  είχε πει ο Λεωνίδας Κύρκος). Εκτός της Ελλάδος συλλαλητήρια είχαν γίνει στην Αυστραλία, την Αμερική, τον Καναδά και όπου υπήρχαν οργανωμένες ελληνικές κοινότητες.

Οι συγκεντρώσεις στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η Εκκλησία δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δημιούργησαν όμως μια δυναμική η οποία στον απλό λαό αλλά και τον κλήρο λειτουργεί ακόμα. Και αυτό αποδεικνύεται και σήμερα. Για μια ακόμη φορά οι ιεράρχες της Βορείου Ελλάδος υψώνουν φωνή για το Σκοπιανό με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι «Μακεδονία σημαίνει Ελλάδα. Αυτό θέλουμε να το καταλάβουν οι πάντες. Συγχρόνως Ελλάδα σημαίνει και Μακεδονία. Δεν είναι χθες και προχθές. Είναι αιώνιες οι σχέσεις αυτές και ξεκινάμε σε χρόνους προ Χριστού».

Ωστόσο ο κ. Άνθιμος τάχθηκε κατά των συλλαλητηρίων που έχουν προγραμματισθεί για το επόμενο διάστημα τονίζοντας πως τα πολλά συλλαλητήρια δεν θα έχουν επιτυχία, αλλά πρέπει να γίνει κάτι συλλογικό.

«Όταν είναι πολλά συλλαλητήρια ξέρετε ότι δεν υπάρχουν επιτυχίες. Πρέπει να γίνει ένα και καλό από όλους και τότε να εκφραστεί ο καθένας για να μπορέσουμε να δώσουμε ένα στίγμα, δια των συλλαλητηρίων», σημείωσε ο μητροπολίτης Άνθιμος.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το αν θα αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλία για κινητοποιήσεις εν όψει των εξελίξεων είπε: «Τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει να γίνει από την Εκκλησία, το κέντρο των Αθηνών. Επομένως δεν έχει διευκρινιστεί αυτό, το της Εκκλησίας. Από ενθουσιασμό οι άνθρωποι μαζεύτηκαν από διαφορετικά σημεία και διαφορετικό σκηνικό».

Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η κινητικότητα για το Μακεδονικό ο μητροπολίτης Σερρών κ. Θεολόγος τόνισε: «Κανείς λαός δεν έχει δικαίωμα να κτίζει την ιστορία του με λαθραία και κλεμμένα ιστορικά υλικά. Οι βόρειοι γείτονές μας πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν έχουν κανένα ιστορικό δικαίωμα να διεκδικούν μία ονομασία που δεν τους ανήκει».

Τα σκοτεινά σχέδια του Τίτο από το 1944 

Το ζήτημα του ονόματος προέκυψε το 1991, όταν η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία» (είναι ελληνική λέξη) αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διαφόρων βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματά της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία, με σημερινό πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες υπηκόους.

Το πρόβλημα όμως ιστορικά άρχισε να απασχολεί την περιοχή μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Ο Τίτο δεν περιορίστηκε σε αυτό. Μετά τη δημιουργία της Ομοσπονδίας είχε αρχίσει να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους», ώστε να «θεμελιώσει» δικαίωμα εδαφικών διεκδικήσεων στην ευρύτερη περιοχή με βασικό στόχο την έξοδο στο Αιγαίο. Ο ίδιος το 1944, είχε υποστηρίξει δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους Βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».

Τον Δεκέμβριο του 1944 – όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος – τηλεγράφημα του State Department προς τις αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του Αμερικανού τότε υπουργού Εξωτερικών Stettinius έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: «Η (αμερικανική) κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν

αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».

Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας.

Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα και το θέμα συζητήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του ζητά ταχεία διευθέτηση για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.

Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.

Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια ενδιάμεση συμφωνία, η οποία επέβαλε ένα δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει της ενδιάμεσης συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Οι μεγάλες και συστηματικές προκλήσεις της ΠΓΜΔ

Κατά το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραβιάζει συστηματικά το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας και, βεβαίως, τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από αυτήν:

• Προβάλλοντας μεγαλοϊδεατικές εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, μέσω της απεικόνισης σε χάρτες, σχολικά εγχειρίδια, βιβλία ιστορίας κλπ. ελληνικών εδαφών στην εδαφική επικράτεια μιας «μεγάλης» Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας 

• Ενισχύοντας αλυτρωτικές διεκδικήσεις και υποδαυλίζοντας εθνικιστικά αισθήματα εντός της ελληνικής επικράτειας.

• Χρησιμοποιώντας την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Εθνών, στους οποίους έχει προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά παράβαση της σχετικής δέσμευσης που προβλέπει το άρθρο 11.1 (Ακόμα και από το βήμα της 62ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ο τότε Πρόεδρος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Branko Crvenkovski, είχε δηλώσει ότι «το όνομα της χώρας μου είναι και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας»).

• Χρησιμοποιώντας σύμβολα όπως ο Ήλιος της Βεργίνας, η χρήση των οποίων απαγορεύεται από την ενδιάμεση συμφωνία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7.2, καθώς και άλλα σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά (μετονομασία αεροδρομίου Σκοπίων σε «Αλέξανδρος Μακεδών», έγερση αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, ονομασία οδικού άξονα Χ, στο τμήμα που διέρχεται από την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως «Αλέξανδρος ο Μακεδών», έγερση στα Σκόπια αψίδας «Πόρτα Μακεδονία» με αποτυπωμένες μορφές της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, του Ήλιου της Βεργίνας και επί της οποίας υπάρχει ρητή αναφορά σε «Μακεδονία του Αιγαίου», ανέγερση μνημείων στο Κατλάνοβο και στο Τέτοβο διακοσμημένων με τον Ήλιο της Βεργίνας, ανέγερση μνημείων στη Γευγελή, στον δήμο Γκαζί Μπαμπά των Σκοπίων με απεικονίσεις του Ήλιου της Βεργίνας και χάρτες της «Μεγάλης Μακεδονίας», κ.λπ.).

• Προβαίνοντας ή ανεχόμενη προκλητικές ενέργειες, οι οποίες υποδαυλίζουν εχθρότητα και φανατισμό, όπως η παραποίηση της ελληνικής σημαίας και η αντικατάσταση του χριστιανικού σταυρού με τη ναζιστική σβάστικα, οι προπηλακισμοί κατά ελληνικών επιχειρήσεων, επιχειρηματιών και τουριστών, αλυτρωτικά συνθήματα από Σκοπιανούς οπαδούς σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, προκλητικές και προσβλητικές σε βάρος της Ελλάδας ενέργειες στο καρναβάλι της πόλης Βέβτσανι, το οποίο επιχορηγείται από το υπουργείο Πολιτισμού της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κ.ά.

Η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε τον Οκτώβριο 2012 μία σημαντική πρωτοβουλία προκειμένου να δώσει ώθηση στη διαπραγματευτική διαδικασία για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος.

Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών απέστειλε επιστολή προς τον ομόλογό του της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με την οποία πρότεινε την υπογραφή μεταξύ των δύο χωρών μνημονίου κατανόησης, που θα θέσει το πλαίσιο και τις βασικές παραμέτρους για την οριστική επίλυση του ζητήματος της ονομασίας. Συγκεκριμένα, η επιστολή αυτή πρότεινε ότι, προκειμένου να παρασχεθεί νέα ώθηση στην ουσία των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, είναι απαραίτητο οι δύο πλευρές να προχωρήσουν επί τη βάσει ενός συμφωνημένου πλαισίου για τις βασικές παραμέτρους μιας λύσης. Η λύση πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία επί του γεγονότος ότι οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να εμπεριέχει σαφή και οριστικό προσδιορισμό του ονόματος που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολιών σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του εδάφους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και περιοχών σε γειτονικές χώρες, ειδικότερα, της περιοχής της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα και ότι το συμφωνημένο όνομα θα χρησιμοποιείται έναντι όλων (erga omnes) και για όλους τους σκοπούς. Η ανταπόκριση διεθνώς υπήρξε θετική.

Στην απάντησή της, η πλευρά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αν και ευχαριστεί για την ελληνική πρωτοβουλία, επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις της και επί της ουσίας αντιπαρέρχεται πλήρως την ελληνική πρόταση.

Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν έχει, μέχρι στιγμής, ανταποκριθεί στις κινήσεις της Ελλάδας και εμμένει κατά τρόπο αδιάλλακτο στην αρχική θέση της, την οποία προσπαθεί να επιβάλει de facto διεθνώς, με αποτέλεσμα να μην έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται επί 19 χρόνια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους Κορυφής της Συμμαχίας στο Στρασβούργο (2009), στη Λισσαβώνα (2010) και στο Σικάγο (2012). Η Σύνοδος Κορυφής της Ουαλίας (2014) δεν είχε διευρυνσιακή χροιά.

Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να προχωρήσουν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ. 

Η απόφαση δεν αφορά και δεν θα μπορούσε να αφορά τη διαδικασία λήψης απόφασης στο ΝΑΤΟ, ούτε τα ουσιαστικά κριτήρια και τις απαιτήσεις που θέτει η Συμμαχία για την εισδοχή νέων μελών σε αυτή.

Από πλευράς Ε.Ε. το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2008 με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, αποφάσισε ότι η λύση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό αποτελεί θεμελιώδη αναγκαιότητα προκειμένου να γίνουν περαιτέρω βήματα στην ενταξιακή πορεία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προς την Ε.Ε. 

Τον Δεκέμβριο 2012, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του αποφάσισε ότι η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας εξαρτάται από την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, την προώθηση και τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και την επίλυση του ονοματολογικού, στο πλαίσιο των υπό τον ΟΗΕ διαπραγματεύσεων. Με τον τρόπο αυτό, η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας τίθεται ως προϋπόθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ της ΕΕ και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και κριτήριο για τη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα.

Τον Δεκέμβριο 2013 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απόδοση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα επανεξετάσει την προοπτική αυτή εντός του 2014, στη βάση νέας ενημέρωσης από την Επιτροπή για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και την πραγματοποίηση απτών βημάτων, από τα Σκόπια, για την προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος στο πλαίσιο των, υπό τον ΟΗΕ, διαπραγματεύσεων.

Τα Σκόπια από τους βαλκανικούς πολέμους και μετά 

Ύστερα από μια συνθήκη που συνήψαν το 1912, η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο στόχος τους ήταν να εκδιώξουν οριστικά τους Τούρκους από την Ευρώπη. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου 1912 και διήρκεσε έξι εβδομάδες. Ο οθωμανικός στρατός δεν μπορούσε να αντέξει έναντι του ενιαίου μετώπου. Οι ενισχύσεις του σερβικού στρατού κατά τη μάχη του Κουμάνοβο (50 χλμ. βορειοανατολικά των Σκοπίων), έγειραν οριστικά την πλάστιγγα προς την οριστική αποβολή των Οθωμανών από όλη τη Μακεδονία. Στις 26 Οκτωβρίου 1912 το Βασίλειο της Σερβίας κατέλαβε τα Σκόπια και το επίσημο όνομα της πόλης άλλαξε από το τουρκικό Ουσκούμπ στο σερβικό Σκόπλιε. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν εγκαταλείψει την πόλη την προηγούμενη ημέρα. Η προσάρτηση στη Σερβία οδήγησε σε φυγή πολλών Τούρκων: 725 τουρκικές οικογένειες έφυγαν από την πόλη στις 27 Ιανουαρίου 1913. Το ίδιο έτος ο πληθυσμός της πόλης εκτιμήθηκε σε 37.000 από τις σερβικές αρχές. Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1913, επικύρωσε τη σερβική εξουσία στη βόρεια Μακεδονία. Τα Σκόπια παρέμειναν υπό την κυριαρχία του Βασιλείου της Σερβίας κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, όταν το πρώην ενιαίο μέτωπο διασπάστηκε.

Το 1915, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η σερβική Μακεδονία δέχθηκε εισβολή από τη Βουλγαρία, που κατέλαβε τα Σκόπια στις 22 Οκτωβρίου 1915. Η Σερβία, σύμμαχος της Τριπλής Αντάντ, βοηθήθηκε από τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Ιταλία, που σχημάτισαν το Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1918, η Armée française d’Orient (Γαλλική Στρατιά της Ανατολής) έφθασε στα Σκόπια στις 29 Σεπτεμβρίου και κατέλαβε την πόλη εξ απίνης. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η σημερινή χώρα έγινε τμήμα του νέου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που έγινε «Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας» το 1929, πλην μια σύντομης περιόδου έξι μηνών το 1920, όταν τα Σκόπια ελέγχονταν από το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μια κυρίως ξένη σερβική εθνική ελίτ επικράτησε επί των υπολοίπων, εφαρμόζοντας μια καταπίεση, άγνωστη επί των προηγούμενων Οθωμανών κυβερνητών. Ακολουθήθηκε μια πολιτική αποβουλγαρισμού και αφομοίωσης. Το 1931, σε μια κίνηση τυπικής αποκεντροποίησης της χώρας, τα Σκόπια ονομάστηκαν πρωτεύουσα της Μπανοβίνας του Βαρδάρη (Αξιού) του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας.

Το 1941, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας και αντιστάθηκε, υπήρξαν τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στους δρόμους της πόλης. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Σκόπια στις 8 Απριλίου και τα άφησαν στους Βούλγαρους συμμάχους τους στις 22 Απριλίου 1941. Για να εξασφαλίσουν τον εκβουλγαρισμό της κοινωνίας, οι αρχές έκλεισαν τα σερβικά σχολεία και τις εκκλησίες και ίδρυσαν νέα σχολεία, εθνικό θέατρο, βιβλιοθήκη, μουσείο και ένα ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, το Πανεπιστήμιο του Βασιλιά Μπόρις. Οι 4.000 Εβραίοι των Σκοπίων εκτοπίσθηκαν όλοι στις 11 Μαρτίου 1943 στην Τρεμπλίνκα της Πολωνίας, σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που η Βουλγαρία χειρίσθηκε το δικό της εβραϊκό πληθυσμό, όπου σχεδόν όλοι τους έχασαν τη ζωή τους. Τοπικά αποσπάσματα παρτιζάνων ξεκίνησαν εκτεταμένο ανταρτοπόλεμο μετά την ανακήρυξη της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από την “ASNOM” (Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας) στις 2 Αυγούστου 1944. Τα Σκόπια απελευθερώθηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1944 από γιουγκοσλαβικές παρτιζάνικες μονάδες του «Μακεδονικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού», μαζί με μονάδες του νέου Συμμαχικού Βουλγαρικού Λαϊκού Στρατού (καθώς η Βουλγαρία είχε αλλάξει στρατόπεδο στον πόλεμο το Σεπτέμβριο).

Μετά την απελευθέρωση τα Σκόπια έγιναν η πρωτεύουσα της νεοϊδρυθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Μέχρι το 1991, τα Σκόπια ήταν πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Τα Σκόπια ευνοήθηκαν πολύ από τις πολιτικές της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ενθάρρυναν τη βιομηχανία και τη δημιουργία «Μακεδονικών» πολιτιστικών ιδρυμάτων. Έτσι τα Σκόπια απέκτησαν εθνική βιβλιοθήκη, εθνική φιλαρμονική ορχήστρα, πανεπιστήμιο και Μακεδονική Ακαδημία. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ