Στον Γιώργη Μυλωνά
Ανήσυχο πνεύμα ο Γιώργος Κόρδης, γνωστός από τη θητεία του ως καθηγητή στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και από την αγιογράφηση σύγχρονων μνημειακών ναών, θεωρείται ένας από τους πιο παραγωγικούς και σημαντικούς πρεσβευτές μας στο εξωτερικό. Στα περισσότερα μέρη του Ορθόδοξου κόσμου, από την Κύπρο έως τη Ρωσία, αλλά και σε χώρες όπως ο Λίβανος και η Ιταλία, ο Έλληνας δημιουργός έχει αφήσει ένα εντελώς προσωπικό, γι’ αυτό και αναγνωρίσιμο βλέμμα στην Ορθόδοξη, νεο-βυζαντινή τέχνη. Στα χρόνια της κρίσης, όπου το χτίσιμο και η διακόσμηση των εκκλησιών μας βρίσκονται σε τέλμα, ο καλλιτέχνης δεν έμεινε στις δάφνες του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά επέλεξε τη ζωγραφική επάνω στη σκαλωσιά. Ταξίδεψε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στους ομογενείς μας στις ΗΠΑ και στον Καναδά, και έριξε τους καρπούς μιας πλούσιας ζωγραφικής παράδοσης.
Έχετε μακρά εμπειρία στην εικονογράφηση μεγάλων ναών. Το πρόσφατο εγχείρημα στην Αμερική τι δείχνει;
Τώρα ξεκινώ τον ένατο ναό. Έχω ζωγραφίσει σε πολλές πολιτείες της Αμερικής: Βοστώνη, Καλιφόρνια, Νότια Καρολίνα, Φιλαδέλφεια, Πενσιλβάνια, Πίτσμπουργκ, Ινδιανάπολη, ακόμα και στο Άινταχο, σε μια μικρή κοινότητα ομογενών που ίδρυσαν οι Έλληνες εργάτες της σιδηροδρομικής γραμμής το 1915. Είναι εντυπωσιακό ότι παντού βασικό αίτημα είναι «η δική μας εκκλησία να μη μοιάζει με την άλλη». Στην Ελλάδα, αντίθετα, το βασικό αίτημα των ενοριών είναι η εικονογραφία να αποτελεί πιστό αντίγραφο δασκάλων όπως ο Θεοφάνης ή ο Πανσέληνος. Στην Αμερική, λοιπόν, ακόμα και στο πώς θέλουν τους ναούς τους αντανακλάται το πνεύμα της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτό το στοιχείο, πέραν των συνθηκών, είναι καθοριστικό για όποιον αισθάνεται δημιουργός και όχι αντιγραφέας.
Στις ΗΠΑ παντού βασικό αίτημα είναι «η δική μας εκκλησία να μη μοιάζει με την άλλη». Στην Ελλάδα, αντίθετα, το βασικό αίτημα των ενοριών είναι η εικονογραφία να αποτελεί πιστό αντίγραφο δασκάλων όπως ο Θεοφάνης ή ο Πανσέληνος
Γιατί αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα;
Σήμερα είναι «μπλεγμένοι» οι πιστοί. Βομβαρδίζονται από πάρα πολλά πράγματα και, θαρρώ, έχουν χάσει το φυσικό τους κριτήριο και την καλαισθησία τους. Εντοπίζω, λοιπόν, γενικότερα πρόβλημα λειτουργίας των θεατών απέναντι στο έργο τέχνης, κάτι που δημιουργεί εν τέλει πρόβλημα και στους ίδιους τους δημιουργούς. Είναι ένα κριτήριο ο θεατής, που, όσο κι αν δεν είναι πρωτεύον, παραμένει σημαντικό. Αν χαθεί, λοιπόν, ο θεατής, αποπροσανατολίζεται και ο καλλιτέχνης. Γι’ αυτό βλέπεις ότι οι άνθρωποι πλέον κρίνουν περισσότερο με τον νου, με διάφορα ιδεολογήματα, παρά με τις αισθήσεις τους.
Κι αυτό είναι το κατεξοχήν πρόβλημα των εκκλησιαστικών τεχνών: Έχουμε φτάσει σε μεγάλη στειρότητα, όπου κάθε δημιουργική απόπειρα, έστω και ελάχιστη, θεωρείται «αμαρτία». Ως τέτοια, λοιπόν, απωθείται. Μέχρι πρόσφατα είχαμε τεράστια δημιουργική παράδοση. Πώς ξαφνικά τελείωσαν όλα; Έχουμε δυσκολία να διαχειριστούμε το καινούργιο, είτε αυτό λέγεται τέχνη, είτε οικονομία, είτε πολιτική. Κατά βάση, είμαστε μια φοβισμένη κοινωνία, που δεν τολμά! Εκεί, λοιπόν, εντοπίζω μια ουσιαστική διαφορά με τη νοοτροπία των Αμερικανών και, κατ’ επέκταση, με τους Έλληνες ομογενείς. Αυτό, βεβαίως, συνιστά ευθύνη όλων μας, της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, τόσο στην Παιδεία όσο και στην κατήχησή της.
Πιστεύετε ότι έχει χαθεί η ικανότητα στο εκκλησιαστικό σώμα να αναγνωρίζει στο καινούργιο το «συμβατό» με την παράδοση;
Πολλοί «βλέπουν» την εικόνα, όχι με τις αισθήσεις τους ή την καρδιά τους, αλλά με το ιδεολόγημα της παράδοσης και με κάποιες παλιές εικόνες, που είναι πλέον σημείο αναφοράς. Η παράδοση είναι σεβαστή, αλλά πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε παράδοση. Για να γίνω σαφής, να πω τούτο: Η Κρητική Σχολή, με το παράδειγμα του Θεοφάνη, είναι στα όρια της βυζαντινής ζωγραφικής. Η χρωματικότητα, λοιπόν, αυτής της σχολής είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναγεννησιακή χρωματική αντίληψη. Εμείς, λοιπόν, αναφερόμαστε στον Θεοφάνη ως παράδοση, ενώ, αν τον κρίνουμε ως προς τον Πανσέληνο, καταλαβαίνουμε ότι με κανέναν τρόπο δεν συνιστά κάτι τέτοιο. Θέλω να πω, επομένως, ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και μετρημένοι στα λόγια μας όταν διατυπώνουμε κρίσεις για την παράδοση.
Εσείς, όμως, δηλώνετε δημιουργός που βλέπει πίσω στην παράδοση…
Μα, πώς θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά; Η χρωματική γκάμα που δουλεύω στους ναούς της Αμερικής βασίζεται στην τετράχρωμη παλέτα, που μας έρχεται πιο πίσω κι από το Βυζάντιο, από την αρχαιότητα και τον Πολύγνωτο (όπου τα τέσσερα χρώματα είναι τα άσπρο, μαύρο, ώχρα και χοντροκόκκινο). Διαπίστωσα με τα χρόνια ότι δίνει μια εκπληκτική χρωματικότητα και, παίζοντας με τους τόνους και τις αποχρώσεις, δίνει απεριόριστες χρωματικές δυνατότητες. Το πιο σημαντικό, επειδή αυτά τα χρώματα είναι συγγενή μεταξύ τους, δηλαδή γαιώδη, όταν συμπλέουν, βγάζουν ένα αρμονικό και «γλυκό», ας επιτραπεί ο όρος, αποτέλεσμα.
Και στην Ελλάδα, όμως, στον ναό της Παναγίας Φανερωμένης στη Βουλιαγμένη, ακολουθήσατε το ίδιο ζωγραφικό παράδειγμα.
Εκεί, βεβαίως, ήταν μοναδικές οι συνθήκες, εντελώς διαφορετικές από αυτές που συνηθίζουμε στον τόπο μας.
Με ποιον τρόπο;
Το γεγονός ότι με φώναξαν να δουλέψω ενώ ήταν σε εξέλιξη το χτίσιμο του ναού ήταν πραγματικά ένα «δώρο», γιατί συμμετείχα κι εγώ στις συσκέψεις μαζί με όλα τα συνεργεία. Άρα, λοιπόν, βρισκόμουν «εν τη γενέσει» του ναού και μπορούσα να καθοδηγήσω τους ηλεκτρολόγους πού να βάλουν τις πρίζες, τα κουτιά, ώστε να μη χαλάσουν κάποιες επιφάνειες. Είχαμε πραγματικά μια καταπληκτική συνεργασία και αυτό, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν το έχω ζήσει πουθενά. Οφείλεται στην παρέμβαση των χορηγών, που είχαν, εκτός από οργανωτική ικανότητα, την αντίληψη ότι η αρχιτεκτονική του ναού οφείλει να συμβαδίζει με την εικονογράφησή του. Ο καθένας, λοιπόν, με την εμπειρία του συμμετείχε στο «όλον» κι αυτό νομίζω χαρακτηρίζει τον ναό: μια μοναδική ενότητα.
Η Φανερωμένη είναι ένα θαυμάσιο επίτευγμα, που δεν το βρίσκεις εύκολα. Βλέπεις συχνά αυτές τις κολόνες στη μέση, που διασπούν τον χώρο. Μπορεί αυτός ο ρυθμός (εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο) να έχει τον συμβολισμό του, όμως χάνεται η ενότητα του χώρου. Η Φανερωμένη, αντίθετα, έχει τη λειτουργικότητά της ως προς τα τελούμενα, δηλαδή τις ακολουθίες, αλλά σε ζωγραφικό επίπεδο είναι πραγματικά ένα «δώρο» καταπληκτικό! Σου δίνει τη δυνατότητα να φύγεις από τη λογική των αποσπασματικών παραστάσεων και να επιχειρήσεις μια ζωγραφική ενότητα. Περιόρισα πάρα πολύ τις ζώνες κι ακολούθησα κάποιους φυσικούς χωρισμούς που έχει η αρχιτεκτονική, χωρίς να παρέμβω με δικά μου χωρίσματα. Επίσης, απέφυγα όσο μπορούσα τον κάθετο χωρισμό, με τρεις οριζόντιες ζώνες μονάχα, γιατί δεν ήθελα να καταστρέψω αυτό το αίσθημα που περιγράφω.
Εκτός από τη ενότητα, ποιες άλλες καινοτομίες χαρακτηρίζουν την εικονογραφική σας πρόταση στη Βουλιαγμένη;
Xρησιμοποίησα ποικιλόχρωμους κάμπους, όπως, για παράδειγμα, στην Πλατυτέρα. Λευκή είναι όλη η δεύτερη ζώνη με τον Ακάθιστο Ύμνο, που διατρέχει όλη την εκκλησία, ένα εγχείρημα που δεν είναι ιδιαιτέρως χρησιμοποιημένο. Νομίζω προσδίδει έναν «διάλογο» ανάμεσα στις ζώνες και στην πράξη ενεργοποιεί τη δυναμική της αρχιτεκτονικής.
Με ενδιέφερε, επίσης, κι αυτό προσπάθησα και με άλλους τρόπους να το πετύχω, μια αίσθηση φωτός κι ένα χαρούμενο αποτέλεσμα με τη λαμπρότητα και τη χαρά του λευκού.
Οι πιστοί τι σας λένε στη Φανερωμένη;
Πολλοί «ανοιχτοί» άνθρωποι χωρίς ιδεολογική προσέγγιση μπαίνουν στον ναό και λένε ότι ειρηνεύει η ψυχή τους. Αυτό για μας είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή, γιατί αυτό επιδιώξαμε: ένα χαρούμενο αποτέλεσμα, που αποπνέει ειρήνη.
Πολλοί «ανοιχτοί» άνθρωποι χωρίς ιδεολογική προσέγγιση μπαίνουν στον ναό και λένε ότι ειρηνεύει η ψυχή τους
Κοντά στην αγιογράφηση ναών της Ομογένειας διδάξατε πέρυσι εικονογραφία στο Πανεπιστήμιο του Yale. Πώς, αλήθεια, βλέπουν οι ξένοι φοιτητές την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τέχνη;
Το ενδιαφέρον είναι τεράστιο και οι μαθητές εκεί αυθόρμητα θέλουν να κάνουν κάτι δικό τους. Μπορεί να μοιάζει ύβρις, γιατί η περίοδος μαθητείας θέλει άσκηση κι αντιγραφή, όμως δείχνει την κατεύθυνση του πολιτισμού τους. Το διαπίστωσα μέσα στην τάξη κι είναι αληθινά εντυπωσιακό!
Πολλοί επισημαίνουν το έλλειμμα παιδείας των αγιογράφων εδώ, στην Ελλάδα. Από την εμπειρία σας στον διδακτικό χώρο, τι πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει;
Υπάρχει μεγάλη ανάγκη σχολής παραδοσιακής ελληνικής ζωγραφικής. Είμαστε η μόνη Ορθόδοξη χώρα που δεν έχουμε πανεπιστημιακό τμήμα είτε στη Σχολή Καλών Τεχνών είτε σε άλλα πανεπιστήμια. Όλος ο Ορθόδοξος κόσμος έχει επενδύσει σε αυτό. Εμείς πώς περιμένουμε να ανθήσει κάτι στον τόπο; Ένα μάθημα στην Καλών Τεχνών ή στη Φλώρινα δεν αρκούν. Θα μπορούσε να διδάσκεται, όχι μόνο η βυζαντινή ζωγραφική εκφρασμένη στην εικονογραφία, αλλά ένα σύστημα όπου κάθε ζωγράφος μπορεί να «χτίσει» δικά του πράγματα επάνω στην παράδοση.