Η συνάντηση Ιερώνυμου – Βαρθολομαίου για το πρωί της περασμένης Παρασκευής είχε κανονιστεί πολύ πριν από την απόφαση του ΣτΕ για το κτήμα Προμπονά και πολύ πριν την εκλογή του μητροπολίτη Λαρίσης. Η ξαφνική ακύρωσή της από τον αρχιεπίσκοπο έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο ανδρών, τα οποία στο εξής θα καθορίζουν και τις σχέσεις Αθήνας και Φαναρίου.
Ο κ. Ιερώνυμος λίγες ώρες πριν τη συνάντηση διεμήνυσε στον κ. Βαρθολομαίο ότι η συνάντηση δε θα γίνει λόγω φόρτου εργασίας, επικαλούμενος την εκλογή του νέου μητροπολίτη Λαρίσης.
Η εκλογή ήταν γνωστή εδώ και πολύ καιρό, άρα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, εκτός και αν τελευταία στιγμή δεν έβγαιναν τα «κουκιά» και έπρεπε να γίνουν παρεμβάσεις…
Οπως όλα δείχνουν όμως, η ακύρωση της συνάντησης δεν έγινε λόγω εκλογής, αλλά γιατί ο κ. Ιερώνυμος ήθελε να δείξει ότι δεν επιθυμεί σχέσεις με το Φανάρι και ειδικά με τον κ. Βαρθολομαίο από τον οποίο αισθάνεται ότι απειλείται.
Η εξέλιξη με το κτήμα Προμπονά προβλημάτισε τον Ιερώνυμο, ο οποίος βλέπει ότι είναι αναγκασμένος να υποχωρεί έναντι των θέσεων του κ. Βαρθολομαίου.
Και δεν είναι μόνο τα δικαιώματα του Φαναρίου στο κτήμα Προμπονά κάτω από τη μύτη του Αρχιεπισκόπου. Είναι που ο κ. Βαρθολομαίος αυτή την περίοδο δίνει παντού μάχες, προχωρά με αφορμή το ουκρανικό σε συγκρούσεις με ισχυρές Εκκλησίες χωρίς εκπτώσεις. Ο κ. Ιερώνυμος αν και δεν επιθυμεί να πάει με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αυτό το φέρνει βαρέως.
Ακόμη ο κ. Ιερώνυμος δεν επιθυμεί να διεκδικεί ρόλο στις Νέες Χώρες το Φανάρι, ή και ακόμη να παρεμβαίνει στο Αγιο Ορος.
Παρά τα θέλω του όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η «Μητέρα Εκκλησία» και μοιραία θα είναι αυτή που θα έχει την πρωτοκαθεδρία στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό και όχι βεβαίως η Αθήνα, όσο και αν το επιθυμεί ο Αρχιεπίσκοπος.
Ολα αυτά τα χρόνια οι σχέσεις Ιερώνυμου και Βαρθολομαίου δεν είναι καλές, με μικρές ή μεγάλες διαφορές. Ωστόσο σε αυτή τη συγκυρία είναι τουλάχιστον περίεργο η Αρχιεπισκοπή να κρατά αποστάσεις από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της αρνητικής κατάστασης ήταν ο κ. Βαρθολομαίος να αισθανθεί «ξένος» στην Ελλάδα με ευθύνη και της Εκκλησίας:
– Κατά την επίσκεψή του στο Μάτι και την τέλεση τρισάγιου υπέρ αναπαύσεως ψυχής, ο Πατριάρχης δε συνοδευόταν από αρχιερείς, οι οποίοι συμμετείχαν στη Σύνοδο της Ιεραρχίας. Θα μπορούσε όμως να βρεθεί λύση και να δινόταν στην επίσκεψη του κ. Βαρθολομαίου η πρέπουσα δημοσιότητα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, με την κυβέρνηση να αισθάνεται πολύ καλά, αφού είναι η πρώτη που θέλει να ξεχαστεί η τραγωδία με τους 100 νεκρούς.
– Χαρακτηριστικό του κλίματος κατά του Πατριάρχη είναι και η απουσία της Εκκλησίας κατά την εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του Βαρθολομαίου από τη Βουλή των Ελλήνων και το Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών στο Μέγαρο Μουσικής.
Αν και παρέστη σύσσωμη, σχεδόν, η Πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας, ο Αρχιεπίσκοπος απείχε, όπως και άλλοι αρχιερείς. Το τραγικό είναι ότι ούτε Μητροπολίτες των Νέων Χωρών δεν παρέστησαν, διότι όπως είπαν δεν είχαν προσκληθεί.
Γι’ αυτό φταίνε οι υπηρεσίες της Βουλής, αλλά ίσως όχι, αφού είχαν ενημερωθεί έγκαιρα για όλα. Το βέβαιο είναι ότι κάποιος έβαλε βέτο…
– Καμία εκπροσώπηση της Εκκλησίας δεν υπήρξε και κατά την τιμητική εκδήλωση του περιοδικού Νομοκανονικά και των εκδόσεων Σάκκουλα στην Παλαιά Βουλή και την κοινή παρουσία σε αυτή του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ολα αυτά δείχνουν πως βαθαίνει το ρήγμα στις σχέσεις Αθηνών – Φαναρίου με ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αδιαφορεί για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ο κ. Ιερώνυμος δεν επιθυμεί να έχει συναναστροφές (!) με τον κ. Βαρθολομαίο και φαίνεται πως σε αυτή του την επιλογή στηρίζεται έμμεσα από την κυβέρνηση, προκειμένου να εξασφαλίσει την ανοχή της Εκκλησίας και τη στήριξή της κατά το επόμενο κρίσιμο διάστημα.