Mε το βλέμμα στραμμένο και προς την Ελλάδα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεκαθάρισε προς όλους ποιά είναι η «Πρώτη Εκκλησία», μιλώντας στους πιστούς στην Ξηροκρήνη. Ο κ. Βαρθολομαίος το τελευταίο διάστημα δεν κρύβει την πικρία του και για όσα ακούγονται στην Ελλάδα για το θέμα της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, αλλά και την ελλιπή στήριξη από την Αθήνα. Το Φανάρι έχει ενοχληθεί από τη στάση πολλών ιεραρχών, οι οποίοι κρατούν ίσες αποστάσεις στη διαμάχη με τη Μόσχα ή στρέφονται υπέρ της Ρωσικής Εκκλησίας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της έντασης.
Με αφορμή τον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου, ο κ. Βαρθολομαίος διεμήνυσε προς όλους πως «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι η πρώτη Εκκλησία και η αρχή όλων των νεοπαγών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», μιλώντας ευθέως για «εχθρούς» οι οποίοι δεν δύνανται να ανεχθούν αυτήν την μεγάλην πραγματικότητα.
Εφτασε δε στο σημείο να υποστηρίξει ότι «πράττεται το βαρύτατον παράπτωμα της αντιποιήσεως αρχής, δηλαδή ωρισμένοι προσποιούνται τον Πρώτον δίχως να είναι, και λαμβάνουν πρωτοβουλίας δίχως να έχουν τοιούτον δικαίωμα». Απαντώντας σε όσους εκτιμούν οτι το Φανάρι δεν μπορεί να αντιδράσει στη δύναμη της Μόσχας, τόνισε ότι «δεν φοβούμεθα τας παροδικάς θυέλλας οι ορθόδοξοι Ρωμιοί, τας οποίας μετατρέπει εις γαλήνην ο περιπατών επί των υδάτων Κύριος, ενισχύων ημάς, όπως κάποτε τον λιποψυχήσαντα Απόστολον Πέτρον».
Αναφερόμενος στη διακονία και τη μέγιστη ευθύνη της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως: «Είμεθα ολίγοι αλλά αμέτρητοι. Η δύναμις εξ άλλου της Μεγάλης Εκκλησίας δεν είναι κοσμική, ούτε αποδεικνύεται διά των αριθμών. Το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον είναι δυνατό διότι διαθέτει θυσιαστικήν αγάπην και πολιτεύεται διά της ταπεινώσεως και του Σταυρού. Η ιστορία του είναι γεμάτη από μαρτύριον και θυσίας υπέρ του κόσμου, υπέρ όλων των λαών και “εις πάντα τα έθνη”. Εις τα σωματεία και τους κοσμικούς οργανισμούς, ασφαλώς, λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η δύναμις των αριθμών, των χρημάτων, της κοσμικής και πολιτικής εξουσίας, αλλ’ εις την Εκκλησίαν κυριαρχούν οι πνευματικοί νόμοι, οι Ιεροί Κανόνες, η ευσεβής του Γένους μας παράδοσις, τα ιερά και τα όσια των προγόνων μας, ο καταγεγραμμένος λόγος του Χριστού εν τω Ιερώ Ευαγγελίω. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, της οποίας πιστά τέκνα τυγχάνετε εσείς όλοι οι ευλαβείς προσκυνηταί, αποτελεί την ενσάρκωσιν της ελευθέρας αγάπης του Χριστού, η οποία δεν σταυρώνει, αλλά σταυρώνεται, θυσιάζουσα την ψυχήν της χάριν των φίλων αυτής, που είναι όλοι οι άνθρωποι. Θυσιάζει όμως και την ψυχήν αυτής χάριν των εχθρών της και όλων αυτών οι οποίοι δεν δύνανται να ανεχθούν αυτήν την μεγάλην πραγματικότητα: ότι, δηλαδή, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι η πρώτη Εκκλησία και η αρχή όλων των νεοπαγών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Και αυτό διότι θυσιαστικώς ίδρυσε και ανεγνώρισεν όλας τας ανά τον κόσμον σήμερον Ορθοδόξους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας».
Για το ουκρανικό δεν έκρυψε την οργή του για όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα, διαμηνύοντας πως «η μεγίστη αύτη ευθύνη της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας δεν ήτο ασφαλώς με ημερομηνίαν λήξεως. Δι’ αυτό, όπως εδώσαμεν αυτοκεφαλίαν εις όλας τας τοπικάς Εκκλησίας, κατά τον ίδιον τρόπον η περί ημάς Αγία και Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να εκχωρήση το Αυτοκέφαλον και εις την πολλαπλώς βασανισμένην Ουκρανίαν, διά να πορευθή και αυτή εντός του συστήματος των Ορθοδόξων εν ενότητι και εσωτερική ειρήνη. Αυτήν την υψίστην ευθύνην την έχει εκ των Θείων και Ιερών Κανόνων μόνον η πρωτόθρονος Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αφού αυτής ο Προκαθήμενος είναι ο Πρώτος εις τους Ορθοδόξους. Οσάκις επιχειρείται να διαστραφή αυτή η βασική εκκλησιολογική αρχή, πράττεται το βαρύτατον παράπτωμα της αντιποιήσεως αρχής, δηλαδή ωρισμένοι προσποιούνται τον Πρώτον δίχως να είναι, και λαμβάνουν πρωτοβουλίας δίχως να έχουν τοιούτον δικαίωμα, λησμονούντες ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ασκεί το χρέος του διά της αγάπης, η οποία είναι θυσιαστική και ανιδιοτελής.
Το όντως καινόν αυτής της μοναδικής αγάπης, το οποίον αντιτίθεται εις κάθε ηθικισμόν και εις κάθε νεολογισμόν, ο οποίος επιχειρεί να εισαγάγη νέας ιδέας και φιλοσοφίας εις το σώμα της Εκκλησίας, είναι το ότι δεν διαχωρίζει τον Αγιον Θεόν από τον αμαρτωλόν άνθρωπον, αλλά επιχειρεί να διδάξη και να πείση διά του κηρύγματός της ότι ο Θεός είναι “ο φίλος των αμαρτωλών” (Λουκ. Ζ’, 34). Και η Εκκλησία μας είναι η Εκκλησία των αμαρτανόντων και των μετανοούντων και η της σωτηρίας των αναξίων και πενήτων.Δεν φοβούμεθα, λοιπόν, τας παροδικάς θυέλλας οι ορθόδοξοι Ρωμιοί, τας οποίας μετατρέπει εις γαλήνην ο περιπατών επί των υδάτων Κύριος, ενισχύων ημάς, όπως κάποτε τον λιποψυχήσαντα Απόστολον Πέτρον».