Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης, Θεολόγος
Bρισκόμαστε σε μια εποχή ανατροπής των πάντων.
Μακάρι να μην ερχόταν, αλλά και που ήρθε, δόξα τω Θεώ – είναι μια εποχή μεγάλου πνευματικού αγώνα, που όποιος κρατήσει την πίστη και την αγάπη του, παρά τις δύσκολες συνθήκες, θα βρίσκεται πολύ κοντά στο Χριστό.
Μέσα στα πολλά, φτάσαμε στην εποχή που πάρα πολλά χωριά δεν έχουν δικό τους ιερέα, αλλά λειτουργούνται από ιερείς σταλμένους από την πρωτεύουσα του νομού ή από άλλα χωριά, και μάλιστα μπορεί ένας ιερέας να πρέπει να λειτουργήσει σε τρία ή τέσσερα χωριά. Έτσι, τις περισσότερες Κυριακές και πολλές γιορτές οι εκκλησίες αυτών των χωριών μένουν άδειες και κλειστές, γιατί ο παπάς πρέπει να λειτουργήσει κι αλλού… Αποτέλεσμα, οι άνθρωποι μένουν αλειτούργητοι.
Βέβαια, αυτό τους περισσότερους κατοίκους του τόπου μας μάλλον δεν τους νοιάζει, γιατί κι όταν έχουν λειτουργία, δεν πηγαίνουν, αλλά (ακόμα κι όταν μπορούν να πάνε) προτιμούν το κρεβάτι τους ή άλλες ασχολίες. Ας τους δικαιολογήσουμε: δεν ξέρουν τι γίνεται μέσα στην εκκλησία, γι’ αυτό βαριούνται. Αλλά αναρωτιέμαι αν προσπάθησαν ποτέ να μάθουν αυτά που δεν ξέρουν.
Υπάρχουν όμως ακόμη κάποιοι που καταλαβαίνουν την αξία της χριστιανικής πνευματικής ζωής και σ’ αυτούς κυρίως απευθύνεται αυτό το άρθρο…
Το πρόβλημα της έλλειψης ιερέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι κάτοικοι των χωριών μας δεν θέλουν να γίνουν ιερείς. Αν ήθελαν, κάθε χωριό θα είχε έναν ιερέα δικό του, μόνιμο κάτοικο του χωριού, όπως τον παλιό καιρό. Αλλά σε μια τέτοια εποχή παρακμής, ποιος αντιστέκεται στην προπαγάνδα που γίνεται από παντού και απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ την Εκκλησία, δηλαδή από την κοινωνία των χριστιανών και του Χριστού; Και ποιος θα γίνει παπάς, για να προστατέψει εμάς και τα παιδιά μας από την παραφροσύνη, που έχει κυριαρχήσει στη σύγχρονη ζωή, όχι μόνο λόγω των οικονομικών προβλημάτων, αλλά και λόγω της ηθικής και πνευματικής διαφθοράς κάθε είδους;
Στα χωριά λοιπόν που δεν έχουν ιερείς, φυσικά δε μπορεί να γίνει λειτουργία (δηλ. θεία μετάληψη) ή βάφτιση, γάμος και άλλο μυστήριο, που χρειάζεται οπωσδήποτε ιερέα. Όμως μπορεί μια χαρά να γίνουν πολλές άλλες ακολουθίες (δηλ. τελετές) της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μπορούν να γίνονται από εμάς τους λαϊκούς, δηλ. εκείνους που δεν είναι ιερείς. Έτσι, το χωριό και οι άνθρωποι του δε θα μένουν μακριά από την πνευματική ζωή, αλλά και θα συναντιούνται στην πραγματική καρδιά του χωριού, την εκκλησία, θα ενώνονται μεταξύ τους και όλοι μαζί, σαν ένα σώμα, θα πλησιάζουν το Θεό.
Δηλαδή μπορούν οι χωριανοί να συγκεντρώνονται στην εκκλησία (ή και σε δεύτερες εκκλησίες του χωριού – παρεκκλήσια – ώστε να λειτουργούνται κι αυτά) και να ψάλλουν την παράκληση της Παναγίας, το δεκαπενταύγουστο, όταν ο παπάς πρέπει να πάει να κάνει παράκληση σε άλλο χωριό. Να ψάλλουν τους Χαιρετισμούς τις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής. Να ψάλλουν την παράκληση κάποιου αγίου, την παραμονή της εορτής του, αν δεν έχουν παπά να κάνει εσπερινό και λειτουργία. Να ψάλλουν το απόδειπνο, τα βράδια της Μεγάλης Σαρακοστής. Και πολλά άλλα. Στις τελετές αυτές οι άνθρωποι δεν λένε τα λόγια που πρέπει να πει ο ιερέας.
Όποιοι ακολουθήσουν αυτή την τακτική, η ζωή τους θ’ αλλάξει – ακόμα κι αν είναι δυο τρία άτομα, στη συνέχεια μπορεί να γίνουν περισσότερα και τελικά το χωριό να συσπειρωθεί σ’ ένα καλό και πρωτότυπο έργο ενότητας και σπουδαίας πνευματικής ζωής. Ένα έργο αντίστασης στο παγκόσμιο κατεστημένο που καταστρέφει εμάς και τα παιδιά μας και την κοινωνία ολόκληρη, σε όλο τον πλανήτη.
Ας θυμηθούμε ότι η Ορθοδοξία για μας τους Έλληνες (αλλά και τους Ρώσους, τους Σέρβους, τους Ουκρανούς, τους Βουλγάρους, τους Ρουμάνους, τους Γεωργιανούς και όλους τους ορθόδοξους λαούς – από τους οποίους έχουμε και πολλούς ορθόδοξους μετανάστες στον τόπο μας, που πρέπει να τους φέρουμε κοντά μας σε κοινή προσευχή) δεν είναι μόνο θρησκεία, αλλά και πολιτισμός.
Αυτό φυσικά δεν αλλάζει το γεγονός ότι πατέρας της πνευματικής ζωής του χωριού είναι πάντα ο ιερέας, ο οποίος θα λειτουργήσει, θα εξομολογήσει, θα μεταλάβει, θα βαφτίσει, θα παντρέψει, θα κηδέψει κ.τ.λ. τους χριστιανούς που έχει στην ευθύνη του. Κανείς δεν πρέπει να παριστάνει τον αρχηγό – όλοι είμαστε ίσοι και αρχηγός είναι μόνο ένας, ο Χριστός. Ο ιερέας είναι πνευματικός μας πατέρας, δάσκαλος και οδηγός, και αντιπρόσωπός μας προς Θεό, δηλαδή το Χριστό.
Ένα εκκλησάκι στο αντλιοστάσιο
Το παρακάτω κείμενο δείχνει πώς μια οικογένεια ορθόδοξων χριστιανών από την Καλιφόρνια της Αμερικής (ΗΠΑ), που ζούσαν σ’ ένα χωριό χωρίς ορθόδοξο ιερέα, μετέτρεψαν ένα μικρό χώρο στο σπίτι τους σε παρεκκλήσι, εκεί τελούσαν μία σύντομη ακολουθία κάθε βράδυ και τελικά στο χωριό αυτό δημιουργήθηκε μια μικρή κοινότητα ορθόδοξων χριστιανών. Ο πατέρας αυτής της οικογένειας μάλιστα, ο Αλέξιος Γιανγκ, αργότερα έγινε ορθόδοξος ιερέας με σημαντικό έργο στην Αμερική.
Οδηγοί αυτών των αδελφών μας ήταν δύο ιερομόναχοι της Αμερικής, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ (ένας νεαρός φιλόσοφος και αναζητητής της αλήθειας, που ξεκίνησε από άθεος, πέρασε από το βουδισμό και κατέληξε ορθόδοξος χριστιανός μοναχός, συγγραφέας, και, νομίζω, άγιος της Ορθοδοξίας) και ο π. Γερμανός, που οι δυο μαζί είχαν δημιουργήσει ένα μικρό μοναστήρι στην Πλατίνα της Καλιφόρνιας αφιερωμένο στον άγιο Γερμανό της Αλάσκας, έναν ορθόδοξο άγιο του 19ου αιώνα που έζησε στην Αμερική.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του π. Δαμασκηνού Κρίστενσεν (ενός πρώην βουδιστή που, μετά από δική του πνευματική αναζήτηση, έγινε ορθόδοξος χριστιανός ιερέας), «π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του», τόμ. Β΄, σελ. 197-202 και 206-210. Γράφει:
… Τον Αύγουστο του 1970 ο Γκρεγκ, η σύζυγός του Σουζάνα και τετραετής γιος τους Ιωάννης προσχώρησαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Γκρεγκ πήρε το όνομα Αλέξιος, προς τιμήν του αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού.
Δυο έτη νωρίτερα, το 1968, ο Αλέξιος μετακόμισε με την οικογένειά του κοντά στη μικρή πόλη Έτνα (με πληθυσμό 750 άτομα), κοντά στα σύνορα Καλιφόρνιας – Όρεγκον. Όχι μόνο δεν υπήρχε ορθόδοξη κοινότητα στην περιοχή, αλλά δεν υπήρχε και ορθόδοξος χριστιανός για εκατοντάδες μίλια.
Αφότου έγιναν ορθόδοξοι, το ζεύγος Γιανγκ αναρωτήθηκε εάν έπρεπε να μετακομίσουν πίσω, στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, ώστε να έχουν κανονική ενοριακή ζωή. Όταν όμως ο Αλέξιος έγραψε στους πατέρες της Πλατίνα εκφράζοντας αυτή την ανησυχία, ο π. Σεραφείμ του απάντησε: «Εμπιστεύσου το Θεό. Εμπιστευθείτε τους λόγους για τους οποίους σας οδήγησε από την πόλη στην επαρχία»…
Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του (στη μονή του αγίου Γερμανού) ο Αλέξιος έφερε μαζί του τη σύζυγο και το γιο του… Καθώς κοίταζε τους επισκέπτες του και αναρωτώμενος από πού ν’ αρχίσει, ο π. Γερμανός σκέφθηκε τον π. Αδριανό από το Νέο Ντιβέγιεβο. Άρχισε να μιλά στην οικογένεια γι’ αυτόν τον καταπληκτικό έγγαμο ιερέα, λέγοντας πως, σε κάθε τόπο όπου οι ιστορικές περιστάσεις τον είχαν οδηγήσει (Κίεβο, Βερολίνο, Ουέντινγκεν, Νέα Υόρκη), συστηνόταν μια κοινότητα ορθοδόξων από λαϊκούς. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των μεγάλων δοκιμασιών που υπέφερε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο π. Αδριανός ήταν σε θέση να συλλάβει εκ νέου τη χαμένη ησυχία της ορθόδοξης παιδικής ηλικίας του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και να αποκτήσει την κατάσταση της ψυχής με την οποία αυτός και οι άνθρωποι γύρω του θα μπορούσαν να ζήσουν μια χριστιανική ζωή στην πληρότητα της θείας χάριτος.
Η παρούσα κοινότητά του στην άνω Νέα Υόρκη, είπε ο π. Γερμανός, αναπτυσσόταν πνευματικά επειδή ο ίδιος ενστάλαζε στους ανθρώπους μια συνειδητή ορθόδοξη φιλοσοφία ζωής. Παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στη μέση του κόσμου, αυτός και το ποίμνιό του δεν ανήκαν στον κόσμο, διαμορφώνοντας ένα νησί ορθοδοξίας.
Ο π. Γερμανός επεσήμανε ότι ο παλμός της κοινότητας του π. Αδριανού προερχόταν από την τέλεση των καθημερινών ακολουθιών και ενθάρρυνε τον Αλέξιο και τη Σούζαν να κάνουν το ίδιο. Τους προσέφερε ένα συγκεκριμένο πρότυπο που έπρεπε να ακολουθούν: από τις οκτώ ακολουθίες του καθημερινού κύκλου, είπε, πρέπει τουλάχιστον να κάνουν την ακολουθία της ενάτης ώρας (πριν τον εσπερινό) κάθε μέρα χωρίς παράλειψη.
Παίρνοντας το μήνυμα του π. Γερμανού για τις χριστιανικές κοινότητες των λαϊκών, ο Αλέξιος συγκινήθηκε βαθιά. «Αυτό είναι ό,τι χρειαζόμουν» είπε. «Τώρα έχω μια εικόνα για να ζήσω σύμφωνα με αυτήν».
Επιστρέφοντας στο σπίτι του στην Έτνα, ο Αλέξιος καλλιέργησε την «έρημο» στο πίσω μέρος της αυλής του. Κάθε βράδυ αυτός και η οικογένειά του έμπαιναν σε ένα μικρό παρεκκλήσι, που αφιερώθηκε στους αγίους Αδριανό και Ναταλία (ένα παντρεμένο ζευγάρι που μαρτύρησε για το Χριστό στη Νικομήδεια τον τέταρτο αιώνα μ.Χ.), το οποίο έφτιαξαν στο αντλιοστάσιο πίσω από το σπίτι τους. Εκεί διάβαζαν και έψαλλαν την ενάτη ώρα, στην οποία προσέθεσαν αργότερα την ακολουθία του εσπερινού…
Στο μεταξύ, οι ακολουθίες που η οικογένεια του Αλέξιου έκανε καθημερινά στο μικρό παρεκκλήσι του αντλιοστάσιου δεν είχαν περάσει απαρατήρητες. Μια ημέρα, μια κυρία από τη γειτονιά ήρθε και τους είπε: «Συγχωρέστε με – παραβλέψτε την αγένειά μου. Κάθε μέρα, όταν πλένω τα πιάτα, σας βλέπω να πηγαίνετε γρήγορα στο αντλιοστάσιο. Και όταν βγαίνετε, μισή ώρα αργότερα ή τόσο περίπου, είστε διαφορετικοί, φαίνεστε τόσο ήρεμοι και γαλήνιοι. Τι είναι αυτό που κάνετε εκεί μέσα;».
Η απάντηση ήταν: «Ελάτε και δείτε»!
Σύντομα, αυτή η γυναίκα και η κόρη της – προηγουμένως ήσαν πεντηκοστιανοί – ενώθηκαν με την οικογένεια Γιανγκ στις ακολουθίες τους. Όταν η σύζυγος ενός από τους συναδέλφους του Αλέξιου στο σχολείο (ο Αλέξιος ήταν δάσκαλος) έμαθε σχετικά με την ορθόδοξη κοινότητα, θέλησε επίσης να συμμετέχει στη ζωή της καθημερινής προσευχής. Σύντομα αυτοί οι άνθρωποι μεταστράφηκαν στην ορθόδοξη πίστη και αργότερα ακολούθησαν κι άλλοι. «Η λέξη ορθοδοξία» σημείωσε ο π. Σεραφείμ αφότου μερικοί από αυτούς είχαν επισκεφτεί το ησυχαστήριο «αγγίζει τις αμερικάνικες καρδιές. Πόσο προσεκτικά πρέπει να καλλιεργούνται!».
Αυτά κέντρισαν το ενδιαφέρον των πατέρων Σεραφείμ και Γερμανού, ώστε να παρακολουθούν τις αρχές των λαϊκών ορθόδοξων κοινοτήτων, ειδικά όσων ζούσαν μέσα σε σύγχρονες συνθήκες…
Τα μέλη της κοινότητας της Έτνα πήγαιναν στο Σαν Φρανσίσκο για να κοινωνήσουν μια φορά το μήνα. Αλλά «η καθημερινή πνευματική ενίσχυσή τους» προερχόταν από την ανάγνωση πνευματικών κειμένων και τις ακολουθίες στο παρεκκλήσι. Το προφανέστερο εξωτερικό σημάδι μιας ορθόδοξης κοινότητας, έγραφε ο π. Σεραφείμ, «φαίνεται να είναι οι θείες ακολουθίες (ακόμη κι αν είναι μόνο ένα ελάχιστο μέρος τους), είτε με ιερέα είτε χωρίς – αλλά καθημερινά, αυτό είναι το σημείο γύρω από το οποίο όλα τα άλλα περιστρέφονται».
Σε μια σειρά άρθρων που έγραψε, ο π. Σεραφείμ προσπάθησε να διαλύσει αυτό που αποκαλούσε «δημοφιλή παρερμηνεία, ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν έχουν την άδεια να πραγματοποιούν οποιαδήποτε εκκλησιαστική ακολουθία χωρίς ιερέα και ότι, επομένως, γι’ αυτό το λόγο οι πιστοί άνθρωποι γίνονται αρκετά ανίσχυροι και είναι ουσιαστικά “ανίκανοι να προσευχηθούν” όταν βρίσκονται χωρίς ιερέα – κάτι που συμβαίνει όλο και συχνότερα σήμερα».
Μετά από έκκληση που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος (από τις ΗΠΑ) για τους ορθόδοξους χριστιανούς να ενωθούν σε κοινή προσευχή ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει ιερέας, ο π. Σεραφείμ ολοκλήρωσε: «Αυτή η πρακτική μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί πολύ μεταξύ των πιστών, είτε πρόκειται για μια κοινότητα που έχει χάσει τον ιερέα της ή είναι πάρα πολύ μικρή για να έχει έναν είτε για μια ομάδα πιστών μακριά από την κοντινότερη εκκλησία, που δεν έχουν διαμορφώσει ακόμη κοινότητα, ή για μια απλή οικογένεια που αδυνατεί να παρευρεθεί στην εκκλησία κάθε Κυριακή και γιορτή».
* Σημείωση: Ακολουθίες ονομάζονται οι εκκλησιαστικές τελετές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον καθημερινό λειτουργικό κύκλο, που τηρείται στα μοναστήρια, είναι οκτώ, εκτός της θείας λειτουργίας, που είναι κάτι ιδιαίτερο: ο εσπερινός (με τη δύση του ήλιου), το απόδειπνο, το μεσονυκτικό (τη νύχτα), ο όρθρος (το πρωί) και, μέσα στην ημέρα, οι τέσσερις «ώρες» (πρώτη, τρίτη, έκτη και ενάτη), μικρές τελετές που περιλαμβάνουν λίγα τροπάρια και κάποια αναγνώσματα (ανάγνωση αποσπασμάτων) από την Αγία Γραφή. Κάθε «ώρα» αντιστοιχεί σε συγκεκριμένους συμβολισμούς γεγονότων από την Αγία Γραφή.
Η ενάτη ώρα τελείται λίγο πριν τον εσπερινό, με τον οποίο αρχίζει ο κύκλος της επόμενης μέρας.