Του Πάνου Μπαΐλη
Ήταν η μεγαλύτερη κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας -Πολιτείας. Μια κρίση που είχε απ’ όλα: βίαιες διαδηλώσεις, νεκρούς και συλλήψεις, με τραγικές συνέπειες για μια χώρα που έμπαινε σχεδόν διαλυμένη στον 20ό αιώνα. Τα γεγονότα που προκάλεσαν τεράστιες κοινωνικές αναταραχές τον Νοέμβριο του 1901, γνωστά ως «Ευαγγελιακά», ήταν αυτά που κυριάρχησαν σε μια περίοδο που η Ελλάδα μόλις είχε βγει από τον αποτυχημένο Ελληνοτουρκικό Πόλεμο το 1897, ενώ στα βουνά κυριαρχούσαν οι ληστές -«οι βασιλείς των ορέων»- και στις πόλεις ομάδες αξιωματικών του Στρατού και οπλοφόροι πολίτες καθόριζαν ποιος θα εκλεγόταν στην κυβέρνηση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η βασίλισσα Όλγα αποφάσισε να μεταφράσει το Ευαγγέλιο στη δημοτική, μια εργασία την οποία ανέθεσε στον δημοτικιστή Αλέξανδρο Πάλλη. Εναν άνθρωπο ο οποίος είχε ζήσει στην Αγγλία και είχε μεταφράσει ήδη την «Ιλιάδα». Ο Πάλλης δεν το έκανε με πρόθεση να θίξει την Εκκλησία. Απλώς, πίστευε ότι, εάν ο απλός λαός, ο οποίος σε πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν σχεδόν αναλφάβητος, άκουγε το Ευαγγέλιο στη γλώσσα του, θα γινόταν και καλός χριστιανός, αλλά και καλός πατριώτης. Τις απόψεις Πάλλη ενστερνιζόταν πλήρως η βασίλισσα Ολγα, η οποία έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της μετάφρασης.
Αρχικά, το 1898 ανέθεσε στη γραμματέα της, Ιουλία Καρόλου, να κάνει τη μετάφραση. Η Καρόλου προχώρησε στο εγχείρημα και, όταν το ολοκλήρωσε, το παρουσίασε στον τότε Αρχιεπίσκοπο Προκόπιο, ο οποίος -σύμφωνα με την ίδια- «επιστημόνως απεφάνθη ότι είναι καλή και έδωκεν εις την βασίλισσαν την άδειαν να την δημοσιεύσει».
Μετά τη θέση αυτή του Αρχιεπισκόπου, η Όλγα ζήτησε από το υπουργείο Παιδείας την έκδοση εγκυκλίου για τη διάδοση της μετάφρασης. Ομως, ο τότε υπουργός, Α. Μομφεράτος, αρνήθηκε την έκδοση της εγκυκλίου και ζήτησε την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Τον Δεκέμβριο του 1898 και η βασίλισσα απευθύνθηκε στη Σύνοδο. Η Ιερά Σύνοδος, με πρόεδρο τον Προκόπιο, συνεδρίασε και τον Μάρτιο του 1899 απάντησε αρνητικά: «Η Σύνοδος απέχει του εγκρίναι την υποβληθείσα σε αυτή εν χειρογράφω μετάφρασιν του Ιερού Ευαγγελίου εν γλώσσα δημώδη και τετριμμένη».
Η βασίλισσα δεν το έβαλε κάτω και με νέα επιστολή της ζήτησε να επιληφθεί του θέματος το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Σύνοδος απάντησε αρνητικά και πάλι, γεγονός που εκνεύρισε την Όλγα, η οποία, αγνοώντας και αυτή την ίδια την κυβέρνηση, προχώρησε σε δοκιμαστική εκτύπωση 1.000 αντιτύπων του μεταφρασμένου Ευαγγελίου, τα οποία μάλιστα διέθεσε «παράνομα» σε σχολεία και νοσοκομεία.
Στις 5 Νοεμβρίου, στη μάχη κατά της μετάφρασης μπήκαν οι φοιτητές -κυρίως της Θεολογικής-, οι οποίοι οργάνωσαν διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Μετά το τέλος αυτών, οχυρώθηκαν στο πανεπιστήμιο
Παρά τις αντιδράσεις, η βασίλισσα προχώρησε και σε δεύτερη εκτύπωση, τον Μάρτιο του 1901. Τα χειρότερα ήρθαν όταν εκείνη την περίοδο στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ο δημοτικιστής Αλ. Πάλλης δημοσίευσε το Ευαγγέλιο στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε όλη τη χώρα.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με πρόεδρο τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, αποφάνθηκε αρνητικά για τη μετάφραση, όπως και οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής. Στις 5 Νοεμβρίου, στη μάχη κατά της μετάφρασης μπήκαν οι φοιτητές -κυρίως της Θεολογικής-, οι οποίοι οργάνωσαν διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Μετά το τέλος αυτών, οχυρώθηκαν στο πανεπιστήμιο.
Στις 8 Νοεμβρίου οι φοιτητές διοργάνωσαν νέο συλλαλητήριο, με αίτημα προς τη Σύνοδο να αφορίσει όσους εμπλέκονται στη μετάφραση. Η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει. Η κυβέρνηση, προκειμένου να περιορίσει τη δράση των φοιτητών, κάλεσε στην Αθήνα δυνάμεις πεζοναυτών από τον Πειραιά. Ακολούθησαν συγκρούσεις με τους διαδηλωτές, που είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις φοιτητές και οκτώ πολίτες, ενώ τραυματίστηκαν άλλοι ογδόντα πολίτες και στρατιώτες. Είκοσι δύο φοιτητές συνελήφθησαν και στους σταύλους της Χωροφυλακής.
Μπροστά στον κίνδυνο να μεταφερθεί η κρίση σε όλη τη χώρα, ο βασιλιάς υποχρέωσε σε παραίτηση τον Προκόπιο -στη θέση του τοποθετήθηκε ο Επίσκοπος Μονεμβασίας Θεόκλητος Μηνόπουλος, ενώ τρεις ημέρες αργότερα παραιτήθηκε η κυβέρνηση Θεοτόκη. Για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου πολλοί παρατηρητές έριξαν την ευθύνη σε γερμανικές υπηρεσίες, οι οποίες καθοδηγούσαν τους φοιτητές κατά του βασιλικού ζεύγους, λόγω της ρωσικής καταγωγής της Όλγας.
Άθεοι και Σλάβοι
Ο Αλέξανδρος Πάλλης, με καταγωγή από την Ήπειρο, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Μετά το Γυμνάσιο, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Τον κέρδισε όμως το εμπόριο -κυρίως βαμβακιού-, στο οποίο επιδόθηκε με επιτυχία από την Αγγλία, όπου είχε μετακομίσει.
Παράλληλα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγγραφή και τις μεταφράσεις σπουδαίων έργων στη δημοτική. Το σημαντικότερο έργο του είναι η μεταφορά της «Ιλιάδας» στη δημοτική και σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ο Εμμανουήλ Κριαράς έγραψε τότε για τον Πάλλη: «… με τη μεταφραστική αυτή πρωτοβουλία … ήθελε πρώτα-πρώτα να αποδείξει ότι η δημοτική γλώσσα ήταν επαρκής για να αποδώσει και τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα των αιώνων. Ζητούσε ακόμα να κάνει το ομηρικό έπος κτήμα του λαού…».
Και μπορεί η μετάφραση της «Ιλιάδας» να αντιμετωπίστηκε θετικά από τον πνευματικό κόσμο της χώρας, ωστόσο η μετάφραση του Ευαγγελίου προκάλεσε εθνική κρίση. Για τον Αλ. Πάλλη η ενίσχυση του δημοτικισμού ήταν καθήκον, το οποίο υπηρέτησε στηρίζοντας οικονομικά συγγραφείς και εκδόσεις. Μεταξύ αυτών που επιχορήγησε ήταν το περιοδικό «Νουμάς», που πρωτοστατούσε υπέρ του δημοτικισμού, ενώ αγόρασε μεγάλο αριθμό αντιτύπων του «Αρχαιολόγου» του Ανδρέα Καρκαβίτσα και χρηματοδότησε την έκδοση έργων του Κωστή Παλαμά, όπως η «Ασάλευτη Ζωή», ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» και η «Φλογέρα του Βασιλιά».
Είναι η εποχή που ο Πάλλης μεταφράζει το Ευαγγέλιο, τις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής, υπό τον τίτλο «Η Νέα Διαθήκη: κατά το Βατικανό Χειρόγραφο». Το έργο του τυπώνεται στην Αλεξάνδρεια με έξοδα της βασίλισσας Όλγας.
Η κίνηση αυτή του Πάλλη χαρακτηρίστηκε τολμηρή, με δεδομένο ότι η Εκκλησία είχε τεράστια απήχηση στον λαό και είχε απαγορεύσει «πάσαν μετάφρασιν ή παράφρασιν του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης και αυτού του ελληνικού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης». Η θέση αυτή της Εκκλησίας ήταν σαφώς διατυπωμένη από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν μάλιστα απειλούσε με την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη.
Το έργο του Πάλλη στην αρχή πέρασε απαρατήρητο. Οταν όμως άρχισε να το δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ακρόπολις», με τον τίτλο «Το έργον της βασιλίσσης η “Ακρόπολις” το συνεχίζει», ξέσπασε η μεγάλη κρίση. Στο πρόσωπο του ιδρυτή και διευθυντή της εφημερίδας, Βλάση Γαβριηλίδη, βρήκε έναν ένθερμο υποστηρικτή.
Δυστυχώς για τον Πάλλη, εκείνη την περίοδο ο εθνικισμός κυριαρχούσε παντού. Η χρήση της δημοτικής ήταν οιoνεί εθνικό έγκλημα, με τους δημοτικιστές να παρουσιάζονται ως άθεοι και Σλάβοι, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας Όλγας.
Τα γεγονότα μέσα από τον Τύπο της εποχής
Η εφημερίδα της εποχής «Το Αστυ» δημοσίευσε εκτενές άρθρο για τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου: «Μετά μικράν συζήτησιν επί του ζητήματος της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, απεφάσισαν όπως μεταβώσιν εις την δημοσιεύσασαν αυτήν εφημερίδα εν σώματι και ζητήσουν την διακοπήν της δημοσιεύσεως. Αλλά μετά νεωτέραν σύσκεψιν, εθεώρησαν καλόν να ενωθώσι και μετά φοιτητών των λοιπών σχολών και όλοι ομού να προβούν εις διαμαρτυρίαν προ των γραφείων των εφημερίδων όσαι έγραψαν υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου».
Με την ολοκλήρωση των συζητήσεων, περίπου 400 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της «Ακροπόλεως», στην οδό Σταδίου, απειλώντας ότι «θα την πυρπολήσουν … και διά βροντωδών φωνών, άλλοι από τα παράθυρα, άλλοι από τους εξώστας των γραφείων και οι λοιποί από κάτω», καταφέρονταν εναντίον του εκδότη. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν με την παρέμβαση της Αστυνομίας, με τον επικεφαλής να διαβεβαιώνει τους φοιτητές «ότι δεν θα επαναληφθή η δημοσίευσις της περί ης ο λόγος μεταφράσεως. Αφού δε επανειλημμένως εζητωκραύγασαν υπέρ αυτού, οι φοιτηταί απεσύρθησαν εκείθεν».
Την αντίθεσή τους προς τη στάση της «Ακροπόλεως» εξέφρασαν με άρθρα τους οι εφημερίδες της εποχής «Εμπρός», «Σκριπ» και «Καιροί», κάνοντας λόγο για το «Εθνος που κινδύνευε λόγω της μετάφρασης του Ευαγγελίου». Τις ίδιες απόψεις δεν είχαν μόνο οι φοιτητές που είχαν βγει στους δρόμους. Στις διαδηλώσεις πήραν μέρος δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, αποφασισμένοι να δώσουν ένα καλό μάθημα στους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας.
Οι εφημερίδες που ήταν υπέρ των κινητοποιήσεων εξήπταν τα πάθη. Έκαναν λόγο για «σλαβικό κίνδυνο», με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των συγκεντρωμένων, οι οποίοι προσπάθησαν να μπουν στη Βουλή, για να αναγκάσουν σε παραίτηση τον Θεοτόκη. Κάποιοι επιχείρησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής ανεπιτυχώς, αφού η Χωροφυλακή «εδοκίμασε επί κεφαλών άμετρον βίαν».
Οι εφημερίδες που ήταν υπέρ των κινητοποιήσεων εξήπταν τα πάθη. Έκαναν λόγο για «σλαβικό κίνδυνο», με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των συγκεντρωμένων
Μπροστά στη γενική κατακραυγή, η «Ακρόπολις» διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές, δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντος αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των θεοπνεύστων ανδρών».
Αίμα και για την «Ορέστεια» του Αισχύλου, το 1903
Ανάλογες με αυτές των Ευαγγελιακών αντιδράσεις είχε προκαλέσει τα επόμενα χρόνια των συγκρούσεων η μεταφορά της «Ορέστειας» του Αισχύλου από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, διαπρεπή αρχαιολόγο, από τα αρχαία ελληνικά στην καθαρεύουσα. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι από τους καθηγητές τους, διαδήλωσαν απαιτώντας να μη γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν ή, κατά άλλες πηγές, δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Αποτέλεσμα των Ευαγγελιακών ήταν η προσθήκη από την αναθεωρητική Βουλή του 1911 στο Σύνταγμα (Άρθρο 2, παράγραφος 2) της φράσης: «Το κείμενον των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον· η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως».
Όταν έγινε η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1927, η φράση τροποποιήθηκε ως εξής: «άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας». Η διάταξη αυτή παρέμεινε απαράλλαχτη για τα επόμενα περίπου 50 χρόνια. Στο τελευταίο Σύνταγμα του 1975 (Άρθρο 3, παράγραφος 3) προστέθηκε η λέξη «επίσημος» («η εις άλλον γλωσσικόν τύπον επίσημος μετάφρασις»), ενώ στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή διευκρινίστηκε η έννοια της «επίσημης» μετάφρασης.