Toυ Λουκά Δ. Παπαδάκη
Aλλο ένα σημαντικό για την Ιστορία μας βιβλίο του ερευνητή στο Κέντρο Μελετών Μονής Κύκκου Κωστή Κοκκινόφτα, καρπός επίμοχθος τριάντα χρόνων, μας έρχεται από τη Λευκωσία και αφορά έναν μακρινό πρόγονό του, τον Κύπριο Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Μυριανθέα, η ζωή του οποίου είναι «μια περιπλάνηση στον κόσμο των Ελλήνων του 19ου αιώνα».
Ο Ιωάννης, όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα, γεννήθηκε το 1838 στο χωριό Καμινάρια. Σε ηλικία 10 χρονών χάνει τους γονείς του και εγκαθίσταται στο χωριό Φοινί σε θείο του, ο οποίος και τον διδάσκει τα πρώτα του γράμματα. Το 1851 αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα, όπου τίθεται υπό την προστασία μιας έξοχης προσωπικότητας του καιρού εκείνου, του Μητροπολίτη Πέτρας Μελετίου Ματτέου. Φοιτά στην Πατριαρχική Σχολή των Ιεροσολύμων (1853-1855) και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (1855-1859). Με την αποφοίτησή του χειροτονείται διάκονος και διδάσκει στη Σχολή. Ομως θέτει σε προτεραιότητα τη συνέχιση των σπουδών του και μεταβαίνει στην Ευρώπη με την οικονομική ενίσχυση του Μελετίου. Εκεί παρακολουθεί μαθήματα Θεολογίας, Παγκόσμιας Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ερμηνείας του Κορανίου, Ερμηνείας των προς Κορινθίους επιστολών του Αποστόλου Παύλου και Φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών (1862-1864) και στα Πανεπιστήμια Στρασβούργου (1864-1865), Χαϊδελβέργης (1865-1866) και Βόννης (1866-1867).
Το 1870 χειροτονείται πρεσβύτερος, προχειρίζεται σε Αρχιμανδρίτη και τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και διδάσκει στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού Αρχαία Ιστορία, Εκκλησιαστικό δίκαιο και Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας.
Το 1872 η Αγιοταφική Αδελφότητα αντιδρά κατά του εθνοφυλετισμού, καταδικάζει τους Βουλγάρους ως σχισματικούς και εκθρονίζει τον Πατριάρχη Κύριλλο Β΄ (1845-1872), ο οποίος υπό την επίδραση του Ρώσου πρέσβη, είχε διαφοροποιήσει τη θέση του. Ο Ιερώνυμος συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα. Ακολούθως διορίζεται μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου και διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού (1872-1874).
Το 1874 αναχωρεί για το Λονδίνο, όπου αναλαμβάνει ιερατικός προϊστάμενος στον ναό του Σωτήρος Χριστού της ελληνικής κοινότητας. Από το 1875 μέχρι το 1884 έχει σειρά συνομιλιών με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίλιαμ Γλάδστωνα για εκκλησιαστικά ζητήματα και το μέλλον τής Κύπρου. Γράφει στις 8/20 Μαΐου 1880 στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο: «Η Α. Εξοχότης επεφόρτισέ με ν’ ανακοινώσω τη Υμετέρα Μακαριότητι ταύτα: α. Η Κύπρος ουδέποτε επιστραφήσεται τη Τουρκία, β. Αι υποθέσεις αυτής μεταβιβασθήσονται από του Υπουργείου των Εξωτερικών εις το των Αποικιών, γ. Πολλαί διατάξεις ακυρωθήσονται και η Κυβέρνησις από στρατιωτικής μεταβληθήσεται εις πολιτικήν, δ. Γενήσονται μεταρρυθμίσεις δικαστικαί και άλλαι, αλλά βαθμηδόν και κατ’ ολίγον. Εν γένει η Κύπρος κυβερνηθήσεται κατά τας αρχάς της ελευθερίας και φιλανθρωπίας».
Το 1886 τραυματίζεται σοβαρά σε ατύχημα από έκρηξη φωταερίου, παραιτείται από προϊστάμενος και αναχωρεί για το Σαιν Μόριτζ της Ελβετίας και ακολούθως για τη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1887 περιηγείται στην Ισπανία και ύστερα εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου και θα αποβιώσει το 1898 σε ηλικία εξήντα μόλις ετών.
Αρκετές φορές είχε την ευκαιρία να γίνει αρχιερέας, όμως διάφοροι λόγοι τον εμπόδισαν. Το 1866 απέρριψε πρόταση να είναι υποψήφιος στον Μητροπολιτικό θρόνο Κιτίου, θέτοντας ως προτεραιότητα την ολοκλήρωση των σπουδών του. Το 1871 εξελέγη στον Μητροπολιτικό θρόνο Κυρήνειας, αλλά οι Οθωμανοί ακύρωσαν την εκλογή του, εξαιτίας του προλόγου στο βιβλίο του «Περί των αρχαίων Κυπρίων», όπου κατά τη γνώμη τους, περιλαμβάνονταν επιλήψιμα στοιχεία για τη διοίκηση του νησιού. Πράγματι «ο Ιερώνυμος επεδίωξε με την ανωτέρω έκδοση να καταδείξει τη στενή σχέση της Κύπρου με την Ελλάδα, μέσω των δεσμών του αίματος, της γλώσσας, της θρησκείας και της παράδοσης των κατοίκων τους». Επίσης «επεσήμαινε το γεγονός ότι ο λαός δυστυχούσε από την περίοδο που κατάκτησαν την Κύπρο οι Οθωμανοί, όπως καταδείκνυαν οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής του και το χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο. Γι’ αυτό καλούσε σε συστράτευση όσους μπορούσαν να συμβάλουν στην πνευματική του ενδυνάμωση, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν δινόταν έμφαση στη στήριξη της Ορθόδοξης πίστης και στην ενίσχυση της Ελληνικής γλώσσας».
Το 1880 επανεξελέγη στον Μητροπολιτικό θρόνο Κυρήνειας, αρνήθηκε όμως να αναλάβει, κρίνοντας ότι από το Λονδίνο προσέφερε καλύτερες υπηρεσίες στην Κύπρο και τα Ιεροσόλυμα. Απέρριψε επίσης προτάσεις να εκλεγεί στους Μητροπολιτικούς θρόνους Κερκύρας (1881), Πατρών (1883), Σπάρτης και Φθιώτιδας (1886). Το 1887 εξελέγη εκ νέου στον Μητροπολιτικό θρόνο Κυρήνειας, αλλά και πάλι απέρριψε την εκλογή για λόγους υγείας. Για τους ίδιος λόγους απέρριψε το 1891 και την προώθηση της υποψηφιότητάς του στον Πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας.
Εκτός του βιβλίου του «Περί των αρχαίων Κυπρίων», μελέτες του στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά δημοσιεύτηκαν στα αθηναϊκά περιοδικά “Φιλίστωρ”, “Ευαγγελικός Κήρυξ”, “Ορθόδοξος Επιθεώρησις” και “Πανδώρα”, στην “Κλειώ” της Τεργέστης, στον “Εσπερο” της Λειψίας, στο “Μύρια Οσα” του Παρισιού. Μεταξύ αυτών είναι οι «Κυπριακαί Λέξεις», «Ο Επίγειος Παράδεισος», η «Αιθιοπία», η «Γη Ευιλάτ», «Περί της καταγωγής των αρχαίων κατοίκων της Παλαιστίνης και ιδίως των Φιλισταίων», «Ο θρίαμβος της Χριστιανικής θρησκείας εν τω κόσμω», «Ο εν Παλαιστίνη ελληνικός κλήρος και αι κατ’ αυτού συκοφαντίαι», «Ανταπόκρισις εξ Ιεροσολύμων», «Αρχαιολογικά Ιερουσαλήμ», «Λόγος εις το μνημόσυνον του αοιδίμου Κωνσταντίνου Κανάρη…», «Πέτρος Βράιλας – Αρμένης», «Η εν Αγγλία Εκκλησιαστική Σύνοδος», «Βραχεία και αυτοσχέδιος περιήγησις εν Ισπανία».
Οποιος διαβάζει Εκκλησιαστική Ιστορία γνωρίζει ότι οι κληρικοί ανέκαθεν μεριμνούσαν ιδιαιτέρως για την παιδεία, πολλοί μάλιστα διέθεταν για την προαγωγή της την προσωπική τους περιουσία. Μεταξύ αυτών και ο Ιερώνυμος, ο οποίος ίδρυσε το 1882 στη γενέτειρά του Καμινάρια, Ελληνικόν Δημοτικόν Σχολείον, του χορήγησε μάλιστα προς συντήρηση επτακόσιες πενήντα λίρες τότε και άλλες τετρακόσιες με τη διαθήκη του. Αλλά στη διαθήκη ο Αγιοταφίτης αδελφός δεν παρέλειψε να εκφράσει εμπράκτως την ευγνωμοσύνη του προς τη Σχολή εκείνη που πρώτη τον κατάρτισε θεολογικά: «Αφήνω πεντακοσίας λίρας στερλίνας εις την εν τη Ιερά Μονή του Σταυρού Θεολογικήν Σχολήν των Ιεροσολύμων, προς ένδειξιν της προς αυτήν ευγνωμοσύνης μου, δι’ ην μοι παρέσχε πρώτην εκπαίδευσιν. Εις την αυτήν Θεολογική Σχολήν των Ιεροσολύμων κληροδοτώ και όλα τα βιβλία και χειρόγραφά μου…». Και επίσης: «Εις το άρτι ιδρυθέν εν Λευκωσία της Κύπρου Ελληνικόν Γυμνάσιον κληροδοτώ λίρας στερλίνας διακοσίας πεντήκοντα. Εάν όμως το Γυμνάσιον μη υπάρχη κατά τον θάνατόν μου, ορίζω αι εν λόγω διακόσιαι πεντήκοντα λίραι στερλίναι να διανεμηθώσιν εξ ίσου εις τα Ελληνικά Σχολεία των τριών πόλεων, Λευκωσίας, Λάρνακος και Λεμεσού».
Στο δεύτερο μέρος τού βιβλίου δημοσιεύονται έγγραφα τα οποία είναι κυρίως επιστολικά. Παρατηρούμε και εδώ ότι μείζονα εθνικά ζητήματα παραμένουν ανεπίλυτα, εμφανίζονται ίσως με διαφορετική μορφή και παρουσιάζουν φάσεις έξαρσης και ύφεσης: «Προϊόντος του χρόνου οι χριστιανικές αξίες τοποθετούνται στο περιθώριο της κοινωνίας, με αποτέλεσμα οι Ελληνες να αποξενώνονται από τις ηθικές δυνάμεις με τις οποίες είχαν συμπορευτεί κατά την πολύχρονη ιστορία τους».
Διαβάζουμε επίσης επιστολή του Ιερωνύμου προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιερόθεο (1875-1882), με την οποία τον ενημερώνει για τις παραστάσεις του προς τη Βρετανική Κυβέρνηση σχετικά με το Μοναστηριακό ζήτημα (29.5.1878). Τότε οι κυβερνήσεις της Ρουμανίας και της Ρωσίας, αμφισβητώντας τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που είχαν τα Πατριαρχεία της Ανατολής σε μονές της επικράτειάς τους, είχαν αποφασίσει και αφαιρέσει τα εισοδήματα των μονών αυτών από τα χέρια των Ελλήνων μοναχών και τα απέδιδαν σε ωφελιμότερους, κατά την κρίση τους, σκοπούς: «…Τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και τα επίλοιπα ευαγή καταστήματα εν τη Ανατολή επορίζοντο τα προς συντήρησίν των εκ των εν Ρουμανία και Ρωσσική Βεσσαραβία κτήματά των, αφ’ ου δε από τινος χρόνου κατεσχέθησαν και τα τελευταία υπό της Ρωσσικής Κυβερνήσεως, ευρίσκονται εις την πλέον αξιοδάκρυτον κατάστασιν…».
Είναι φανερό ότι η Ελληνική Ορθοδοξία προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και πάντοτε βρίσκονται αδελφοί εν Χριστώ πρόθυμοι να συνδράμουν οικονομικώς, με αντάλλαγμα όμως την αλλοίωση του χαρακτήρα της. Τη χρονιά θανάτου του Ιερωνύμου γράφει ο διάκονος τότε Μελέτιος Μεταξάκης σε επιστολή του: «Εάν οι Αγιοταφίται διορθώσωσι τα ήθη των και τον βίον των, ούτως ώστε να μη έχωσι την ανάγκην του χρήματος της Ρωσσίας, επί πολύ έτι θα κρατώσι το παγκόσμιον τούτο προσκύνημα…».