Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, εἴδαμε τὸν Κύριο νὰ κάνει ἄλλο θαῦμα μέσα σὲ μία συναγωγή, ὅπου δίδασκε. Τὸ θαῦμα ἔγινε σὲ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπὶ δεκαοκτὼ χρόνια δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσει τὸ κορμί της οὔτε νὰ κουνήσει τὸ κεφάλι της. Ἔμενε σκυμμένη.
Ὅπως εἴπαμε, τὸ θαῦμα ἔγινε σὲ μία συναγωγή. Κάθε ἑβδομάδα οἱ Ἑβραῖοι συγκεντρώνονταν στὴ συναγωγὴ, γιὰ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μελετοῦν τὴ Γραφή. Στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἀνέβαιναν γιὰ νὰ γιορτάσουν τὶς μεγάλες γιορτές, ἀλλὰ σὲ κάθε πόλη, ἀκόμη καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὅπου ὑπῆρχε ἑβραϊκὴ παροικία, ἔκτιζαν τὴ συναγωγή. Σὲ μία, λοιπόν, συναγωγὴ δίδασκε ὁ Χριστός, ἡμέρα Σάββατο. Αὐτὴ ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως σὲ αὐτὴν τὴν ἐντολὴ οἱ Φαρισαῖοι πρόσθεσαν δικές τους διατάξεις, ποὺ δὲν ἀπηχοῦσαν τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ἀλλὰ φόρτωναν τὸν κόσμο μὲ βαρειὰ φορτία, δυσβάστακτα.
Μέσα στὴ συναγωγὴ ποὺ δίδασκε ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρχε μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας πονηροῦ πνεύματος ἦταν καμπουριασμένη καὶ δὲν μποροῦσε, ὅπως εἴπαμε, νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι της μέχρι πάνω. Ἦταν συνεχῶς σκυμμένο καὶ δὲν τὸ κουνοῦσε καθόλου. Παρὰ τὸ πρόβλημά της, ἦλθε στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὴ διδασκαλία τοῦ νόμου. Ὁ Ἰησοῦς τὴν πρόσεξε. Τὴ φώναξε καὶ τῆς εἶπε: “Γυναίκα, εἶσαι ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου”. Ὄχι μόνο τῆς μίλησε, ἀλλὰ καὶ ἔβαλε τὰ χέρια Του πάνω της. Τὴν ἄγγιξε. Ὡς Θεὸς τὴ θεράπευσε μὲ τὸν λόγο Του· ὡς ἄνθρωπος μὲ τὰ χέρια Του. Ἀμέσως ἡ γυναίκα ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ ἐπανέκτησε τὴν ὄρθια στάση τοῦ σώματος.
Ἀλλὰ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐνοχλήθηκε. Ἀγανάκτησε γιατί ἦταν Σάββατο, ὅταν ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἀντὶ νὰ χαρεῖ ποὺ μία δυστυχισμένη γυναίκα βρῆκε τὴν ὑγεία της, δείχνει τὴ δυσφορία του. Δὲν τολμᾶ νὰ ἀπευθυνθεῖ ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἰησοῦ. Στρέφεται πρὸς τὰ μέλη τῆς συναγωγῆς καὶ τοὺς λέγει: “Στὴ διάθεσή σας ἔχετε ἕξι ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἐργάζεσθε. Αὐτές, λοιπόν, τὶς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε· ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου”. Ὁ Κύριος δὲν ἀφήνει ἀναπάντητη αὐτὴν τὴν αἰχμὴ τοῦ ἀρχισυναγώγου. Τὸν ἀποκαλεῖ ὑποκριτή, γιατί ἡ θεοσέβειά του ἦταν ἐπίπλαστη. Λέγει αὐτὸ ποὺ γινόταν στὴν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ καθένας τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ βόδι ἢ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσει; Tὸ Σάββατο ἁγιάζεται μὲ τὸ νὰ διακόψουν κάθε ἔργο ὑλικὸ καὶ νὰ ἀφοσιωθοῦν στὰ πνευματικὰ ἔργα. Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, κάνουν τέτοια ἔργα ὑλικὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, “αὐτὴ ἡ θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ὁ σατανᾶς ἔδεσε μὲ τὴν ἀρρώστια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸ δέσιμό της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;”. Προφανῶς αὐτὴ ἡ γυναίκα ἦταν Ἑβραία. Ὁ δὲ Κύριος, μὲ ὅσα εἶπε, ξεσκέπασε τὴν ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου. Τιμᾶ τὴν ἐντολὴ τοῦ νόμου αὐτὸς ποὺ πηγαίνει γιὰ πότισμα τὸ βόδι ἢ τὸν ὄνο καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο; Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἦταν ἀφορμὴ νὰ ντροπιασθοῦν ὅσοι ἦσαν μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀρχισυναγώγου, ὅσοι ἦσαν ἀντίθετοι μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ἀντίθετα ὁ ἁπλὸς λαὸς χαίρονταν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου, τὴν ὁποία ἐλέγχει ὁ Κύριος, εἶναι μεγάλο μάθημα γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Χριστὸς δὲν κατηγόρησε μόνον αὐτὸν τὸν ἀρχισυνάγωγο ὡς ὑποκριτή. Προπάντων τοὺς φαρισαίους ἤλεγξε γιὰ τὴν ὑποκρισία τους. Ὁ Φαρισαῖος… Ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συγκεντρώνει τὴν ψεύτικη, τὴν τυποκρατικὴ καὶ ἐγωκεντρικὴ θρησκευτικότητα σὲ βαθμὸ ἐξαιρετικό. Εἶναι ἡ ἐνσάρκωση αὐτῆς τῆς θρησκευτικότητας. Γνωρίζουμε ὅλοι ποιός ὑπῆρξε ὁ κύριος πολέμιος τῆς ὑποκρισίας τοῦ φαρισαίου. Ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως καὶ γνωστὸ ποῦ κατέληξε αὐτὸς ὁ πόλεμος: Στὸν Γολγοθᾶ, στὸν Σταυρό. Ἀλλὰ ἔχουμε προσέξει ὅτι, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἀκολούθησε ἡ Ἀνάσταση, ἡ Πεντηκοστή, ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἡττημένος φαρισαῖος κατάφερε νὰ κάνει πάλι τὴν ἐμφάνισή του· ὄχι ὡς σταυρωτής, ἀλλὰ ὡς μαθητής· νὰ εἰσχωρήσει στὸν δικό μας χῶρο καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ περάσει μέσα μας τὴ νεκρή, τὴν ἀποστεωμένη θρησκευτικότητά του;
Ὁ ὑποκριτὴς ἀλλάζει πολλὰ πρόσωπα, γιατί τὸ δικό του τὸ ἔχει χάσει. Ὅταν, μάλιστα, πέφτουν οἱ μάσκες, τότε ἀποδεικνύεται ποιός εἶναι. Εἶναι σὰν ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο ἐπεισόδιο ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μ. Βασιλείου. Κάποιος εἶχε ἐξασκήσει ἕναν πίθηκο νὰ χορεύει καὶ νὰ φέρεται σὰν ἄνθρωπος. Τὸν εἶχε ντύσει μὲ ροῦχα ἀριστοκράτη καὶ τοῦ εἶχε βάλει μάσκα ἀνθρώπινη. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀνθρωπάκι, ὅπως τὸν ἔβλεπαν νὰ χορεύει. Κάποιος ὅμως ἀπὸ τοὺς θεατὲς ποὺ κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, εἶπε: Τώρα θὰ δεῖτε ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ πίθηκο. Πέταξε ἀμύγδαλα πάνω στὴ σκηνή. Τὸ ζῶο παράτησε τοὺς χορούς, ἔσχισε τὴ μάσκα, γιατί τὸ ἐμπόδιζε, καὶ ὅρμησε στὰ ἀμύγδαλα, γιὰ νὰ τὰ φάει. Ἔτσι, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, εἶναι καὶ οἱ ὑποκριτές. Μόλις ἐμφανισθεῖ τὸ συμφέρον τους, λησμονοῦν τὸν ἐπιφανειακὸ ἀνθρωπισμό τους καὶ ἀποδεικνύονται κτήνη.
Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι οἱ ἠθοποιοὶ τῆς θρησκείας. Μόλις τοὺς πλησιάσεις καὶ τοὺς θίξεις κάποιο συμφέρον, ποὺ εἶναι ἀσήμαντο, μόλις προκαλέσεις λίγο τὸν ἐγωισμό τους, τότε ἀποδεικνύονται πόσο καλοὶ ἠθοποιοὶ εἶναι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ἀποκαλύπτει τοὺς ὑποκριτές, τὴν ψεύτικη εὐσέβειά τους. Δὲν εὐαρεστεῖται σὲ αὐτούς. Οἱ ὑποκριτὲς ἔχουν μόνον τὴ μορφὴ τῆς εὐσέβειας. Αὐτοδικαιώνονται. Λέγουν πολλά, ἀλλὰ δὲν κάνουν τίποτε. Φαινομενικὰ εἶναι ζηλωτὲς στὰ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ οὐσίαν εἶναι ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι.
Ὅμως ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, δὲν ἦλθε γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων. Ἦλθε στὴ γῆ, ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ ἀνυψώσει τὴ «συγκύπτουσα» ἀνθρωπότητα· τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό, γιατί θέλησε νὰ σηκώσει κεφάλι, καὶ γι’ αὐτὸ κύρτωσε. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ ὑψώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ αὐτὸ τὸ κύρτωμα. Τὰ πάθη τὸν κρατοῦσαν δέσμιο καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ σηκωθεῖ παντελῶς. Ἀλλὰ ἦλθε ὁ Λυτρωτής, πλησίασε τὴν κυρτωμένη ἀνθρωπότητα, τὴν ἄγγιξε μὲ τὰ σταυρωμένα χέρια Του, ἔδειξε ὅλη τὴ συμπάθεια καὶ τὴν τέλεια ἀγάπη Του. Ἡ ἀνθρωπότητα “λύνεται” πλέον ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, τὴν ἁμαρτία.
Γι’ αὐτὸ πλέον ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σώζεται, ἀγωνίζεται νὰ μένει ὄρθιος· νὰ μὴ τὸν ρίξει πάλι κάτω τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς “ἀσθενείας” του· ἀλλὰ σωζόμενος πλέον νὰ δοξολογεῖ τὸν Σωτῆρα του, στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.