Χριστιανοί μου ἀγαπητοί,
Τό Μέγα γεγονός τῆς θείας Ἐνσαρκώσεως γιορτάζουμε γιά μία φορά ἀκόμη. Τήν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ βιώνει ὁ καθένας μας αὐτές τίς μέρες καί μάλιστα τούτη τήν ἅγια νύχτα «πού τήν προσμένουν μέ χαρά οἱ χριστιανοί».
Ὁ πάνσοφος Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο νά κατοικήσει στόν Παράδεισο, γιά νά εἶναι μέτοχος τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐτυχίας τοῦ Δημιουργοῦ του. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μέ τήν παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων ἐξέπεσε ἀπό τή θέση αὐτή πού τοῦ ἔδωσε ὁ Δημιουργός του καί στερήθηκε πολλά ἀπό τά θεῖα δῶρα πού ἀπολάμβανε τόν πρῶτο καιρό. Ἡ στέρηση αὐτῶν τῶν δώρων καί προπάντων ἡ ἔλλειψη θεοκοινωνίας προκάλεσε στόν ἄνθρωπο ἀπερίγραπτη δυστυχία. Ἦταν ἀδύνατο νά γεμίσει τό κενό πού μέσα του ἔνιωθε ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καί νά θεραπεύσει τήν ψυχική πληγή πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία. Αὐτή ἡ δυστυχία εὐτυχῶς τοῦ ἐμφυσοῦσε τή λαχτάρα νά ξανασυναντήσει Αὐτόν πού πίκρανε μέ τήν ἀνυπακοή του. Κάθε ἡμέρα, ἐντούτοις, διαπίστωνε ὅτι μόνος του ἦταν ἀδύνατο νά διορθώσει τή ζωή του. Ὁ καθένας κατανοοῦσε αὐτή τήν ἀδυναμία καί τήν ἐλπίδα του πλέον ἄρχισε νά στηρίζει μόνο στόν Θεό. Καί κάποια ἱστορική πολυσήμαντη στιγμή «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου».
Ὁ ἀχώρητος, ἄχρονος καί αἰώνιος Κύριός μας πραγματοποιεῖ ἕνα ἅλμα σωτήριο καί εἰσέρχεται στόν κοσμικό χωροχρόνο. Ὁ Παμμέγιστος Θεός, «ὁ τέλειος καί μηδενί λειπόμενος», ὁ Ἄναρχος καί Ἀτελεύτητος κατεβαίνει στή γῆ ὄχι σάν ἁπλός ἐπισκέπτης, οὔτε, θά λέγαμε, σάν ἐξωγήινος, ἀλλά ὡς ὅμοιος μέ ἐμᾶς τούς μικρούς, τούς ἁμαρτωλούς, τούς πεπερασμένους. Γεννιέται βρέφος, τρέφεται μέ τό γάλα τῆς Παναγίας Μητέρας του, πεινάει, διψάει, κουράζεται, ἱδρώνει καί κλαίει. Αὐτός πού δέν ἀλλοιώνεται οὔτε γηράσκει, πού διαμένει στόν αἰῶνα ἔρχεται στην πολυστένακτη γῆ ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου καί πολιτογραφεῖται στούς ληξιαρχικούς καταλόγους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀπογράφεται μ΄ὅλη τή ρωμαϊκή Οἰκουμένη. Καταγράφεται τό ὄνομά του, «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα» μαζί μέ τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων. «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;», ψάλλει ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτός πού δέ χωρεῖ πουθενά χώρεσε στήν κοιλιά μιᾶς μικρῆς στήν ἡλικία μητέρας καί κατ΄ ἐπέκταση, δυνάμει τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Κοινωνίας, εἰσέρχεται στήν ὕπαρξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀκόμη καί τοῦ πιό μικροῦ καί ἀσήμαντου.
Ποιό ἦταν, ὅμως, το κίνητρο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ δεύτερου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος; «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ΄ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπίσης, ὑπογραμμίζουν σαφῶς ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς θείας εὐδοκίας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Χαρακτηριστικά ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης τονίζει: «οὐδέν οὕτω περισπούδαστον ὡς ἡ ἀγάπη, δι΄ἥν καί ἄνθρωπος γέγονεν καί μέχρι θανάτου ὑπήκουεν…ἀγάπης τοίνυν μηδέν ἀγόμεθα προτιμότερον….οὐδέν μεῖζον ἀγάπης».
Ἑπομένως, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, τή νύκτα ἐκείνη, μέ τή Γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπεκαλύφθη τό μέγα μυστήριο τῆς ἀκίβδηλης ἀγάπης, πού σηματοδότησε τήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καί τή συνάντησή του μέ τόν Δημιουργό του καί τούς συνανθρώπους του. Σέ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως παρουσιάζεται ὁ Χριστός νά κρατάει μέ τό ἕνα χέρι του τό χέρι τοῦ Ἀδάμ καί μέ τό ἄλλο τῆς Εὔας, βγάζοντάς τους ἀπό τά μνήματα. Αὐτή εἶναι μιά ἐκπληκτική ἀλήθεια πού ἔχει σχέση μέ τή σάρκωση τοῦ Κυρίου. Αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στή γῆ νά πραγματοποιήσει. Νά μᾶς βγάλει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν μας, γιατί μόνοι μας δέν μπορούσαμε. Καί ἀκόμη ἦλθε, γιά νά μᾶς δείξει τόν ἀδελφό μας καί νά μᾶς πεῖ ὅτι ἡ προσωπική χαρά καί εὐτυχία μας περνάει ἀπό τόν πλησίον μας.
Τέτοιο ἅλμα πρός τή βελτίωσή μας, πρός τόν πλησίον μας καί ἐν τέλει πρός τόν Θεό μόνο μέ τήν ἐφαρμογή τῆς καινῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πραγματοποιεῖται. Αὐτή ἡ ἐντολή γεννήθηκε στήν ἄσημη ἀλλά φωταγωγήσασα τήν Οἰκουμένη Βηθλεέμ μαζί μέ τόν νηπιάσαντα βασιλέα τῆς Κτίσης. «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς..» Μέτρο καί κριτήριο τῆς ἀγάπης αὐτῆς εἶναι τό πνεῦμα τῆς θυσίας χάριν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀληθής ἀγάπη εἶναι μία «κένωσις» χάριν τοῦ πλησίον, μία συντριβή τοῦ «ἐγώ» μας χάριν τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτή ἐνέπνευσε καί προσέφερε στόν κόσμο τήν ἀδιανόητη ἐκείνη «κένωσιν» τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Γι΄αὐτό ὁ Κύριός μας «Ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών καί ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» κατά τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καί ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Ἀφοῦ ὁ Θεός τέτοιο ἀσύλληπτο ἅλμα πραγματοποίησε, ὥστε ὁ Ἄκτιστος νά συναντᾶται μέ τό κτίσμα καί ὁ Ἄναρχος μέ τόν πεπερασμένο ἄνθρωπο, εἴμαστε καί ἐμεῖς ὑποχρεωμένοι νά ἐπιδιώξουμε νά βαδίσουμε τήν ὁδό τῆς γνήσιας ἀγάπης, γιά νά συναντηθοῦμε μέ τόν Δημιουργό, Εὐεργέτη καί Σωτῆρα μας Κύριο καί μέ τόν συνάνθρωπό μας, πού ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024
Εὐχέτης πρός τόν Γεννηθέντα Κύριό μας