Ήταν Απρίλης του 2015 όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να εξοντώσουν τους Αρμένιους…Ήταν τότε που η λογική… θεών και ανθρώπων δεν μπορούσε να εξηγήσει τις ανθρώπινες πράξεις…Μετά ήρθε η γενοκτονία των Ποντίων και 20 χρόνια αργότερα αυτή των Αρμενίων από τον Χίτλερ τον θαυμαστή του Κεμάλ.
Ως γενοκτονία των Αρμενίων (Αρμενικά: Հայոց Ցեղասպանություն, Χαγιότς τσεγκασπανουτιούν) αναφέρονται τα γεγονότα εξόντωσης Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σφαγές Αρμενίων είχαν γίνει και ενωρίτερα επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-96, με τον αριθμό των νεκρών να εκτιμάται μεταξύ 80 και 300 χιλιάδων και τον αριθμό των ορφανών παιδιών σε 50.000. Ωστόσο οι πλέον εκτεταμένες σφαγές Αρμενίων αποδίδονται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18). Ως έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας συμβολικά θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν η ηγεσία της Αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης φυλακίστηκε και εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης απαγχονίστηκαν. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες.
Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000.
Η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη «γενοκτονίας» και ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εξόντωση αλλά εκτοπισμός του Αρμενικού πληθυσμού. Το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει πως οι Αρμένιοι αντάρτες υποστήριζαν τα ρωσικά στρατεύματα κατά την εισβολή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άλλοι αρνητές, υποστηρίζουν πως δεν υπήρξαν ενέργειες οι οποίες έχουν σκοπό την εξολόθρευση, άρα δεν είναι γενοκτονία Σύμφωνα με τον Μουσταφά Ακιόλ, η γενοκτονία (την αποκαλεί «εθνοκάθαρση») συνέβη εξ αιτίας της κατάρρευσης της «ανεκτικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης του εθνικισμού.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Ελλήνων και των Ασσυρίων (Νεστοριανών χριστιανών).
Εκτός από τη δολοφονία ανθρώπων, η γενοκτονία περιλάμβανε και την απαγωγή γυναικών και παιδιών τα οποία εξισλαμίζονταν, άλλαζαν ονόματα και ενσωματώνονταν σε νοικοκυριά μουσουλμάνων (Τούρκων, Κούρδων, Αράβων κ.ά.) ως σύζυγοι ή σκλάβοι. Σύμφωνα με τα έθιμα των τοπικών φυλών, για να αποφεύγονται οι αποδράσεις, οι σκλάβοι μαρκάρονταν με τατουάζ στο πρόσωπο ή το λαιμό. Πόλεις όπως η Χαρπούτ (Δυτική Αρμενία) και η Μεζρέ (Αν. Τουρκία) είχαν γίνει κέντρα εμπορίας Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων σκλάβων. Εκεί “οι πλέον επιθυμητές γυναίκες, κυρίως αυτές από πλούσιες οικογένειες, ζητούνταν από τοπικούς μουσουλμάνους και ελέγχονταν από γιατρούς για αρρώστιες κτλ.” Μετά το τέλος του Α’ Παγκ. Πολέμου, στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι σύμμαχοι απελευθερώθηκαν πάνω από 90.000 ορφανά Αρμενίων από την Τουρκία, τη Συρία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αρμενία και τη Γεωργία.
Το τί συνέβη εκείνη την περίοδο περιγράφει ο Αρμιν Βέγκνερ νεαρός Γερμανός εθελοντής εθελοντής στον στρατό των νεότουρκων .Ηταν οάνθρωπος που απαθανάτισε τη γενοκτονία… και φωτογραφικά,όπως αναφέρει σε κειμενό του ο Βασίλης Στοϊλόπουλος , με κίνδυνο της ζωής του.
Ο Γερμανός Άρμιν Βέγκνερ υπήρξε στα νεανικά του χρόνια εθελοντής υπαξιωματικός του υγειονομικού στο στρατό των Νεότουρκων και ως εκ τούτου ένας από τους σημαντικότερους αυτόπτες μάρτυρες της αρμενικής γενοκτονίας στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έχοντας εύκολη πρόσβαση, λόγω της ιδιότητάς του, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των εκτοπισμένων Αρμενίων και με άμεσο κίνδυνο της ζωής του φωτογράφισε και κατέγραψε τα απάνθρωπα γεγονότα της γενοκτονίας που σημάδεψαν για πάντα τη ζωή του.
Φωτογραφίζει Αρμένιους ιερείς να σκάβουν τάφους νεκρών συμπατριωτών τους, μ΄ ένα από αυτούς να του εξομολογείται: «Κάποτε ήμουν ιερέας, τώρα είμαι ένα πρόβατο που θα το σφάξουν».
Στέλνει κρυφά σε Αμερική και Γερμανία εκατοντάδες ντοκουμέντα της αρμενικής “Aghet” (καταστροφής), όπως αυτό το παιδικό παπούτσι.
Φωτογραφίζει πεινασμένους, απελπισμένους, αρρώστους και εκτοπισμένους στις ερήμους της Συρίας, γεγονός που ισοδυναμούσε με το σίγουρο θάνατο.
Γράφει γράμματα γεμάτα οδύνη και απελπισία στους συγγενείς του στη Γερμανία: «Από παντού με καλούν, η πείνα, ο θάνατος, οι ασθένειες, η απελπισία. Οσμές κοπράνων και αποσύνθεσης νεκρών αναδύονται παντού. Κατεβαίνω μέσα στο σκοτάδι στο ποτάμι. Σ’ ένα ρέμα βρίσκω μια πυραμίδα από ανθρώπινα οστά. Νεκροκεφαλές που έχουν ακόμα τρίχες μαλλιών. Κάποια στιγμή με πλακώνει μαύρη απελπισία και με παίρνουν τα κλάματα σαν να έπρεπε να καταστρέψω όλες τις ελπίδες, όλους τους πυρήνες της αγάπης, που πάντοτε μ΄ ένωναν με τη ζωή».
Τα ντοκουμέντα γίνονται γνωστά στη Γερμανία και αποτελούν την αιτία που το 1917, πριν λήξη ο πόλεμος, ο Βέγκνερ απολύεται από το γερμανικό στρατό.
Στις 19 Ιανουαρίου 1919 και πριν ακόμα παρθούν οι μεγάλες αποφάσεις για τη μεταπολεμική Τάξη Πραγμάτων στέλνει επιστολή, «Μοιρολόι για τους Αρμένιους», στον Αμερικανό Πρόεδρο Ουίλσον ζητώντας τη δικαίωση για το 1,5 εκατομμύριο θυσιασθέντων Αρμενίων με στόχο την ανακήρυξη ανεξάρτητου αρμενικού κράτους.
Την ίδια χρονιά συμμετέχει στην ίδρυση της Ομοσπονδίας κατά του πολεμικής θητείας και αναλαμβάνει τη διεύθυνσή της.
Μέχρι το 1924 ο Βέγκνερ παρουσιάζει τις μαρτυρίες του και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα σε διάφορες πόλεις, Βερολίνο, Βιέννη, Μπρέσλαου.
Όλα μένουν όμως «βουβοί μάρτυρες» που κανείς δεν θέλει να γνωρίζει.
Μετά το Μεγάλο Πόλεμο, σε όλη του τη ζωή, ο συγγραφέας και αντιναζιστής Βέγκνερ, προσπαθούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα για όσα απάνθρωπα έζησε στις ερήμους της Συρίας δίπλα στους εκτοπισμένους Αρμενίους. Δεν τα κατάφερε. Ίσως γιατί ταυτίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής του με τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της τουρκικής θηριωδίας, έχοντας πάντα το ερώτημα: «Γιατί να ζω, όταν εκατομμύρια άλλοι έπρεπε να πεθάνουν;»
Το δριμύ «κατηγορώ» του Βέγκνερ για την πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα πέρασε σύντομα στη λήθη. Άλλωστε, ακόμα και ο Χίτλερ, λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κι ενόψει μιας ενδεχόμενης εξολόθρευσης της «πολωνικής φυλής», αναρωτήθηκε: «Ποιος θυμάται σήμερα τους Αρμένιους;»
Ο Βέγκνερ γνώριζε από «πρώτο χέρι ότι στη γενοκτονία συμμετείχαν ενεργά – στον σχεδιασμό αλλά και στην εκτέλεση – και ανώτατοι Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι δεν είχαν απλώς επιρροή στις στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών, αλλά ακόμη και αρχηγικές θέσεις. Όπως ο στρατηγός Όττο Λίμαν φον Σάντερς, ο επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Τουρκία, που είχε το πρόσταγμα στη μάχη της Καλλίπολης, η νικηφόρα έκβαση της οποίας, στις αρχές του 1915, εξασφάλισε τον γερμανικό-οθωμανικό έλεγχο των Δαρδανελίων και την αποκοπή της Ρωσίας από τους Δυτικούς συμμάχους της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» και ταλαιπώρησε αφάνταστα την Ελλάδα με τον «Εθνικό Διχασμό».
Η γερμανική συμμετοχή στο οθωμανικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ήταν καθοριστική και το 2015 θεωρήθηκε από την ίδια τη γερμανική βουλή σαν «γερμανική συνυπευθυνότητα». Όχι μόνο λόγω του εξοπλισμού, όπως φαίνεται στη φωτογραφία όπου ο τουρκικός στρατός συνοδεύει εκτοπισμένους Αρμένιους οπλισμένος με γερμανικά Mauser, αλλά και επειδή Γερμανοί αξιωματικοί συμμετείχαν, ακόμα και προσωπικά στη γενοκτονία των Αρμενίων. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν μάλιστα ότι ο «ιθύνων νους πίσω από τις εκτοπίσεις» ήταν ο στρατηγός Φρίντριχ Μπρόνσαρτ φον Σέλντορφ, που υπηρέτησε περίπου ως Αρχηγός Επιτελείου του οθωμανικού στρατού.
Αφορμή της αρμενικής «καταστροφής» ήταν η «συνωμοσία των Αρμενίων με τους Ρώσους» κατά των Κεντρικών Δυνάμεων και η δημιουργία κάποιων αρμενικών ανταρτικών σωμάτων.
Tα τσαρικά στρατεύματα του Καυκάσου είχαν εισέλθει στις αρχές του 1915 στην ανατολική Μικρά Ασία ανοίγοντας ένα νέο μέτωπο για τις Κεντρικές Δυνάμεις.
Ο Γερμανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Χανς Φράιχερ φον Βανγκενχάιμ σε μια επιστολή του προς το Βερολίνο υποστήριξε στις 31 Μαΐου 1915 ότι «Ο στηριζόμενος από τη Ρωσία ανατρεπτικός αγώνας των Αρμενίων πήρε τέτοιες διαστάσεις που απειλεί την ύπαρξη της Τουρκίας».
Για τους Γερμανούς ο μαζικός εκτοπισμός και οι συνέπειές του θεωρήθηκε μέτρο «σκληρό, αλλά χρήσιμο».
Όπως αναμένονταν, ο Βέγκνερ υπέστη ναζιστικές διώξεις για το συγγραφικό του έργο αλλά και για τις δημόσιες διαμαρτυρίες του (έστειλε επιστολή στον Χίτλερ μόλις δύο μήνες από την ανάληψη της εξουσίας) για τις διώξεις κατά των Εβραίων της Γερμανίας. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για μερικούς μήνες. Τελικά, αναγκάστηκε το 1936 να καταφύγει μαζί με την Εβραία γυναίκα του στην Ιταλία, όπου και έζησε ως ενεργός πολίτης στα κινήματα ειρήνης το υπόλοιπο της ζωής του, μέχρι το θάνατό του το 1978.
Για τους Αρμένιους (και τους Εβραίους) ο Άρμιν Βέγκνερ ανήκει στους «Δίκαιους των λαών».
Η χιτλερική ρήση για τους Αρμένιους, που δεν τους θυμάται κανείς, είναι ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό σε ισχύ.
Παρ΄ όλες τις διεθνείς διακρίσεις ο Βέγκνερ παραμένει ακόμη ένας άγνωστος. Για τη ζωή και το έργο του έχουν εκδοθεί βιβλία στη Γερμανία, ενώ υπάρχει ένας δρόμος που φέρει το όνομά του, όπως και το Ίδρυμα Armin T. Wegner με έδρα το Βούπερταλ.
Ένα από τα βιβλία για τον Βέγκνερ και τους αγώνες του έχει τίτλο τη ρήση του: «Όποιος λέει την αλήθεια…., πρέπει πάντα να έχει έτοιμο ένα σελωμένο άλογο».
Μαρτυρίες
Εκατοντάδες μαρτυρίες έχουν καταγραφεί για την τραγική μοίρα του αρμενικού λαού το 1915. Οι περισσότερες εξ αυτών προέρχονται από όσους Αρμένιους κατάφεραν να επιζήσουν. Ιδιαίτερη αξία όμως έχουν μαρτυρίες από τρίτες πλευρές και ανθρώπους που δεν βρίσκονταν από την πλευρά των θυμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες και από την τουρκική πλευρά και από αξιωματούχους που αντέδρασαν στα σχέδια των Νεότουρκων στις σφαγές των Αρμενίων.
Οι μαρτυρίες αποτελούν ένα σκληρό μάθημα για το πώς η ανθρώπινη ζωή παύει να έχει αξία. Η αρμενική γενοκτονία δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός στη σύγχρονη ιστορία των ανθρώπων. Η γενοκτονία των Χερέρος και των Νάμα στην Αφρική δέκα περίπου χρόνια πριν από αυτήν των Αρμενίων, το Ολοκαύτωμα (Shoah) των Εβραίων και άλλων πληθυσμιακών ομάδων (Ρομά, ομοφυλόφιλοι, άνθρωποι με διανοητικά προβλήματα) στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η γενοκτονία των Τούτσι στη Ρουάντα το 1994, αποδεικνύουν ότι διαχρονικά μπορούν να συμβούν τραγικά γεγονότα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και με τη διεθνή κοινότητα να παρακολουθεί ως θεατής τις εξελίξεις. Το ότι οι γενοκτονίες συνέβησαν τον 20ό αιώνα δείχνει και τη δυναμική της βιομηχανικής επανάστασης. Οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν συνηγόρησαν μόνο στο καλό και την πρόοδο της ανθρωπότητας αλλά δυστυχώς και στην καταστροφή της (σύγχρονα όπλα, θάλαμοι αερίων κλπ). Οι δυνατότητες που υπήρχαν επέτρεψαν σε κάποιους να σχεδιάσουν και να προχωρήσουν σε μαζικές δολοφονίες ανθρώπων εκμεταλλευόμενοι τις καινοτομίες της εποχής. Στο πλέον πρόσφατο τραγικό γεγονός, τη γενοκτονία στη Ρουάντα, οι οδηγίες για τις επιθέσεις εναντίον των θυμάτων δίνονταν μέσω ραδιοφώνου.
Μαρτυρία του γερμανού καθηγητή
Dr Martin Niepage
Ο Μάρτιν Νίπαγκ ήταν καθηγητής στο Τεχνικό γερμανικό σχολείο (Realschule) του Χαλεπιού το 1915. Η γερμανική παρουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν έντονη τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα λόγω των ισχυρών οικονομικών δεσμών και των σχέσεων εξάρτησης των Οθωμανών από τη Γερμανία. Στο Χαλέπι εκτός από το γερμανικό σχολείο, υπήρχε γερμανικό προξενείο και γερμανικό κλαμπ (Deutsche Club), γεγονός που καταδεικνύει την παρουσία γερμανικής παροικίας και οικονομικών συμφερόντων που είχαν σχέση κυρίως με τη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολη-Βαγδάτη.
«…Τα καραβάνια των εκτοπισμένων περνούσαν μέσα από το Χαλέπι. Πολλοί έμεναν πίσω. Επισκέφτηκα αυτά τα εγκαταλελειμμένα χάνια και είδα δεκάδες πτώματα σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης ενώ άλλοι κείτονταν μισοπεθαμένοι… κανείς δεν τους βοηθούσε (σελίδα 4)… Σε μια αυλή βρίσκονται περίπου εκατό παιδιά ηλικίας από 5 έως 7 ετών. Τα περισσότερα πάσχουν από τύφο και δυσεντερία… Έχουν ξεχάσει να τρώνε και κάθονται εκεί ήσυχα περιμένοντας απλώς να πεθάνουν… (σελίδα 6)».
Ο Γερμανός πρόξενος στη Μοσούλη, όταν συναντηθήκαμε στο κλαμπ στο Χαλέπι, μου ανέφερε ότι στο δρόμο από τη Μοσούλη στο Χαλέπι είδε τόσα ακρωτηριασμένα παιδικά χέρια που κάποιος θα μπορούσε να στρώσει το δρόμο με αυτά. Σ’ ένα αραβικό χωριό βρήκε ρηχούς, φρεσκοσκαμμένους τάφους και οι Άραβες είπαν ότι δολοφόνησαν τους Αρμένιους μετά από εντολές που έλαβαν από την κυβέρνηση. Ένας από αυτούς επιβεβαίωσε περήφανα ότι είχε δολοφονήσει 8. (σελίδα 10)»
Το βιβλίο του καθηγητή Νίπαγκ κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1917 και απετέλεσε ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον της κυβέρνησης των Νεότουρκων.
Αυτοί που δεν σιώπησαν: Χουσεΐν Νεσίμι Μπέη
Ο Χουσεΐν Νεσίμι Μπέη (Hueseyin Nesimi Bey) ήταν ο τοπικός κυβερνήτης (καϊμακάμης) της Λις (Lice) που βρισκόταν στην επαρχία του Ντιγιαρμπακίρ. Γεννημένος στα Χανιά, ο τουρκοκρητικός Νεσίμι Μπέη είχε μεγαλώσει σ’ ένα ανεκτικό, πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Διορίστηκε καϊμακάμης το 1912 αντικαθιστώντας τον διεφθαρμένο προκάτοχό του και γρήγορα απέκτησε τη φήμη του τίμιου και αμερόληπτου. Κατά τη διάρκεια των διώξεων εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών αντιτάχθηκε στους εκτοπισμούς μαζί με τον κυβερνήτη του Χαλεπιού και αργότερα της Κόνια, Μεχμέτ Τσελάλ Μπέη (Mehmet Celal Bey). Ο τελευταίος λόγω των συνεχών διαβημάτων του προς την Υψηλή Πύλη και των υπηρεσιακών ενεργειών του απομακρύνθηκε από το πόστο του και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
Σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικοί αξιωματούχοι που πραγματοποιούσαν τους εκτοπισμούς και τις μαζικές δολοφονίες των Αρμενίων δικαιολογούνταν ότι εκτελούσαν υπηρεσιακές εντολές. Ο Νεσίμι Μπέη αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές για εκτοπισμό του αρμενικού πληθυσμού προς τη συριακή έρημο που προέρχονταν από τον κυβερνήτη (βαλή) του Ντιγιαρμπακίρ Δρ. Ρεσίντ Μπέη. Η εναντίωσή του ενισχύθηκε όταν υπέπεσε στην αντίληψή του η δολοφονία 635 Αρμενίων που βρίσκονταν σε βάρκες με κατεύθυνση τη Μοσούλη. Στις 17 Ιουνίου του 1915 δολοφονήθηκε από τον αξιωματικό της χωροφυλακής Χαρούν Εφέντη (Harun Efendi) ύστερα από εντολή του κυβερνήτη Ρεσίντ Μπέη. Η δολοφονία του αποδόθηκε στους Αρμένιους, ώστε να προκύψει μια νέα δικαιολογία για σφαγές.