Ευγένιος ο Αιτωλός
Ευγένιος ο Αιτωλός (κατά κόσμον Ιωαννούλης ή Γιαννούλης), γεννήθηκε το 1595 ή 1596 μ. Χ. στο Μέγα Δένδρο Αποκούρου, που ανήκει στην επαρχία Τριχωνίδας στο νομό Αιτωλοκαρνανίας.
ήταν νέο ακόμα, ο Ευγένιος πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού στο Αγρίνιο. Εκεί, έμεινε κοντά στον ιερομόναχο Αρσένιο, ο οποίος του δίδαξε τα πρώτα του γράμματα, καλλιγραφία και μουσική. Μετά από λίγα χρόνια, ο Άγιος Ευγένιος, πήγε στη μονή Τατάρνας Ευρυτανίας, όπου μόλις σε ηλικία 17 ετών, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε και τη μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, όπου εξέλιξε τις σπουδές του κοντά στους σεβάσμιους γέροντες της μονής.
στα 1619 μ. Χ. ο Άγιος Ευγένιος, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια, προκειμένου να πάει στο όρος Σινά για να προσκυνήσει. Σε αυτό το ταξίδι, γνωρίστηκε με τον τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο Λούκαρη, ο οποίος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου, αποφάσισε να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο στη μονή Σινά.
Ευγένιος, αγαπούσε πολύ τα γράμματα και, μαθήτευσε κοντά σε ονομαστούς δασκάλους της εποχής, στην Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κωνσταντινούπολη. Μα και ο ίδιος στη συνέχεια ίδρυσε πολλές σχολές σε όλη την Ελλάδα, όπου δίδασκε ο ίδιος. Συγκεκριμένα, ο Όσιος Ευγένιος, από το 1639-1640 μ. Χ. ίδρυσε τη Σχολή της Άρτας, της οποίας ήταν και διευθυντής. Αργότερα, στο Καρπενήσι, έχτισε το ναό της Αγίας Τριάδας, στο περίβολο του οποίου, ίδρυσε τη Σχολή Ανωτέρων γραμμάτων. Η συγκεκριμένη σχολή, για πολλά χρόνια αποτελούσε κέντρο πνευματικής δραστηριότητας, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί επίσκοποι και Πατριάρχες. Σχολές, ίδρυσε και στη Μονή Αγίας Παρασκευής στα Βραγιαννά και στο Αιτωλικό.
Ευγένιος ο Αιτωλός, εκτός από τη διδασκαλία, ασχολήθηκε με τη ανέργεση ναών, το κήρυγμα, την συγγραφή επιστολών (σώζονται 500) και την υμνογραφία. Μαζί με τον Κοσμά Αιτωλό και τον αδερφό του Χρύσανθο, θεωρείται ένας από τους τρεις διδασκάλους του Γένους.
1682 ο Όσιος Ευγένιος εκοιμήθη εν ειρήνη στη μονή Βραγγιανών. Η Εκκλησία, αναγνώρισε ως Άγιο τον Ευγένιο Αιτωλό, την 1η Ιουλίου του 1982. Η μνήμη του τιμάται κανονικά στις 6 Αυγούστου, αλλά επειδή συμπίπτει με τη μεγάλη γιορτή της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αποφασίστηκε να μεταφερθεί στις 5 Αυγούστου.
Όσιος Ανδρέας ο ερημίτης και θαυματουργός
τη ζωή του Όσιου Ανδρέα, οι πληροφορίες που έχουμε είναι πολύ λίγες και συγκεχυμένες καθώς ο μοναδικός που συνέλεξε και κατέγραψε στοιχεία από το βίο του ήταν ο Ανδρέας ο Ιδρωμένος ο Υπάργιος.
επονομαζόμενος και Άγιος της Ερήμου, φαίνεται πως γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι, που βρίσκεται στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων της Ηπείρου, κατά την περίοδο του Μιχαήλ Β του Κομνηνού (1237-1271 μ. Χ. ). Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, και από μικρή ηλικία, βοηθούσε τους γονείς του στις γεωργικές εργασίες. Όταν ο Όσιος Ανδρέας μεγάλωσε, οι γονείς του αποφάσισαν να τον παντρέψουν, όπως και έγινε. Ο Όσιος, όμως, ύστερα από κάποια χρόνια αποφάσισε πως θέλει να γίνει μοναχός και αφιερωθεί στον ασκητικό βίο. Με τη συνένεση της συζύγου του και των παιδιών, αφού πρώτα τους έδωσε όλη την περιουσία του, πήγε στην Ιερά μονή της Αγία Παρασκευής, που βρισκόταν στο χωριό του.
από όραμα που είδε ο Όσιος Ανδρέας, αποφάσισε να εγκατασταθεί όρος Καλάνα, πάνω από τη λίμνη των Κρεμαστών ( Αιτωλοκαρνανία). Εκεί έζησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν σε ύψος 1520 μέτρων. Επιδόθηκε στην προσευχή, στη νηστεία και στην ερημική ζωή για αυτό το λόγο ονομάστηκε και ερημίτης.
με την παράδοση, κατά την κοίμηση του Οσίου, «Ουράνιο φως και αναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν από τον ουρανό στο σημείο που βρισκόταν το τίμιο λείψανό του». Όταν η τότε βασίλισσα της Άρτας, Αγία Θεοδώρα, πληροφορήθηκε για το γεγονός αυτό, συγκέντρωσε τη σύγκλητο και πήγαν στο μέρος, όπου βρισκόταν το ιερό λείψανο του Οσίου, το οποίο και ενταφίασαν έξω από το σπήλαιο. Έδωσε, μάλιστα και εντολή να χτίσουν ένα ναό προς τιμή του Οσίου Ανδρέα. Τμήματα του λειψάνου του Οσίου, φυλάσσονται στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο χωριό Χαλκιόπουλοι και στην Ιερά μονή Αγίου Νικολάου στο χωριό Αρωνιάδα του Βάλτου, κοντά στους Χαλκιόπουλους. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η θαυματουργή εικόνα του Αγίου, εκλάπη το 1970 από αρχαιοκάπηλους. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαϊου, με πανηγυρικές εκδηλώσεις στο χωριό Νέο Χαλκιόπουλο, αλλά ακόμα και στο σπήλαιο που ασκήτευσε ο Όσιος, όπου κάθε χρόνο συγκεντρώνεται εκεί πλήθος κόσμου από την ευρύτερη περιοχή.
Ιάκωβος ο νέος οσιομάρτυς και οι μαθητές του Διονύσιος ο μοναχός και Ιάκωβος ο διάκονος.
Άγιος Ιάκωβος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καστοριάς, από χριστιανούς γονείς. Από μικρή ηλικία, εργαζόταν ως βοσκός και γρήγορα απέκτησε μεγάλη περιουσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον ζηλέψει ακόμα και ο ίδιος του ο αδερφός. ‘Ετσι, ο Άγιος Ιάκωβος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ασχολήθηκε με το εμπόριο κρεάτων, όπου και πάλι κέρδισε πολλά χρήματα.
καιρό που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, γνωρίστηκε με τον τότε Πατριάρχη Νήφωνα. Ο Άγιος, ύστερα, από αυτή τη γνωριμία αποφάσισε να διαμοιράσει όλα του τα υπάρχοντα και να πάει στο Άγιο Όρος.
, εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Δοχειαρίου και μετά από τρία χρόνια, αποσύρθηκε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου στη μονή Ιβήρων. Ο Όσιος Ιάκωβος, επιδόθηκε στην νηστεία, την προσευχή και τη διδασκαλία. Στο Άγιο Όρος, απέκτησε 6 μαθητές, οι οποίοι τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής του.
, πιθανόν το 1518 μ Χ. , αναχώρησε μαζί με τους μαθητές του από το Άγιο Όρος και πήγε στο κάστρο Πέτρα και από εκεί στα Μετέωρα. Στη συνέχεια, πήγε στη μονή της Δεβέρκιστας, που βρίσκεται κοντά στη Ναύπακτο, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί, όμως, ο Όσιος Ιάκωβος, κατηγορήθηκε από τους Τούρκους, πως ξεσηκώνει τους ντόπιους χριστιανούς, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τότε μπέης των Τρικάλων, διέταξε τη σύλληψη του Οσίου Ιακώβου, αλλά και δύο εκ των μαθητών του (Ιάκωβος ο διάκονος και Διονύσιος ο μοναχός). Στη φυλακή των Τρικάλων παρέμειναν φυλακισμένοι για 40 ημέρες. Στη συνέχεια, οδηγήθηκαν στο Διδυμότειχο, στο σουλτάνο Σελίμ. Ύστερα από αυτό, τους οδήγησαν στην Αδριανούπολη, όπου πήγε και ο ίδιος ο Σουλτάνος. Με φρικτά βασανιστήρια, προσπαθήσουν να εξισλαμίσουν τον Όσιο και τους μαθητές του, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Σουλτάνος, βλέποντας πως οι τρεις κρατούμενοί του είναι αμετακίνητοι, διέταξε τον απαγχονισμό τους, την 1η Νοεμβρίου του 1520 μ. Χ.
λείψανα του Οσίου Ιακώβου, αλλά και των μαθητών του, φυλάσσονται στην Ιερά μονή Αγίας Αναστασίας, που βρίσκεται κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η μνήμη και των τριών Οσίων τιμάται κάθε χρόνο την 1η Νοεμβρίου.
Άγιος Θεωνάς
Άγιος Θεωνάς γεννήθηκε τον 15ο αιώνα μ. Χ, μα ο τόπος γέννησής του δεν είναι γνωστός. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι καταγόταν από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από το Πλωμάρι.
Άγιος Θεωνάς ασκήτεψε στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, όπου στη συνέχεια χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος της μονής. Εκεί, φαίνεται να γνωρίστηκε με τον Όσιο νεομάρτυρα Ιάκωβο, ο οποίος εκείνη την περίοδο ασκήτευε κοντά στη μονή Ιβήρων και συγκεκριμένα στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ο Άγιος Θεωνάς, υπήρξε ένας από τους έξι μαθητές του Οσίου Ιακώβου,όπου τον ακολούθησε σε όλα τα ταξίδια του. Το 1518 μ. Χ. , ο Άγιος Ιάκωβος, ύστερα από όραμα που είδε, αποφάσισε να φύγει από το Άγιο Όρος, με τους μαθητές του (μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Άγιος Θεωνάς) και κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλία, πέρασαν από το Κάστρο της Πέτρας, από τα Μετέωρα και τελικά εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στην μονή Δεβέρκιστας, όπου διέμειναν για 1 χρόνο. Όταν ο μπέης των Τρικάλων, συνέλαβε τον Όσιο Ιάκωβο με τους δύο μαθητές του Διονύσιο τον μοναχό και Ιάκωβο το διάκονο, ο Θεωνάς και οι υπόλοιποι μαθητές του, τον επισκέπτονταν συχνά στη φυλακή, ζητώντας τη συμβουλή του για τις επόμενες κινήσεις τους. Ο Άγιος Ιάκωβος, προφητεύοντας, το μαρτυρικό του θάνατο, τους είπε να εγκαταλείψουν τη μονή της Δεβέρκιστας και να κατευθυνθούν σε κάποιο μοναστήρι κοντά στη Θεσσαλονίκη και όρισε ως επίσημο διάδοχό του τον Άγιο Θεωνά. Πράγματι, μετά τον θάνατο του Οσίου Ιακώβου, ο Άγιος Θεωνάς, μαζί με τους υπόλοιπους μοναχούς της Δεβέρκιστας, εγκατέλειψαν τη μονή και πήγαν στο Άγιο Όρος, στη ιερά μονή της Σιμωνόπετρας. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Οσίου Ιακώβου και των μαθητών του, ο Άγιος Θεωνάς φρόντισε για την ανακομιδή των ιερών λειψάνων τους και την μεταφορά τους στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, στη μονή της Αγίας Αναστασίας. Μάλιστα, από διάφορες πηγές, φαίνεται πως ηγούμενος, της συγκεκριμένης μονής υπήρξε και ο Άγιος Θεωνάς, μέχρι το 1535 μ. Χ. Κάποια χρόνια αργότερα (μάλλον το 1541 μ. Χ. ) ο Άγιος Θεωνάς χειροτονείται επίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, καθώς εκοιμήθη τα μέσα του ίδιου έτους.
με την παράδοση, το ιερό λείψανο του Αγίου Θεωνά, μεταφέρθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και ενταφιάστηκε στη μονή της Αγίας Αναστασίας του Αγίου Όρους. Το 1821 για άγνωστους λόγους, το ιερό λείψανο, μεταφέρθηκε στη Σκόπελο και από εκεί στην Ιερά μονή Εσφιγμένου. Στη συνέχεια, επέστρεψε και πάλι στη μονή της Αγίας Αναστασίας, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα. Η μνήμη του Αγίου Θεωνά τιμάται κάθε χρόνο, το Σάββατο της Διακαινισίμου.
Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος και Ανώνυμος
νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος και Ανώνυμος (το όνομά του παραμένει άγνωστο), έζησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατάγονταν από την Πελοπόννησο και ασχολούνταν με το εμπόριο. Εξαιτίας του επαγγέλματός τους, ταξίδευαν συχνά σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και στα Βαλκάνια. Για να διευκολύνονται στις εμπορικές συναλλαγές τους, είχαν μάθει την τουρκική και την αλβανική διάλεκτο.
1786 πήγαν στα Γιάννενα, μα επιστρέφοντας αναγκάστηκαν να διανυκτερέυσουν στο Βραχοχώρι (σημερινό Αγρίνιο). Εκείνη την περίοδο σε κάθε πόλη της Ελλάδας, είχαν τοποθετηθεί φοροεισπράκτορες, στους οποίους έπρεπε να καταβάλλουν υψηλούς φόρους όλοι οι Έλληνες. Έτσι, και στο Βραχοχώρι, στην είσοδο της πόλεως στέκονταν οι γιομπρουκτσήδες (φοροεισπράκτορες), οι οποίοι ζήτησαν από τους νεομάρτυρες να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο. Οι τρεις έμποροι, προσπαθώντας να γλιτώσουν, προσποιήθηκαν τους μοσυσουλμάνους, χαιρετώντας στα τούρκικα και έτσι, τους άφησαν να περάσουν στην πόλη. Οι Τούρκοι, όμως, τους παρακολούθησαν και μόλις κατάλαβαν πως ήταν Έλληνες χριστιανοί τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον δικαστή ,ο οποίος τους ρώτησε αν όλα όσα συνέβησαν είναι αλήθεια. Εκείνοι τότε απάντησαν : «ναι, είναι αλήθεια, ότι χαιρετίσαμε τούρκικα, για να μην πληρώσουμε τον φόρο, όχι όμως πως αγαπήσαμε το ισλάμ». Τότε, ο δικαστής τους απάντησε : «λοιπόν τώρα πρέπει να γίνετε Τούρκοι δίχως άλλο και έτσι να γλιτώσετε τη ζωή σας, ειδεμή έχετε να βασανιστείτε και να θανατωθείτε».
τρεις νεομάρτυρες, όπως ήταν φυσικό αρνήθηκαν, λέγοντας στο δικαστή: «Εμείς, ενδοξότατε αφέντη, είπαμε αυτόν τον λόγο για να γλιτώσουμε χρήματα, όμως το ν’ αρνηθούμε την πίστη μας είναι αδύνατον, κάνε μας ό,τι θέλεις». Ο δικαστής, τότε διέταξε τη φυλάκισή τους και το βασανισμό τους. Μετά από πέντε μέρες, όπου παρέμειναν στη φυλακή, τους οδήγησαν και πάλι στον δικαστή, ο οποίος και αποφάσισε τη θανάτωσή τους. Οι δήμιοι παρέλαβαν τότε τους τρεις νεομάρτυρες, κρέμασαν τον πρώτο σε ένα πλάτανο στο τζαρσί (αγορά), τον δεύτερο έξω από τον Άγιο Δημήτριο και τον τρίτο στην άκρη της πλατείας, στην είσοδο της πόλης. Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 2 Νοεμβρίου.
Ιερομόναχος Βλάσιος ο εν Σκλαβαίνοις
Άγιος Βλάσιος, σύμφωνα με τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για το βίο του, ήταν μοναχός ή ηγούμενος στη Ιερά μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου στην περιοχή των Σκλαβαίνων. Στη μονή αυτή, βρήκε μαρτυρικό θάνατο μαζί με πέντε συμοναστές του αλλά και λαϊκούς χριστιανούς, άντρες και γυναίκες (άγνωστος αριθμός),από Αγαρηνούς πειρατές, που έκαναν έφοδο στην περιοχή. Τον Άγιο Βλάσιο τον αποκεφάλισαν , αφού πρώτα κάρφωσαν στο σώμα του πέντε καρφιά. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την παράδοση, του έβαλαν φωτιά, μα αυτός δεν καιγόταν. Όταν έφτασαν στη μονή, χριστιανοί από τα γύρω χωριά, έθαψαν το σώμα του Αγίου, χωριστά από τους υπόλοιπους μοναχούς και τους λαϊκούς χριστιανούς σε ένα μεγαλύτερο ομαδικό τάφο. Πάνω από το σημείο του τάφου του Αγίου υπάρχει μια επιγραφή, που αναγράφεται η χρονολογία 1006 μ. Χ. (πιθανώς η ημερομηνία του μαρτυρίου).
παραπάνω ιστορία, όσο περνούσαν τα χρόνια ξεχάστηκε, σε σημείο μάλιστα να ξεχαστεί και η ύπαρξη του ίδιου του Αγίου. Μόνο, μέσω των προφορικών διηγήσεων γινόταν γνωστή η σφαγή, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή, χωρίς όμως, να είναι κανείς σίγουρος για την ακιριβή χρονική περίοδο. Έτσι, για 900 περίπου χρόνια, χάθηκε κάθε ιστορικό στοιχείο, που να αποδεικνύει την ύπαρξη του Αγίου Βλασίου.
, πάντα με την προφορική παράδοση, πολλοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, άρχισαν να βλέπουν οράματα με τον Άγιο Βλάσιο, ο οποίος τους έλεγε να πάνε να σκάψουν στον τάφο εκείνο για να βρουν τα λείψανά του. Οι ντόπιοι, όμως, μη μπορώντας να εξηγήσουν τα οράματά τους, έχτισαν, απλώς ένα μικρό πέτρινο εικονοστάσι στη μνήμη του Αγίου Βλασίου. Το έτος 1923, όμως, ο Άγιος Βλάσιος εμφανίστηκε σε μία ηλικιωμένη γυναίκα, την Ευφροσύνη Κατσαρά, η οποία ζούσε στην περιοχή μαζί με την ετοιμαθάνατη κόρη της, που έπασχε από τύφο. Ένα βράδυ, λοιπόν, στο σπίτι της γερόντισσας, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, άνοιξαν οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού της και εμφανίστηκε ένα εκτυφλωτικό φως. Μέσα από το φως αυτό, φάνηκε ένας ιερέας, που κρατούσε στο χέρι του μια ράβδο. Ο ιερέας, είπε στη ηλικιωμένη, πως είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να τον ακολουθήσει για να της υποδέξει το σημείο που έχει ταφεί. Η γερόντισσα, όμως, τους είπε πως δεν μπορεί να έρθει μαζί του, γιατί προσέχει την άρρωστη κόρη της. Τότε, ο ιερέας, αφού σταύρωσε την ετοιμοθάνατη, πήρε την Ευφροσύνη και την οδήγησε στο σημείο του τάφου. Με το ραβδί που κρατούσε, έκανε ένα κύκλο πάνω στο χώμα, στο σημείο, όπου έπρεπε να σκάψουν για να βρουν τα λείψανά του, επέστρεψε την ηλικιωμένη στο σπίτι της και εξαφανίστηκε. Την επόμενη κιόλας μέρα, η γερόντισσα βρήκε την κόρη της θεραπευμένη, και αμέσως άρχισε τις εργασίες για την εύρεση των ιερών λειψάνων. Οι περισσότεροι ντόπιοι, αντιμετώπισαν το γεγονός αυτό με κάποια δυσπιστία, παρ’ όλα αυτά, όμως, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Την τρίτη μέρα των ανασκαφών και ενώ ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, βρήκαν μια πέτρινη πλάκα και κάτω από αυτήν τα λείψανα του Αγίου, ένα βαρύ σιδερένιο σταυρό και τα πέντε καρφιά του μαρτυρίου. Αφού περισυνέλεξαν τα ιερά λείψανα, άρχισαν τις εργασίες για την ανέργεση ιερού ναού προς τιμήν του Αγίου, αλλά και την αγιογράφηση της εικόνας του.
Άγιος Βλάσιος, εμφανίστηκε άλλες δύο φορές. Μία στον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Τσαταλιό το 1978 και μία δεύτερη στον Όσιο Παϊσιο το 1980. Η Εκκλησία, αναγνώρισε επίσημα την αγιότητα του Βλασίου στις 31 Αυγούστου του 2016. Ο Άγιος Βλάσιος είναι πολιούχος στην περιοχή Αχαρνές Αττικής και η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουλίου.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
Γλυκερία μάρτυς
στην Τραϊνούπουλη κατά τον 2ο αιώνα μ. Χ. κατά την περίοδο του Αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή (138-161 μ. Χ. ). Ο πατέρας, ονομαζόταν Μακάριος και κατείχε το αξίωμα του υπάτου. Η Αγία Γλυκερία, από πολύ μικρή ηλικία είχε ασπαστεί το χριστιανισμό και ξεχώριζε για την κατηχητική της δράση. Όταν ο ηγεμόνας της περιοχής Σαββίνος, ενημερώθηκε για την Γλυκερία, την κάλεσε να εμφανιστεί ενώπιόν του. Εκείνη, παρουσιάστηκε μπροστά του έχοντας σχηματίσει στο μέτωπό της το σημείο του σταυρού και παραδέχτηκε την πίστη της στο Χριστό. Εξοργισμένος ο Σαββίνος, πήρε την Αγία και την οδήγησε στον ειδωλολατρικό ναό, όπου την υποχρέωσε να κάνει θυσία στα είδωλα. Η Γλυκέρια, τότε άρχισε να προσεύχεται και συνέτριψε το άγαλμα του Δία, που βρισκόταν μέσα στο ναό. Οι ειδωλολάτρες και ο ηγεμόνας, εξοργισμένοι την έσυραν έξω από το ναό και άρχισαν να τη λιθοβολούν. Ως εκ θαύματος, όμως, καμία πέτρα δεν άγγιξε την Αγία και πολλοί πίστεψαν τότε πως πρόκειται για μάγισσα. Αφού την φυλάκισαν τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, μα πάντα η Αγία γλίτωνε από το θάνατο με θαυμαστό τρόπο. Όσο καιρό παρέμεινε φυλακισμένη, κατάφερε να πείσει το δεσμοφύλακά της, Λαοδίκιο, για την ορθότητα του χριστιανισμού, ο οποίος πίστεψε στο Χριστό και βρήκε και αυτός μαρτυρικό θάνατο. Ο ηγεμόνας, όμως, διέταξε και πάλι τον βασανισμό της Αγίας, αυτή τη φορά ρίχνοντάς την στην αρένα με τα άγρια θηρία, όπου και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
ιερό λείψανο της Αγίας Γλυκερίας περισυνέλεξε ο, τότε επίσκοπος της Ηρακλείας, Δομίτιος, ο οποίος το τοποθέτησε κοντά στην πόλη. Η Αγία Γλυκερία είναι πολιούχος του Γαλατσίου Αττικής και η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο στις 13 Μαϊου.
Πέντε νεομάρτυρες εκ Σαμοθράκης: Μανουήλ, Γεώργιος, Μιχαήλ, Θεόδωρος και Γεώργιος
Άγιοι Μάρτυρες ο Εμμανουήλ, ο Θεόδωρος, ο Γεώργιος και ο νεότερος Γεώργιος, κατάγονταν από το νησί της Σαμοθράκης. Ο πέμπτος ο Μιχαήλ, καταγόταν από την μεγαλόνησο Κύπρο. Και οι πέντε μαρτύρησαν τον 19ο αιώνα, Kατά το 1821, όταν ξέσπασε η επανάσταση οιΤούρκοι σε αντίποινα εισέβαλαν από την Άβυδο και την Τένεδο στη Σαμοθράκη όπου έσφαξαν τους άντρες άνδρες ενώ τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά, αφού τους απήγαγαν και με τη βία, τους έστειλαν αιχμαλώτους και στην Ανατολή και στην Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι πέντε άγιοι.
την απελευθέρωση οι υπό αιχμαλωσία αφού επανήλθαν στη Σαμοθράκη (αν και τελούσε υπό τον τουρκικό ζυγό) και έγιναν κάτοχοι της κτηματικής περιουσίας τους ο καθένας, ενώθηκαν με τους Χριστιανούς, αποκηρύσσοντας τον μωαμεθανισμό στον οποίο είχαν μυηθεί με την βία. Αυτό όμως έγινε γνωστό στους Τούρκους που κατοικούσαν στη Σαμοθράκη και μέσω αυτών σε αυτούς που ζούσαν στη Θράκη. Και ο ηγεμόνας της περιοχής μαζί με τον ιεροδικαστή, τους τους απείλησαν και τους υποχρέωσαν να καταβάλουν ένα σημαντικό ποσό και τους άφησαν ελεύθερους. Υπέστησαν πολλά και όταν οι άλλοι κάτοικοι τους παρότρυναν να φύγουν αυτοί ομόφωνα αποφάσισαν να μείνουν.
στιγμή έφτασε στην περιοχή ένας ιεροδικαστής, που είχε και πολλή εξουσία, αλλά ήταν και άνθρωπος πολύ σκληρός. Ο Απτιραχμάν – αυτό ήταν το ονομά του – υπεραμύνονταν με σφοδρότητα τη θρησκεία του Μωάμεθ. Από την πρώτη στιγμή κάλεσε τους «πέντε» και τους ζήτησε να αλλαξοπιστήσουν. Οι μάρτυρες απάντησαν ομόφωνα: «Εμείς, δικαστή, ήμασταν Χριστιανοί από τη γενιά των παττέρων μας˙ αλλά επειδή αιχμαλωτιστήκαμε σε μικρή ηλικία, βίαια υπαχθήκαμε στη δική σας πλάνη και ασέβεια. Ήδη αφού καταλάβαμε πόσο άσχημα πάθαμε και κυλιστήκαμε στο βυθό της απάτης, επανήλθαμε στη χάρη του Χριστού, στο θαυμαστό του φως, και καθόλου δεν αρνούμαστε την αλήθεια, αλλά είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τον Χριστό, τον μόνο και αληθινό Θεό».
και αυτός ο δικαστής αφού πήρε χρήματα τους άφησε ελεύθερους. Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ανέλαβε άλλος δικαστής ο οποίος τους συνέλαβε και τους έκλεισε στη φυλακή. Επι 17 μέρες υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια μέχρι τον θανατό τους το 1835 στο παραθαλάσσιο χωρίο της Θράκης, τη Μάκρη, απέναντι από τη Σαμοθράκη.
μνήμη των Πέντε Νεομαρτύρων εορτάζεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά πανδήμως στο νησί της Σαμοθράκης (όπου φυλάσσονται τα λείψανά τους) αλλά και στον τόπο μαρτυρίου τους, την Μάκρη.
Όσιος Θεοφάνης ο ομολογητής
Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε περίπου το 760 μ.Χ, από χριστιανούς γονείς, τον Ισάακ και τη Θεοδότη. Σε ηλίκια μόλις, 8 χρονών, ο Όσιος έμεινε ορφανός από πατέρα και την ανατροφή ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα του.
λίγα χρόνια, η μητέρα του, αποφάσισε να παντρέψει το Θεοφάνη με μια πλούσια γυναίκα, τη Μεγάλω. Ο Όσιος Θεοφάνης, όμως, που επιθυμούσε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή, διέλυσε γρήγορα το γάμο αυτό. Η Μεγάλω, εκάρη μοναχή στη ιερά μονή της Πριγκίπου και μετονομάστηκε Ειρήνη. Ο Θεοφάνης, πήγε στη μονή του Μεγάλου Αγρού της Σιγριανής, όπου εκάρη μοναχός και αργότερα πρεσβύτερος της μονής. Ο τότε ηγούμενος της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, αναγνωρίζοντας το υψηλό επίπεδο μορφώσεως του Οσίου, τον καλεί μαζί με άλλους σημαντικούς ηγούμενους της εποχής, να συμμετάσχουν στην 7η Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ. Χ.
ο Όσιος Θεοφάνης, επέστρεψε από τη Νίκαια, χειροτόνησε ηγούμενο στη μονή του τον μοναχό Στρατήγιο και εκείνος, αποσύρθηκε στο απέναντι νησί Καλώνυμον. Εκεί, ίδρυσε μια καινούργια μεγάλη μονή, όπου έζησε έξι χρόνια και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την συγγραφή κειμένων και την καλλιγραφία.
από λίγο καιρό, όμως, ο Όσιος αρρώστησε βαριά από οξεία λιθίαση και παρ όλο που ήταν άρρωστος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από την πρόσκληση του Λέοντος του Αρμένιου. Στη συνάντηση αυτή, μέσω του Πατριάρχη Ιωσήφ του εικονομάχου, προσπάθησαν να πείσουν τον Όσιο Θεοφάνη να ταχθεί υπέρ της εικονομαχίας. Ο Όσιος μη μπορώντας να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη, αρνήθηκε και έτσι τον φυλάκισαν. Στη συνέχεια τον εξόρισαν στο νησί της Σαμοθράκης, όπου εκοιμήθη το έτος 815 ή 818 μ.Χ. Το 822 μ.Χ. οι μαθητές του πήραν τα ιερά λείψανα του Οσίου Θεοφάνη και τα μετέφεραν στην μονή του, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 12 Μαρτίου.