Κορυφαία ανάμεσα στις πέντε αισθήσεις μας αναμφίβολα είναι η όραση. Αυτή μας φέρνει σ᾽ επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Αυτή μας ικανώνει να απολαμβάνουμε το πανόραμα της θείας Δημιουργίας Του. Γι’ αυτό κι ο όρκος που λέμε πολλές φορές «μα το φως μου» ή «τον προσέχει σαν κόρη οφθαλμού». Όμως, φτάνουν τα μάτια μας κι υλικός κόσμος γύρω, για να υπάρξει η επικοινωνία; Ασφαλώς, όχι. Απόδειξη, μια αφέγγαρη σκοτεινή νύχτα. Χρειάζεται βασικά, το φως. Κι ο Χριστός διακήρυξε ανάμεσα στα «εγώ ειμί» του, το «εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάννης η΄, 12). Ας Τον πλησιάσουμε, με την βέβαιότητα ότι «εν τω φωτί Του οψόμεθα φως» (Ψαλμός λε΄, 9).
Η πηγή του φωτός
Ο Ιωάννης στην Α΄ επιστολή του (α΄, 5) μας δίνει τον εξής ορισμό για τον Θεό «ότι ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία». Όπως είναι η αγάπη, όμοια κι ίσα, είναι και το φως. Καμιά σκιά στο χαρακτήρα του. Κανένα ερωτηματικό, στις διακηρύξεις του. Όποιος Τον πλησιάσει στο δικό του φως, «ενέβλεψε τηλαυγώς άπαντας» (Μάρκου η΄, 25). Έξω από τον Θεό και την εν Χριστώ αποκάλυψή Του, δεν έχουμε παρά σκοτάδι και βαθύτατη άγνοια. Ο Θεός δεν αρκείται στο να είναι φως, αλλά είναι ο χορηγός του φωτός. Τα πρώτα λόγια του στη Βίβλο, είναι «γενηθήτω φως» (Γένεση α΄, 3). «Και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός, και τους αστέρας» (Γένεση α΄, 16). Όλα από τότε κάθε μέρα, λούζονται, ξυπνάνε και χαίρονται, στο φως του Θεού. Όλα λάμπουν από και στο δικό του φως. Παράλληλα όμως, μας δώρησε μέγιστο και μοναδικό πνευματικό φωστήρα, για των ψυχών μας τα μάτια, τον Ιησού Χριστό. Είναι «το φως που φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον στον κόσμο» (Ιωάννης α΄, 9). Μετά την σημείωση ότι, «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον», ο Χριστός πρόσθεσε «ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος η το φως· ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα» (Ιωάννου γ΄,19). Προτίμησαν ν’ ανάψουν δικά τους «φώτα». Επινόησαν φιλοσοφίες, κοινωνικά συστήματα, μύριες θρησκείες, που παρόλο που «ήσαν φώτα, δεν ήτανε το φως, το αληθινό. Έτσι, «φάσκοντες είναι σοφοί, εμωράνθησαν» (Ρωμαίους α΄, 22). Έτσι, που τίποτα να μη μπορεί να φωτίσει και να ικανοποιήσει κανέναν που ειλικρινά ζητάει το φως. Ο κόσμος βρισκόταν, όπως ο Ησαΐας τον περιγράφει, σαν «λαός περιπατών εν σκότει… και καθήμενος εν σκιά θανάτου» (θ΄, 2). Ο Θεός από άκρα αγάπη για το δημιούργημά του έστειλε τον Ιησού Χριστό που διαβεβαίωσε ότι: «είναι το φως του κόσμου και όποιος τον ακολουθήσει δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής» (Ιωάννου η΄, 12).
Το φως του μας βγάζει από το σκοτάδι, τους φόβους του, την αδυναμία μας, την αδράνειά μας και μας οδηγεί στο πνευματικό ξημέρωμα σύμφωνα με το Παύλειο: «ότι ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω ‘Ιησού Χριστού» (Κορινθίους Β΄, δ΄, 6). Το φως συμβολίζει τη γνώση, όπως το σκοτάδι την άγνοια. «Τον Θεό κανείς δεν τον είδε ποτέ» εξήγησε ο Χριστός. Ποιος λοιπόν μπορεί να μας τον γνωρίσει; Και συνεχίζει, «ο μονογενής υιός που είναι στον κόλπο του Πατρός, εκείνος μας τον φανέρωσε» (Ιωάννου α΄, 18). Γι’ αυτό και η διακήρυξή του στον απόστολο Φίλιππο: «Όποιος γνώρισε εμέ, γνώρισε τον Πατέρα» (Ιωάννου ιδ΄, 9). Το φως, συμβολίζει τη δικαιοσύνη, όπως το σκοτάδι την αμαρτία. «Φως σπέρνεται για τον δίκαιο» βεβαιώνει ο Δαβίδ (Ψαλμός 96, 11), ώσπου «εξοίσει ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμά σου ως μεσημβρίαν» (λε΄, 6). Έτσι ο Χριστός έγινε για εμάς «η δικαιοσύνη ημών» (Κορινθίους Β΄, γ΄, 9), είναι Εκείνος που βεβαιώνει ότι «όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής» (Ιωάννης η΄, 12).
Ο Ίδιος μας προσκαλεί να ζήσουμε στο φως του και με το φως του «έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός» (Εφεσίους ε΄, 14) καθώς και να περιπατήσουμε «εν τω φωτί» (Εφεσίους ε΄, 8) σαν «υιοί φωτός και υιοί ημέρας» (Θεσσαλονικείς Α΄, ε΄, 5).
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας