Αρχική » Το θολό τοπίο των αφορισμών από την …Εκκλησία

Το θολό τοπίο των αφορισμών από την …Εκκλησία

από christina

 

H Eκκλησία της Ελλάδος  δεν έχει επιλέξει επισήμως τον αφορισμό ως μέτρο “σωφρονισμού”. Κατά καιρούς όμως είχαμε περιπτώσεις μητροπολιτών  οι οποίοι προχώσρησαν σε αφορισμούς  για θέματα που κατά τη γνώμη τους στρέφονταν κατά της Εκκλησίας και της πατρίδας , όπως συνέβη και στην περίπτωση του σκηνοθ’έτη Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Ισως ο πιο γνωστός αφορισμός είναι αυτός του Νίκου Καζαντζάκη ,  ο οποίος όμως δεν έγινε ποτέ.Ακόμη και  του Ροϊδη .Αφορισμούς είχαμε και κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 οι οποίοι λόγω συνθηκών θωρούνται ως μη γενόμενοι .Αλλωστε οΓρηγόριος ο Ε’  πλήρωσε με τη ζωή του τον αγώνα για την ελευθερία.Υπήρξαν όμως πρόσωπα τα οποία ξεχώρισαν στις θετικές επιστήμες  με αποτέλεσμα να συγκρουστούν με θεολόγους.

Ο αφορισμός του Βενιζέλου  ήταν μια καθαρά πολιτική πράξη που καταγράφηκε στα αρνητικά της Εκκλησίας.

 

Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης 

Ηταν Έλληνας κληρικός, θεολόγος, παιδαγωγός και μαθηματικός. Κατέχει διαπρεπή θέση στον πρώιμο Νεοελληνικό Διαφωτισμό κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα και είναι ο πρώτος που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα, ως γλώσσα διδασκαλίας, με τη δημώδη και από τους πρώτους που δίδαξε νεότερα μαθηματικά. «Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης», κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, «έφερε περί το 1708 από την Ιταλία τας γεωμετρικάς επιστήμας ικανάς να ανάψωσι το φως του Λόγου και να διερεθίσωσιν επί πλέον την έμφυτον του ανθρώπου φιλομάθειαν…» Και ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει τον Μεθόδιο Ανθρακίτη ως προδρομική φυσιογνωμία και συμπληρώνει «…ούτος δε εραδιουργείτο προς το Πατριαρχείον… Είναι η απαρχή του νεοελληνικού διαφωτισμού». Η διδασκαλία των προγενεστέρων του, όπως του Κορυδαλλέα και ων Φαναριωτών Αλεξάνδρου, Νικολάου και Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου γίνεται στην αρχαΐζουσα, η οποία δεν ήταν κατανοητή από το λαό.

Γεννήθηκε στο χωριό Καμινιά (σημερινό Ανθρακίτη) των Ανατολικών Ζαγορίων του νομού Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Γκιούμειο Σχολή των Ιωαννίνων, όπου και παρακολούθησε τα μαθήματα του σχολάρχη Γεώργιου Σουγδουρή. Διδάχθηκε γραμματική, φυσική και μεταφυσική και έπειτα από προτροπή του δασκάλου του συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία. Το 1697, έχοντας ήδη γίνει ιερομόναχος, μετέβη στη Βενετία για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και μαθηματικών.

Ο Μεθόδιος υπηρετούσε ως εφημέριος στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας και συνεργάζονταν και ως διορθωτής] κειμένων στον εκδοτικό οίκο των Γλυκήδων. Στην ηλικία των σαράντα οκτώ ετών εγκαταλείπει τη Βενετία κι έρχεται στην Καστοριά ως αναγνωρισμένος ήδη Λόγιος και Θεολόγος προσκεκλημένος από τον Γεώργιο Καστοριώτη ή Γεώργιο Καστριώτη το 1708 για να διδάξει στην Εκκλησιαστική του Σχολή (των Ιερών Γραμμάτων, όπως ονομάζονταν τότε που ιδρύθηκε το 1705) στη συνοικία του Αγίου Νικολάου Μουζεμβίκη. Μόλις είχε τυπωθεί στο γνωστό τότε εκδοτικό οίκο των Γλυκήδων από τα Γιάννενα το τρίτο του βιβλίο μετά την Πνευματική Επίσκεψιν: Βοσκός Λογικών προβάτων.

Από την πρώτη  στιγμή αποβλέπει  στην πνευματική κατάρτιση των ιερέων και πραγματοποιεί τολμηρές ανατοποθετήσεις στη χριστιανική ηθική συμπεριφορά. Δεν διστάζει να κρίνει με αυστηρότητα τη συμπεριφορά του κλήρου και με σκληρή γλώσσα επικρίνει την κατάχρηση του αφορισμού που τόσο προφητική θα αποδεικνύονταν. Στον τίτλο του πρώτου του βιβλίου: Θεωρίαι Χριστιανικαί και ψυχοφελείς  νουθεσίαι δεν αναφέρεται το όνομα τού συγγραφέα, αλλά το λεκτικό, διανέμεται δωρεάν: τοις ευσεβέσι Χριστιανοίς εις ψυχικήν ωφέλειαν. Για ένα άνθρωπο του πνευματικού αναστήματος του Ανθρακίτη μια εκκλησιαστική Σχολή περιορίζει κατά πολύ τον ορίζοντα της διδασκαλίας του. Έτσι δέχεται το 1710 πρόσκληση του Δημητρίου Κυρίτζη  να αναλάβει τη διεύθυνση και το κύριο διδακτικό έργο της μαθηματικής και ιδιαίτερα της φιλοσοφίας. Η Σχολή Κυρίτζη Καστοριάς αποκτά φήμη και συρρέουν σπουδαστές από πολλά σημεία της ευρύτερης γεωγραφικής περιφέρειας και ιδίως από το Άγιον Όρος ακόμα και από τα Γιάννενα και το μακρινό Βουκουρέστι από όπου ο Μάρκος Πορφυρόπουλος στέλνει μαθητές του στην Καστοριά. Διδάσκεται η φιλοσοφία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τα σύγχρονα μαθηματικά για πρώτη φορά εντός ελλαδικού χώρου. Μαθητές του στη σχολή Κυρίτζη υπήρξαν ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος που δεν προτιμά την περίφημη Γκιούμειο Σχολή στα Ιωάννινα, ο Καστοριανός Σεβαστός Λεοντιάδης, ο Παχώμιος που αργότερα γίνεται γνωστός στην Θεσσαλονίκη. Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης είναι ο πρώτος που αποκλίνει από την επίσημη θέση της τότε Εκκλησίας, «η φιλοσοφία στην υπηρεσία της Θεολογίας» και ο πρώτος επίσης που αντικατέστησε την αρχαϊζουσα ως γλώσσα διδασκαλίας με τη δημώδη. Διδάσκει λογική και νεότερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία, Καρτέσιο (Descartes) και Μαλμπράνς.

Άλλοι γνωστοί μαθητές του υπήρξαν ο Σεβαστός Λεοντιάδης, ο Παχώμιος που έγινε πασίγνωστος στην Θεσσαλονίκη, ο Ευγένιος Βούλγαρης, όταν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης μετά την δίωξή του δίδασκε στην Επιφάνιο Σχολή των Ιωαννίνων κ.α.

Η προσπάθειά του, όμως, για εκσυγχρονισμό της ελληνικής παιδείας συνάντησε αντιδράσεις από μερίδα συντηρητικών κύκλων. Ο Μακάριος ο Πάτμιος έγραφε «(…) ο κύρ Μεθόδιος τρίγωνα και τετράγωνα διδάσκει τους μαθητάς του και την άλλην πολυάσχολον ματαιοπονίαν της Μαθηματικής». Κατηγορήθηκε ακόμη και ως αιρετικός και συγκεκριμένα οπαδός του αιρετικού Ισπανού θεολόγου Μιγκέλ ντε Μολινός (Miguel de Molinos). Εξαιτίας αυτών των συκοφαντικών κατηγοριών, η Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τον κάλεσε σε απολογία ενώπιόν της με αποτέλεσμα ο Ανθρακίτης αρχικά να εγκαταλείψει την Καστοριά το 1719 και να μεταβεί στην Σιάτιστα, όπου επρόκειτο να διδάξει για τα επόμενα δύο περίπου χρόνια.

Τελικά πάρθηκε απόφαση να καούν τα φιλοσοφικά του δοκίμια καθώς και οποιοδήποτε αντίγραφο που τυχόν θα βρισκόταν και επιπλέον τού απαγόρευσαν να διδάσκει προσωρινά το 1723. Η ανάκληση της απαγόρευσης της διδασκαλικής του δραστηριότητας το 1725 πραγματοποιήθηκε υπό τον όρον να διδάσκει την φιλοσοφία «κατά το σύστημα του Κορυδαλλέως… μηδεμίαν άλλην παράδοσιν ασυνήθους και ξένης φιλοσοσοφίας τολμήσαι όλως ποτέ». Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Δημαράς, «[…] ο Μεθόδιος δεν έγινε αντάρτης, αλλά ομολόγησε και αποκήρυξε[…]» Μετά το 1725 φέρεται να αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Επιφανείου Σχολής, όπου το πρόγραμμα της διδασκαλίας του περιλαμβάνει εκτός της περιπατητικής φιλοσοφίας, λογική, μεταφυσική και ηθική. Στη θέση αυτή θα παραμείνει πιθανότατα έως και το θάνατό του περίπου στα 1736.

Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης συνέβαλλε αποφασιστικά στον νέο προσανατολισμό της ελληνικής παιδείας του 18ου αιώνα. Διδάσκεται η φιλοσοφία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τα σύγχρονα μαθηματικά για πρώτη φορά εντός ελλαδικού χώρου. Αποβλέπει στην πνευματική κατάρτιση των ιερέων και πραγματοποιεί τολμηρές ανατοποθετήσεις στη χριστιανική ηθική συμπεριφορά. Δεν διστάζει να κρίνει με αυστηρότητα τη συμπεριφορά του κλήρου και με σκληρή γλώσσα επικρίνει την κατάχρηση του αφορισμού. Ορθώνεται στους αντίποδες του Κορυδαλλέα και των Φαναριωτών που δίδασκαν στην αρχαϊζουσα που δεν απευθύνονταν στο λαό παρά μονάχα στους «σπουδαίους».

Το κύριο έργο του:

«Οδός Μαθηματική» που περιλαμβάνει γεωμετρία, εικονομετρία, αστρονομία, τριγωνομετρία, άλγεβρα και φυσικές επιστήμες είναι το πρώτο ελληνικό και μάλιστα ολοκληρωμένο μαθηματικό εγχειρίδιο της νεότερης ιστορίας μας γραμμένο από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη για χρήση στα ελληνικά σχολεία κατά την εποχή της τουρκοκρατίας». Το επεξεργάστηκε ο μαθητής του Μπαλάνος Βασιλόπουλος και το δημοσίευσε το 1749.
Λογική Ελάττων (μετά τον θάνατό του ο μαθητής του Μπαλάνος Βασιλόπουλος επιμελείται τις σεμειώσεις του και τελικά εκδίδεται το 1953.
Εισαγωγή της Λογικής που δεν έχει εκδοθεί.
Θεωρίαι Χριστιανικαί και ψυχοφελείς νουθεσίαι 1699
Επίσκεψις Πνευματική, Βενετία 1707.
Βοσκός λογικών προβάτων, 1708.
Λόγος εις τον προφήτην Ηλίαν «Κήρυγμα Προφήτη Ηλία», (χειρόγραφο).

 

Χριστόδουλος Παμπλέκης

 

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης γεννήθηκε το 1733 στον οικισμό Επάνω Χώρα του χωριού Μπαμπίνη Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός από μητέρα και προσβλήθηκε από ευλογιά, ασθένεια που του στοίχισε το αριστερό του μάτι. Ο πατέρας του, Στάθης, ήταν παλιότερα κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου και για άγνωστο λόγο βρέθηκε στο Ξηρόμερο όπου παντρεύτηκε. Το 1740 ενεπλάκη σε αιματηρό επεισόδιο με Τούρκους και αναγκάστηκε να φύγει ξανά για τον Όλυμπο παίρνοντας μαζί του και τον μικρό Χριστόδουλο. Σύντομα όμως συνελήφθη από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός.

Κάποιος Λιτοχωρίτης ονόματι Καλλίας πήρε υπό την προστασία του τον μικρό Χριστόδουλο ο οποίος παρακολούθησε το σχολείο στο Λιτόχωρο και κατόπιν στη Ραψάνη. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και φιλομαθής, γι’ αυτό σε μικρή ηλικία ο Καλλίας τον έστειλε στο Άγιο Όρος όπου γράφτηκε στην περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία. Εκεί είχε δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και διακρίθηκε στα μαθηματικά. Κατά τη φοίτησή του έλαβε και το μοναχικό σχήμα χωρίς να αλλάξει το βαφτιστικό του όνομα.

Σε ηλικία 25 ετών, το Γενάρη του 1759 απογοητευμένος από την κατάσταση στην Αθωνιάδα έφυγε για την Ευρώπη. Αρχικά προσκλήθηκε στη Βιέννη όπου κι εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος στην εκεί ελληνική παροικία. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Επόμενος σταθμός του θα είναι η Λειψία της Σαξονίας, πόλη στην οποία ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και συνεχίζει τη διδακτική του δράση σε στενό κύκλο μαθητών του]. Το 1781 εξέδωσε στη Βενετία το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η αληθής πολιτική». Το 1786 εξέδωσε στη Βιέννη το φιλοσοφικό σύγγραμμά του με τον τίτλο «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων». Στο έργο του αυτό παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις δυτικών διανοητών, όπως τη νευτώνεια κοσμοαντίληψη και —κυρίως— τις ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό και Ντ’αλαμπέρ, του Βρετανού Φράνσις Μπέικον και των Γάλλων φυσικών φιλοσόφων Πιερ Γκασεντί και Καρτέσιου. Το 1791 εξέδωσε νέο σύγγραμα με τίτλο «Τρόπαιον της ορθοδόξου Πίστεως”, στο οποίο κάνει συχνές αναφορές στο Βολταίρο και στο οποίο διατυπώνει τη θέση οτι η αίσθηση για την ύπαρξη του Θεού υπήρχε ήδη στους πρώτους ανθρώπους, κι όχι μόνο τα τελευταία 1791 χρόνια με τη χριστιανική Εκκλησία.

Στη συνέχεια βρέθηκε στη Λειψία όπου συνέχισε να ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και με τη διδασκαλία. Πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας στις 15 Αυγούστου του 1793. Η κηδεία του έγινε στις 4 Αυγούστου από τον ορθόδοξο ναό της πόλης.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το έργο του περιείχε επιχειρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του Θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει τη χριστιανική θρησκεία, είχε ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέσα στο κλίμα αυτό ο Ευγένιος Βούλγαρης καταδίκασε το έργο του άλλοτε μαθητή του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστηνων βιβλιαρίων». Λίγο πριν το θάνατό του, στις αρχές του 1793, κυκλοφόρησε μια υβριστική σάτιρα εναντίον του με τον τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας», που πιθανότατα στον επίσκοπο Πλαταμώνος Διονύσιο ή κατ’άλλους στο συγγενή του Δ. Γοβδελά από τη Ραψάνη.

Ως απάντηση, οι μαθητές του δημοσίευσαν μετά το θάνατό του το έργο του «Περί Θεοκρατίας» το οποίο ήταν ένα βιαιότατο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε στη βάση της τη χριστιανική θρησκεία (άρνηση της θεοπνευστίας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, της θεότητας του Ιησού και της τέλεσης θαυμάτων και καταδίκαζε ως ιδιοτελή τη συμπεριφορά των λειτουργών της. Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε την οργή της Ορθοδόξου Εκκλησίας με αποτέλεσμα τον μετά θάνατον αφορισμό του από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄ στις 12 Νοεμβρίου του 1793. Μάλιστα το κείμενο του αφορισμού αναθεμάτιζε, εκτός από τον συγγραφέα, τους πιθανούς αναγνώστες του αλλά και τον ιερέα που έψαλλε στη νεκρώσιμη ακολουθία του Παμπλέκη. Ωστόσο, παρά την επίσημη καταδίκη του έργου του, ο Έλληνας λόγιος είχε εκτιμηθεί από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως μαρτυρούν οι αναφορές στο πρόσωπό του -μεταξύ άλλων και- από τους πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1791) και λόρδο Βύρωνα.

 

Ανδρέας Λασκαρατος

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία.Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου. Σε ηλικία εικοσιενός ετών ο θείος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέα στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον προόριζε για δικαστή αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική.  Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού. Όμως ο θάνατος του πατέρα του, τον έκανε να ξαναασχοληθεί με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια.[7] Την περίοδο αυτή ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.

Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος, αφόρισε αρχικά το βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς» με την παραίνεση προς τον συγγραφέα να το αποσύρει και να το καταστρέψει. Αφού αυτό δεν έγινε, μερικές μέρες αργότερα αφόρισε τον ίδιο τον Ανδρέα Λασκαράτο. Το βιβλίο φέρεται ότι χλεύαζε τις χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, και είχε προκαλέσει αντίδραση στο λαό και σε ιερωμένους. Ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι πριν από τον αφορισμό είχαν γίνει αναταραχές από αχθοφόρους και άλλους εξ αιτίας του βιβλίου του. Ο Έπαρχος της Κεφαλλονιάς στις 4 Μαρτίου (Νέου Ημερ.) επίσης αναφέρει στη Γερουσία ότι “ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοραι τάξεις ανθρώπων βαρέως ηγανάκτησαν, θεωρούντες αυτό [το βιβλίο] ως περιέχον ύβρεις, βλασφημίας, …” και ότι επενέβη η αστυνομία για να προστατεύσει τον Λασκαράτο. Ο Έπαρχος ειδοποίησε και τον Τοποτηρητή W.P. Talbot ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Λασκαράτο σε δημόσιους χώρους και του συνέστησε να παραμείνει στο σπίτι του. Ο Λασκαράτος γνωστοποίησε στον Τοποτηρητή ότι την 15 Μαρτίου θα φύγει από το νησί “αφορισμένος απ’ τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ’ την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!”. Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά τον ίδιο χρόνο αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη. Ο αφορισμός ήρθη από τον Μητροπολίτη Γεράσιμο Δόριζα ένα χρόνο πριν το θάνατο του Λασκαράτου. Το αυθεντικό κείμενο του αφορισμού του Λασκαράτου δεν σώζεται, αλλά σώζεται ο αφορισμός του βιβλίου.

Πέθανε στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη, στις 24 Ιουλίου 1901[, αλλά το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε ιδιαίτερα μπροστά για την εποχή του και σήμερα, όσα αυτός είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε αλλάξει είτε να εμποδίσει, έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.

 

Εμμανουήλ Ροϊδης

 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς από την Χίο, τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα τη Γένοβα, και αργότερα λόγω της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο Μέλισσα..

Το 1855, αφού αποφοίτησε, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά από ένα χρόνο και εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862, επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση του με τα γράμματα.

Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο – κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη). Ο Ροΐδης τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφημερίδων La Grèce (Η Ελλάδα) καί L’Independence Hellenique (Ελληνική Ανεξαρτησία).

Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.

Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» .

Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ήλθε σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.

Η υπόθεση του έργου είναι ένας θρύλος του 9ου αι. αρκετά διαδεδομένος στην Ευρώπη, για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, οπότε και πέθανε. Ο Ροΐδης είχε ακούσει για πρώτη φορα την ιστορία στη Γένοβα, όταν ήταν παιδί, και επειδή του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, έκανε εκτεταμένη έρευνα σε βιβλιοθήκες στην Αθήνα και στη Γερμανία και συγκέντρωσε πλούσιο υλικό για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτή τη διάσταση του μυθιστορήματος, γι’ αυτό και το εξέδωσε με τον υπότιτλο «Μεσαιωνική Μελέτη». Kαι πράγματι το έργο είναι πιστότατο στην απεικόνιση της εποχής του (οι πόλεις, τα ταξίδια, τα μοναστήρια, οι συνήθειες, αποδίδονται με εξαιρετική ακρίβεια).

Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες. Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».

Τα διηγήματα του Ροΐδη διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου.

Ο Ροΐδης θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη. Ο Ροϊδης θεωρείται στυλίστας της καθαρεύουσας.

Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς. Διέβλεψε την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία, ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περιοδικού Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό, δηλαδή τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία. 

 

 

 

Ελευθέριος Βενιζέλος

 

Αφορμή για τον αφορρισμό του Βενιζέλου υπήρξε  ο”πόλεμος” που κήρυξε στην “κυβέρνηση των Αθηνών” . Τον Σεπτέμβριο του 1916 ο Βενιζέλος μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη το ναύαρχο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Δαγκλή. Η προσωρινή κυβέρνηση μεταβαίνει στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη και κηρύττει τον πόλεμο στην «κυβέρνηση των Αθηνών». Η Ελλάδα κόβεται στα δύο: από τη μία το «κράτος της Θεσσαλονίκης» με τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη η εκλεγμένη κυβέρνηση των Αθηνών με τους απολυθέντες στρατεύσιμους («επίστρατους») που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς. Στην προσπάθεια των Συμμάχων να καταλάβουν τη Νότια Ελλάδα, γαλλικά θωρηκτά μπήκαν στον Πειραιά, αποβιβάζουν 3.000 άνδρες και βομβαρδίζουν τις περιοχές γύρω από το Στάδιο και τα Ανάκτορα. Ο εθνικός διχασμός φτάνει στο απόγειό του.

Στο κλίμα αυτό, οργανώνεται στην πρωτεύουσα μια ογκώδης αντιβενιζελική πορεία. Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συντεχνιών και Σωματίων και οι Πρόεδροι των Επιστράτων Αθηνών καλούν στις 12-12-1916 στο Πεδίο του Άρεως τον Λαό να ρίξει ένα λίθο αναθέματος κατά του Βενιζέλου: του μυσαρού προδότου και δολοφόνου της πατρίδος και του Βασιλέως μας. Σε έκτακτο Ιερά Σύνοδο στις 11-12-1916 αποφασίζεται η συμμετοχή της Εκκλησίας στο ανάθεμα κατά των στασιαστών και προδοτών της πατρίδος. Η κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Λάμπρου έκανε προσπάθεια να το αναβάλλει ή να το ακυρώσει, φοβούμενη τις αντιδράσεις των συμμάχων, αλλά το μένος των αντιβενιζελικών και του φιλοβασιλικού τύπου την οδήγησε στο να μην το αποτρέψει. (Ἀπόσπασμα ἀπό τό πετρανάθεμα): “Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ Ελ. Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν είς την Ελλάδα, μόνον και μόνον δια να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον ΠΟΥΛΗΜΕΝΩΝ ΣΕΝΕΓΑΛΕΖΟΝ ΤΡΑΓΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟΝ, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου, τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ. Κατ’ αυτού όθεν του ΠΡΟΔΟΤΟΥ Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενοκήψωσι: Τα εξανθήματα του Ιώβ. Το κήτος του Ιωνά. Η λέπρα του Ιεχωβά. Ο μαρασμός των νεκρών. Το τρέμουλο των ψυχορραγούντων. Οι κεραυνοί της κολάσεως. Και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων. «Τας ιδίας αράς θα αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις όπως μαρανθώσιν αι χείρες, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα».

 

Σε πομπή ο αρχιεπίσκοπος έφτασε στον χώρο του αναθέματος (στο Πεδίο του Aρεως, πίσω από το σημερινό μνημείο της θεάς Αθηνάς) με τους λοιπούς συνοδικούς και ιερείς και διακόνους, συνοδευόμενος δε ακόμα και από τον μητροπολίτη Αργυροκάστρου και τον αρχιμανδρίτη του Στόλου και αναφώνησε τον εξής εκκλησιαστικό αφορισμό: ΚΑΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, ΦΥΛΑΚΙΣΑΝΤΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΥΛΕΥΘΕΝΤΟΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ ΕΣΤΩ. Ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά σε έναν μεγάλο λάκκο, στο κέντρο του οποίου δέσποζε το ομοίωμα του Βενιζέλου όπου στην κορυφή του στεκόταν ένα κρανίο ταύρου. Μόλις ειπώθηκε το ανάθεμα οι «πιστοί» άρχισαν να πετούν στον λάκκο κομμάτια μαρμάρων και πέτρες, επαναλαμβάνοντας τα λόγια όσο διαρκούσε ο λιθοβολισμός, ώσπου ένας τεράστιος σωρός από πέτρες σχηματίστηκε

 

Ο «αφορισμός» του Θ. Αγγελόπουλου το 1990 από τον Μητροπολίτη Φλώρινας

Τον Δεκέμβριο του 1990 ο καταξιωμένος ήδη διεθνώς σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος επισκέπτεται την πόλη της Φλώρινας, με σκοπό να γυρίσει την ταινία Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού με πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και τη Ζαν Μορό.

Η ταινία, πριν ακόμη γυριστεί, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του τύπου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι το σενάριο της ταινίας έφτασε και στα χέρια του μητροπολίτη της πόλης, Αυγουστίνου Καντιώτη. Αυτός  μόλις διάβασε το σενάριο της ταινίας, καταθορυβήθηκε, αφού κατά τη γνώμη του η ταινία πρόσβαλλε το έθνος και το Χριστιανισμό!

Απείλησε με αφορισμό τον Αγγεςλόπουλο χωρίς όμως να τον πείσει να σταματήσει τα γυρίσματα τα οποία έγιναν κανονικά.Στις 17 Δεκεμβρίου 199ο διάβασε τον αφορισμό στην Εκκλησία εναντίων του Αγγελόπουλου και όλων των συντελεστών της ταινίας.

 

 

Η περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη

 

To 1954 o Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ, συγγραφέας του  «Θρησκεία και διανόησις», (1945) μετά την κατάταξη του Καζαντζάκη από τον πάπα στον κατάλογο Index των απαγορευμένων συγγραφέων ζητούσε να μην επιτραπεί η μετάφραση των βιβλίων του Καζαντζάκη και οι δεσπότες Χίου και Θεσσαλονίκης ζητούν τον αφορισμό του και την ποινική του δίωξη.

Η Σύνοδος απαίτησε την απαγόρευση του βιβλίου του και τον κατηγόρησε μεταξύ άλλων πως «’Ο Χριστός ξανασταυρώνεται’, εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας». Το ανάθεμα δεν δημοσιεύτηκε, αλλά όταν πέθανε απείλησε όποιον κληρικό τολμούσε να ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία.

Ο Ευγένιος της Κρήτης όμως ανταποκρινόμενος σε πάνδημη απαίτηση των συμπατριωτών του, παρέστη στον ναό όπου μεταφερθηκε η σωρός και στη συνέχεια ένας παπάς συμμετείχε στην ταφή. Εκτός από τους μεγάλους αφορισμούς έχουμε και μικρούς που τελούνται αυθαίρετα από τοπάρχες ιερωμένους.

 

Νίκος Καλογερόπουλος

 

Ο ηθοποιός Ν. Καλογερόπουλος αφορίστηκε το 1976 από τον τοπικό αρχιμανδρίτη («χωριανοί διώχτε τα δαιμόνια από το χωριό») στο Προκόπι (χώρο ξεσηκωμού των αγροτών κατά του τσιφλικά Μπέκερ και χώρου λατρείας του Αϊγιάννη του Ρώσου) της Εύβοιας επειδή με το θεατρικό του έργο ο «Μπαμπούλας», παρουσίαζε τους «δυο ‘μπαμπούλες’ του αγρότη» την Αγροτική Τράπεζα και την Εκκλησία. Ο αφορισμός τον ακολούθησε και στη Ζάκυνθο  Είχαν αφοριστεί επίσης ο Λασκαράτος και ο Ροίδης…Ενώ πολλά ήταν τα αναθέματα όπως αυτό του Βενιζέλου. Πάντως η σύγχρονη Εκκλησία ουδέποτε στηρίχτηκε σε τέτοιες συμπεριφορές για να επιβάλλει τις θέσεις της .

 

Επίσης έχει αφοριστεί η  Αλέξανδρος Υψηλάντης αλλά και η επανάσταση του 1821 ,αλλά τότε όλα ήταν διαφορετικά και δεν ήταν επιλογή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

 

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ