Αρχική » Γενοκτονία των Ποντίων : όταν έφυγαν οι Ρώσοι ήρθαν οι τσέτες…

Γενοκτονία των Ποντίων : όταν έφυγαν οι Ρώσοι ήρθαν οι τσέτες…

από christina

 

Από το 1914 έως και το 1923 περισσότεροι από 300.000 Πόντιοι βρήκαν φρικτό θάνατο από τους Νεότουρκους ενώ το σύνολο των ελληνικών κοινοτήτων “χάθηκαν” μετά από 3.000 χρόνια.

Οι Τούρκοι του Κεμάλ εφάρμοσαν μεθόδους που ξεπερνούν τον ανθρώπινο νου Αυτές  ήταν : εκτόπιση,  εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες,  βασανιστήρια,  πείνα , δίψα,  πορείες θανάτου στην έρημο και  εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις.

Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 (το Κεντρικό Συμβούλιο Ποντίων στη Μαύρη Βίβλο του κάνει αναφορά σε 353.000 θύματα). Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.

Οι Τούρκοι  την  ίδια περίοδο προέβησαν στη γενοκτονία των Αρμενίων αλλά και των Ασυρίων.

 

Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». 

Το κύμα διωγμού και εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).[

Α’ και Β’ φάση

 

Oι διώξεις  άρχισαν  στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν, πεζοί, πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν .

Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών.

Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.

Στον Άγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.

Γ’ φάση

Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.

Στις 29 Μαϊου ο Κεμάλ ανέθεσε στον τσέτη Τοπάλ Οσμάν την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.

Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα “Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.

 

 

Μαρτυρίες  που σοκάρουν

 

 

Στο χωριό Ψηλόκαστρο, του νομού Δράμας, ήταν εφημέριος ο παπα-Ελλάδιος. Ήταν συνήθως σιωπηλός και δεν γελούσε ποτέ. Ζούσε φτωχικά, και το μισθό του τον ξόδευε σε αγαθοεργίες.

Ο Αριστείδης Συμεωνίδης, από το Ψηλόκαστρο, θυμάται:

«Ήμουν εννιά χρονών παιδάκι το 1942 και βγήκαμε με τον παπα-Ελλάδιο να γυρίσουμε τα σπίτια την ημέρα των Φώτων. Πηγαίναμε σε όλα τα σπίτια, και όταν ο παπα-Ελλάδιος τελείωνε την προσευχή μάς δίνανε λίγα χρήματα, αυγά, φρούτα και ό,τι άλλο είχε ο καθένας. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα σπίτι όπου ζούσε ένας ηλικιωμένος με τα τρία του παιδιά. Όλοι τους ήταν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια, και όταν τελείωσε ο ιερέας βγήκε από το σπίτι να φύγει. Εγώ έτρεξα και του είπα: “Στα, ’κ’ εδέκανε τίποτα” (Περίμενε, δεν μας έδωσαν τίποτα). Τότε ο παπα-Ελλάδιος μου είπε κάτι που το κατάλαβα μετά από αρκετά χρόνια: “Ατείντς πρέπει να δίομεν, όχι να παίρομεν” (Αυτούς πρέπει να τους δώσουμε, όχι να πάρουμε…). Ήταν φτωχοί άνθρωποι και δεν είχαν τίποτε να φάνε, γι’ αυτό και ήταν ξαπλωμένοι – από την αδυναμία. Αυτός ήταν ο παπάς μας. Όταν χαλούσε ο δρόμος, πήγαινε μόνος του και τον επισκεύαζε. Έκανε βρύσες για να πίνουν νερό άνθρωποι και ζώα… Βοηθούσε τους φτωχούς, γι’ αυτό ίσως ο Θεός τού έδωσε πολλά χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 100 ετών».

Γεννήθηκε το 1856 στη Σαμψούντα και είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο. Τον χειροτόνησε ιερέα ο μητροπολίτης Σαμψούντας, ο θρυλικός Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος και του έδωσε αυτό το ασυνήθιστο όνομα, από την Ελλάδα…

Γιατί όμως ήταν λιγομίλητος και δεν γελούσε ποτέ; Λίγοι γνώριζαν την τραγική τύχη της οικογένειάς του.

«Όταν ήταν στη Σαμψούντα βίωσε την κτηνωδία της Γενοκτονίας σε όλο της το μεγαλείο», μας λέει ο Αρ. Συμεωνίδης και συνεχίζει: «Μια μέρα οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν κύκλωσαν το σπίτι του και τους συνέλαβαν όλους. Τους έβγαλαν στην αυλή και τους ξεγύμνωσαν. Τον παπα-Ελλάδιο, την παπαδιά, τα τέσσερα κορίτσια και τον γιο του. Τα παιδιά ήταν από 14 χρονών έως 20. Έπιασαν τον παπά από τα γένια και του είπαν να κάνει σεξ με τις κόρες του… Φυσικά αυτός αρνήθηκε και τον χτυπούσαν. Τα παιδιά έκλαιγαν και φώναζαν αλλά οι τσέτες συνέχιζαν να βασανίζουν τον ιερέα. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπακούσει στις εντολές του, πρώτα έσφαξαν τον γιο του… Ύστερα βίασαν την παπαδιά και τις κόρες του μπροστά του. Στο τέλος τους σκότωσαν όλους πλην του παπα-Ελλάδιου. Τι ήταν γι’ αυτούς μια σφαίρα; Δεν τον λυπήθηκαν… Έφυγαν γελώντας. Επίτηδες τον άφησαν και δεν τον σκότωσαν, για να βασανίζεται μια ζωή».

Η αφήγηση του Αρ. Συμεωνίδη με σόκαρε… Χωρίς να το καταλάβω, προσπάθησα να φανταστώ τη σκηνή: Ένας ιερέας γυμνός στην αυλή του σπιτιού του, και γύρω-γύρω η γυναίκα του και τα πέντε του παιδιά δολοφονημένοι… Πώς να γελάσει μετά αυτός ο άνθρωπος; Μετά από όλα αυτά πώς είναι δυνατόν κάποιοι να αμφισβητούν τη Γενοκτονία;

Φεύγοντας από το σπίτι του Αριστείδη Συμεωνίδη τον ρώτησα τι έχει να πει στους αρνητές της Γενοκτονίας.

«Κοίταξε να δεις παιδί μου, εγώ θα σου πω για τη δική μου οικογένεια. Από το σόι της μάνας μου, που ήταν 40 άτομα, γλίτωσαν μόνο η μάνα μου και ένας ξάδερφός της. Τα ίδια και ο πατέρας μου. Γλίτωσε από τα τάγματα εργασίας γιατί δραπέτευσε και πέρασε στη Ρωσία. Είναι δυνατόν να μου λένε τώρα κάποιοι ότι δεν έγινε Γενοκτονία; Ντροπή τους…»

Πηγή: Νίκος Ασλανίδης, Μάρτυρες – 100 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη 2019.

 

Για τρεις μήνες μας πήγανε εξορία, κι εμείς μείναμε τρία χρόνια

 

Σινώπη, Οίκος Κοπτικής και Ραπτικής (φωτ.: ΚΜΣ, «Έξοδος», τόμ. Ε΄)

Mαρτυρία Αγγελικής Σιδηροπούλου από την κωμόπολη Κέρζε (25 χλμ Ν-ΝΑ της Σινώπης και 64 χλμ ΒΔ της Πάφρας), η οποία εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής.

Όταν μας σήκωσαν για την εξορία είχε πέσει χολέρα από τη Σινώπη ως την Κέρζε. Πήραν τους άντρες μας και τους κλείσανε στη φυλακή, κι εμάς τις γυναίκες και τα παιδιά μας βγάλανε έξω από την Κέρζε, και μας έδωσαν κι από ένα κάρο για να φορτώσομε τα ρούχα μας και κανένα στρώμα.

Μας είπανε να πάρομε λίγα ρούχα μαζί μας, γιατί μονάχα τρεις μήνες θα μείνομε στην εξορία. Για τρεις μήνες μας πήγανε, κι εμείς μείναμε τρία χρόνια…

Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Ε΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2016, σ. 557.

 

«Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία»

Μάρτυρας Γενοκτονίας ο παππούς μας Θεόδωρος Παπαδόπουλος –ένας από τους 136 Έλληνες Ποντίους που σύρθηκαν για εκτέλεση στις αμμουδιές του Καρά-Σου και γλίτωσε σαν από θαύμα από τις σφαίρες των τσετέδων–, αφηγούνταν.

Μόλις εφτάσαμε κοντά στον αιγιαλόν, μας εσταμάτησαν και μας εσύναξαν και κατόπιν μας ομίλησεν ο αρχηγός των τσετέδων Υψιζί Ρετζέπ ως εξής:

«Πάκην ουσακλάρ. Γιουνάν εσκερή κελτή Πανόρματα. Συνκή ιλέν καρηλαρή ιτζιντέ τσοτουκλαρή κιοβέ ατάρ. Ονούν ιτσίν σιζή τα ελτηρέ τζεγήμ» (Ακούστε παιδία. Ο ελληνικός στρατός ήρθε στην Πάνορμο. Με ξιφολόγχες από τις γυναίκες πετάν τα μωρά στον ουρανό. Γι’ αυτό και θα σας σκοτώσω). Τότε βρυχηθμός βγήκεν από τα στήθια των παλικαριών και με μια φωνή, που ακούστηκε στα ουράνια είπαν: «EMAΣ ΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ».

Ο αρχιληστής χαμογέλασε φαρμακερά και μας είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα σας σκοτώσω. Μόνο τους παράδες σας θέλω κι ύστερον σας απολύω».

Οι καημένοι οι μελλοθάνατοι επετάξαμε στα πόδια των ληστών ό,τι είχαμε μαζί μας. Μετά τη λήστεψή μας οι Τούρκοι θελήσανε να μας δέσουν. Ένα γερό παλικάρι, που ήτανε πρώτος, ο Κωνσταντίνος Κόκος, με θυμό φώναξε: «Τι εκάναμε και θα μας δέσετε;». O Υψίζ μάλωσε εκείνον που ήθελε να μας δέσει, απομακρύνθηκε λίγο και έκανε νόημα στους δικούς του να υποχωρήσουν από κει που μας είχαν περικυκλωμένους.

Σύγκαιρα έδωσε τη διαταγή: «Xάιτε, σιζή κιόρεγημ, χίτσ πίρ τανέ τσίκματαν ατέσ!» (Άιντε να σας βλέπω, να μη βγει ούτε ένας ζωντανός. Φωτιά!).

Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία. Μερικοί από μας όρμησαν κατά το ποτάμι, άλλοι κατά θάλασσα μεριά. Εγώ έπεσα με το πρώτον. Εν τω μεταξύ σωριάστηκαν επάνω μου δύο σκοτωμένοι κι εγώ έκανα τον πεθαμένο. Κάποτες σίγησαν τα όπλα και οι ματοβαμμένες ύαινες οι φονιάδες μας, αφού τσάκισαν με καζμάδες και φτυάρια τα κεφάλια των πληγωμένων και όσων ετοιμαθάνατων βογγούσαν, μάζεψαν τα πλιάτσικα και κίνησαν τον ανήφορο. Κοπάσανε πλέον τα γοητά, οι επικλήσεις, τα βογγητά και οι ρόγχοι των ψυχορραγούντων. Έκανα τον πεθαμένο για 10 ώρες. Ώρες 10 μες στη ζέστη του καλοκαιριού με τα αίματα των σκοτωμένων παλικαριών να στάζουν απάνω μου και να με λούζουν. Ώρες 10 που φάνηκαν αιώνες, ως ότου βραδιάσει. Τότες μόνο σηκώθηκα από τη θέση μου και είδα ό,τι είχεν απομείνει. Από τα 136 παιδιά μόνον δεκατέσσερις γλιτώσαμε, μερικοί τραυματίες.

Γιώτα Αμμανατίδου

 

Συγκλονιστική μαρτυρία της Φραγκώς Πολυχρόνη από τα Αλάτσατα

Μαρτυρία Φραγκώς Πολυχρόνη το γένος Μαργαρίτη, γεννημένης στα Αλάτσατα το 1910.

Σαν ηβγήκαμε στη Μυτιλήνη, μας ηδιώξανε από το λιμάνι γιατί αμποδίζαμε, αλλά και πού να πάμε; Πααίνετε, λέει, στην πλατεία. Ηκάτσαμε σε μια πλατεία ούλοι μαζί και περιμέναμε, μα κανένας δεν ήξερε τι. Μας είπαν στη μέση της πλατείας να καθίσομε, γιατί γύρω είχενε μαγαζιά και σπίτια κι αμποδίζαμε τσι δουλειές ντως, μα το βράδυ ήπιασε μια βροχή! Ήρθενε κείνη η ταλαιπωρία μας ούλη να την πληρώσουν οι Μυτιληνιοί.

– Σηκωθείτε, μωρ’ σεις, να πάμε κάτω από κείνο το μαγαζί που ’ναι ’πό πάνω σκεπαστό κι όποιος μπορεί ας μας διώξει, είπε η μάνα μου κι ας κοντάγαμε να αντιμιλήσουμε!

Η μάνα μου και πέντε εμείς τα παιδιά και οι τέσσερις αδελφές της, οι δυο γιαγιάδες μας, μια η ξαδελφούλα μας και ένα το ψιμάκι, σύνολο δεκατέσσερις, και ένας ο παππούς δεκαπέντε. Ο παππούς ο δόλιος με τη μαγκούρα κούτσα-κούτσα είχε αντέξει, γιατί ήταν ο μοναδικός άντρας κι ηθάρρειε πως μας προστάτευε. Ηπήαμε απέναντι στο μαγαζί κι η μάνα μάς στρίμωξε ούλους κοντά στον τοίχο να μη βρεχούμαστε. Ε, να δεις χαρά που ’καμε ο μαγαζάτορας, μόλις μας είδ’ απ’ όξω!

– Δε σας είπαν στη πλατεία; Τι μου ’ρθατε δω πέρα και μου κλείσατε το μαγαζί και τη βιτρίνα;

Είχενε κι άλλα να μας πει, μα βούτηξε η μάνα μας τη μαγκούρα του παππού και δεν ηπρόλαβε.

– Με βλέπεις πώς σε κοιτώ; Πάαινε μέσα, μη σου κατεβάσω τα τζάμια και δεν έχεις καθόλου βιτρίνα, του ’κανε η αθεόφοβη!

Δυο ή τρεις μέρες ’κειδανάς τη βγάλαμε, μέχρι που ’φεραν τσι σκηνές του στρατού και τσι στήσανε στην πλατεία. Εμείς επειδή ήμαστε και πολλοί, μας ηδώκανε μια πελώρια. Εκειδά μέσα δεν θυμάμαι πόσο καιρό ηκάτσαμε, πάντως είχε χειμωνιάσει. Κάθε βράδυ που μας ηβάζανε για ύπνο, εγώ κρυφοκοιτούσα τσι μεγάλοι είντά ’καμαν. Ησκαλίζανε κείνο τον τενεκέ με τ’ αλεύρι κι ηβγάζανε από μέσα λιρίτσες για να ψωνίσουν να φάμε την άλλη μέρα. Στη μαύρη αγορά ακόμα και το ψωμί μάς το ηπουλούσανε οι Μυτιληνιοί, χώρια που ημαζεύγανε τα παιδιά τους να μην παίξουνε μαζί μας!…

Ένα βράδυ ’κειδά που ηκοιμούμαστε μέσα στη σκηνή, ήκουσα φωνές κι ηξύπνησα. Είχανε ξυπνήσει ούλοι, μικροί και μεγάλοι μέσα στη σκηνή, μα κείνη που φώναζε μέσ’ στη νύχτα ήτονε όξω απ’ τη σκηνή, η γιαγιά μου, η μάνα τση μάνας μου. Σήκωσα κείνον τον μπερντέ τση σκηνής πίσω από το κεφάλι μου και την είδα τη γιαγιά μου με τα χέρια της σα χωνί στο στόμα της να φωνάζει στο βρόντο μέσα στη νύχτα.

– Καλέ, ένας χριστιανός καλέ, η κόρη μου αιμορραεί, καλέεεε!

Η πλατεία ένα γύρο είχενε μαγαζιά και σπίτια δίπατα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Ούτε ένα παράθυρο δεν ήνοιξε! Η μάνα μας τ’ ανάσκελα ήκλαιγε, κι η άλλη μου η γιαγιά, η κωφάλαλη, μούγκριζε. Μήδε πανιά δεν είχαμε πια να τση βάλουνε! Ούλα μας τα μισοφόρια τα είχαμε σκίσει από κάτω, να τα βάζουμε στο εψιμάκι, που με τη σούρντιση που το ’χε πιάσει, δεν το προλαβαίναμε. Η θεια μου η λεχώνα μάς ηκαθησύχαζε εμάς τα μικρά να κοιμηθούμε. Μα πού να κοιμηθούμε μ’ εκείνη τη φασαρία! Ήρθανε απ’ τσι διπλανές σκηνές μια Κουρούπαινα, μια Λαθουρίτσα και μιαν άλλη. Τότε ήκουσα πως η μάνα μας, που ήταν έγκυος, ήχασε το παιδί. Από κείνη τη νύχτα αρχινήσαμε να μετρούμε τσι πεθαμένοι μας στην Ελλάδα, γιατί οι άλλοι ήταν αιχμάλωτοι. Εκείνους δεν τους κλαίγαμε, γιατί νομίζαμε πως θα γυρίσουν. Τρεις άντρες και δεν ηγύρισε κανένας, ο πατέρας μας, ένας αδελφός της μάνας μας και ο άντρας της θειας μου της λεχώνας. Στη Θεσσαλονίκη μετά που μας ηπήγανε, ηβράχηκε το Γιωργάκι μας και το χάσαμε από πνευμονία.

Απόσπασμα από το Κωνσταντίνος Γκαρμάτης / Μαριάννα Μαστροσταμάτη Μετά τα Αλάτσατα – Οι Αλατσατιανοί ανά τον κόσμο, εκδ. Συλλόγου Αλατσατιανών «Τα Εισόδια της Θεοτόκου», Αθήνα 2007.

 

 

Εγύμνωσαν άνδρες και γυναίκες»

Μαρτυρία ενός νέου από το Καπέκκλησε της Τρίπολης για τις πορείες θανάτου. Την καταγράφει ο Γ.Ν. Λαμψίδης στο έργο του «Τοπάλ Οσμάν».

Όταν είδαν και αποείδαν οι φευγάτοι στα βουνά πατριώτες μου πως δεν θα έρθουν οι Ρώσοι, κατέβηκαν και παραδόθηκαν στους Τούρκους. Οι τροφές τούς είχαν τελειώσει και τα γυναικόπαιδα δεν άντεχαν πια. Όμως τι να σας πω, τι είδαν τα μάτια μου. Ήταν τόσο φοβερό. Μερικούς τους σκότωσαν αμέσως ή τους σφάξανε μπροστά στα μάτια μας, και τους άλλους τους άρχισαν με χοντρά ραβδιά στο ξύλο.

Όταν πια τελείωσαν όλα αυτά, μας ανάγκασαν όλους να γδυθούμε, άντρες και γυναίκες, και να βαδίσουμε. Βαδίσαμε έτσι σ’ αυτά τα χάλια δύο μέρες μέσα στα βουνά.

Ο ένας ντρεπόταν τον άλλο και οι κακόμοιρες οι γυναίκες μας προσπαθούσαν να σκεπαστούν με τα κουρέλια και τα τσουβάλια που βρήκαν σ’ ένα έρημο ελληνικό χωριό.

Μας πήγαιναν στο Καράχισαρ. Για να πάμε στο Καράχισαρ έπρεπε να περάσουμε το βουνό Εΐριπελ που ήταν χιονισμένο. Κρύος παγωμένος αέρας τρυπούσε τα γυμνά κορμιά μας. Εκεί ήταν το τέλος. Κάπου 450 ψυχές πάγωσαν στο Εΐριπελ. Το πρώτο χιόνι είχε σκεπάσει όλους. […]

Μάνα μου, μάνα μου. Την κρατούσα ως την τελευταία στιγμή. Και τον Ισαάκ, τον μικρότερο αδερφό μου, τον έσερνα από το χέρι, ώσπου τον άφησα κάτω. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Νικόλα, μου είπε, κρυώνω, παγώνω. Και έκλεισε το στόμα του. Πάγωσε. Τρεις σωθήκαμε. Εγώ έφυγα και πήγα στο Τζαλ, βρήκα ρούχα και έπεσα μέσα στα βουνά να βρω σωτηρία.

Γ.Ν. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, σ. 127-128.

 

 

Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά…

Αποσπάσματα από μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη (Μπουνάρμπασι).

Ως το Εσκί Σεχίρ, οι δικοί μας προχωρούσαν χωρίς να βρουν αντίσταση. Μετά αντιστάθηκαν οι Τούρκοι. Άρχισε το κακό από Έλληνες και Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις Τουρκάλες μέσα στα τζαμιά και τις έκαιγαν. Τα είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν και αυτοί να σφάζουν και να καίνε.

Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε… Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκανε και φύγανε κι αφήσανε τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες.

Αρχίσαμε να φεύγουμε κι εμείς. Σήμερα δυο, αύριο τρεις. Με την ψυχή στο στόμα φεύγαμε.

Τελευταίος στρατός που πέρασε ήταν του Πλαστήρα. Μόλις έφτασε ο Πλαστήρας στο Μπουνάρμπασι ρώτησε: «Είναι κανένας στρατιώτης εδώ;».

– Είμαι ο τελευταίος· απάντησε ο αδερφός μου.
– Να έρθεις μαζί μας, κι εσύ και οι άλλοι, γιατί θα σας σφάξουν.
– Θέλω να φυλάξω το σπίτι· απάντησε ο αδερφός μου.
– Εμένα πρόκειται να γεννήσει η γουρούνα μου· είπε ένας άλλος.
– Εγώ έχω τις καμήλες μου, να τους βάλω να φάνε και να τις ποτίσω· είπε ένας τρίτος.

«Κοιτάξτε», τους είπε πάλι ο Πλαστήρας, «όταν θα δείτε στα υψώματα φωτιές, έτσι που να σχηματίζουν σταυρό, να ξέρετε πως θ’ αρχίσει η σφαγή». Πώς το ήξερε; Κάποιος κρυφοχριστιανός θα του το μαρτύρησε.

Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες. Είχαν τον νου τους. Τις είδαν τις φωτιές. Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ τούς έπιασε και τους έσφαξε.

Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά.

«Μη φοβούστε, είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο· φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκοτώναν.

Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Πάλι έκαναν επίθεση και πάλι τα ίδια. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό· όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.

Έβγαλαν μετά ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα 20% δεν επήραν.

Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! Και την είχε προβλέψει ο πατέρας μου. Όταν βγήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, κατάλαβαν το Διοικητήριο. Ένας τσολιάς πείραξε μια Τουρκάλα. Ο Έλληνας αξιωματικός του διέταξε να τον σκοτώσουν παραδειγματικά. Τον σκότωσαν. Ο πατέρας μου που το είδε μας είπε στενοχωρημένος. «Είδατε τι έγινε; Με το ίδιο τους το αίμα βάψανε το σπαθί τους. Τώρα να δεις τι θα γίνει. Δεν θα πάμε καλά. Θα καταστραφούμε. Πάλι ας περιμένομε. Ίσως μας λυπηθεί ο Θεός». Δεν μας λυπήθηκε. H καταστροφή μας ήταν φανερή.

Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα.

 

«Δεν σκεφτόμασταν τους ανθρώπους μας που χάθηκαν, παρά μόνον ευχαριστούσαμε το Θεό για τη σωτηρία μας»

Γεώργιος Σταμπολίδης στο ημερολόγιό του που μας άφησε, περιγράφει τα γεγονότα:

Ήμουν γατσάχ (φυγόστρατος) μαζί με τον Μεχτερίδη Γιάννη και κρυβόμασταν έξω από το χωριό. Μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι για να μας πάνε στο στρατό. Δεν ξέραμε τι είχε συμβεί στο χωριό Χερίζ Νταγ.

Το βράδυ, με πολλές προφυλάξεις πλησιάσαμε το χωριό. Ακούγαμε τα σκυλιά να γαυγίζουν, τα πρόβατα να βελάζουν και ανησυχήσαμε. Τρελαθήκαμε από την αγωνία μας να μάθουμε τι συμβαίνει.

Χάσαμε τον εαυτό μας, όταν καθώς πλησιάσαμε με προφυλάξεις, ακούσαμε βογγητά. Ήταν από το πηγάδι, που ήταν γεμάτο με σώματα ανθρώπων.

Πλησιάσαμε και τραβήξαμε τις πέτρες που τους πλάκωναν. Αυτοί που ήταν πάνω-πάνω, είχαν ακόμη τις αισθήσεις τους. «Τι έγινε;» φωνάξαμε.

«Γιώργη, Γιώργη αδελφέ, φύγετε, μας έσφαξαν οι Τούρκοι», άκουσα ξεψυχισμένη τη φωνή της αδερφής μου Σαββαδελής.

«Πού είναι οι άλλοι;» «Στο βουνό», πρόλαβε να πει και έσβησε.

Τρέξαμε βιαστικά στα σπίτια μας. Ήταν ερειπωμένα και μισοκαμμένα. Ψάξαμε αμέσως να βρούμε τρόφιμα, τα φορτωθήκαμε και τραβήξαμε κατά το βουνό. Περίπου υπολογίσαμε πού κρύβονταν. Καθώς προχωρούσαμε, βρήκαμε μια γυναίκα μέσα σε μια σπηλιά και μάθαμε τα γεγονότα. […]

Οι Τούρκοι που μας χτύπησαν στο Κιζολτουρέν, δεν ήταν οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Ήταν τσέτες Τούρκοι από τα γύρω τουρκικά χωριά, που τους είχε οπλίσει ο Κεμάλ. Ο Τοπάλ Οσμάν μετά από την καταστροφή του Χερίζ Νταγ τράβηξε για το χωριό Κιρκχαρμάν, όπου κι εκεί είχαμε πολλούς συγγενείς.

Κύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του και έμασε τον κόσμο σε τέσσερα μεγάλα σπίτια. Λεηλάτησαν και λήστεψαν όλα τα σπίτια, άρπαξαν ό,τι ήθελαν και άρχισαν τις απάνθρωπες πράξεις τους.

Τις νεαρές γυναίκες τις αιχμαλώτισαν και τις έστειλαν στις μεγάλες πόλεις και τους νέους τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). Οι υπόλοιποι άνδρες, γυναίκες και παιδιά συνωστισμένοι στα τέσσερα σπίτια έκλαιγαν γοερά και οι σπαρακτικές κραυγές τους ακούγονταν σ’ όλο το χωριό. Οι Τούρκοι γελούσαν σαρκαστικά.

Έριξαν χειροβομβίδες από τα παράθυρα και αιματοκύλησαν τους άμοιρους που ήταν μέσα. Μετά πότισαν με πετρέλαιο τους τοίχους των σπιτιών κι έβαλαν φωτιά. Λαμπάδιασαν τα σπίτια και φούντωσαν από το καπνό.

Καίγονταν ζωντανοί άνδρες και γυναίκες. Οι μητέρες έριχναν από τα παράθυρα τα παιδιά τους έξω σε μια ύστατη προσπάθεια να τα σώσουν.

Πολλές γυναίκες προσπάθησαν να πέσουν με τα παιδιά τους από τα παράθυρα για να γλιτώσουν. Οι Τούρκοι τις πυροβολούσαν και τις αποτελείωναν. Γελούσαν, κάγχαζαν και διασκέδαζαν με το αποτρόπαιο έργο τους.

Όσοι σώθηκαν, ήρθαν στην Ταζλού και με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους μάς τα διηγήθηκαν με λυγμούς. Κι εκείνες τις καταραμένες ώρες νιώσαμε κάτι το περίεργο:

Δεν σκεφτόμασταν τους ανθρώπους μας που χάθηκαν, παρά μόνον τους εαυτούς μας και ευχαριστούσαμε το Θεό για τη σωτηρία μας.

Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.

Μέχρι και 100 άτομα πέθαιναν την ημέρα από αρρώστιες…

 

Ο παππούς Πηλόροφ Αναστάσιος Κεσίδης, ο θείος Νικόλαος Κεσίδης, ο Αλέξανδρος, ο Δημήτρης ο μικρός και η μητέρα Σοφία Κεσίδου

Γιούλη Ανδρεανίδου-Σπυροπούλου: Η ιστορία του παππού μου Αναστάσιου Κεσίδη ή Πήλου ή Κέσοφ ή Πηλόροφ

Όταν ρώτησα τη μητέρα μου γιατί τον έλεγαν Πήλο, μου είπε: «Πουλόπο μ’, οι Πόντιοι έλεγαν ατον Πήλο γιατί έτονε πολλά έμορφος ο άνθρωπον, τσαμουρόχτιστος (= ο άνθρωπος φτιαγμένος από τη λάσπη, δηλ. καλλιτεχνημένος)». Οι Ρώσοι τον ονόμαζαν Κέσοφ ή Πηλόροφ. Ο παππούς ήτανε από την Αργυρούπολη της Τραπεζούντας, πολύ πλούσιος, είχε δικό του ορυχείο, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, είχανε δικό τους μηχάνημα που κόβανε νομίσματα (καπίκια).

Οι Τούρκοι, όταν είδανε ότι οι Πόντιοι ήτανε πολύ εργατικοί και πλούσιοι, έκλεισαν τα ορυχεία και τους διώξανε. Τότε ο παππούς μου πήγε στην Ίμερα της Αργυρούπολης. Είχε πολλά αδέλφια, 11, και όλα αγόρια. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Παπαδοπούλου την Ελένη από τα Μαντρία της Αργυρούπολης, πολύ πλούσια και από μεγάλο σόι. Είχανε 16 παπάδες και έναν Δεσπότη, τον Παΐσιο, στο Ερζερούμ του Πόντου.

Απέκτησε με τη γιαγιά 11 παιδιά, από τα οποία έζησαν μόνο τα 6: 5 αγόρια και μόνο η μητέρα μου – ήταν το χαϊδεμένο κορίτσι.

Έζησαν στην Ίμερα αρκετά χρόνια. Όταν οι Τούρκοι κήρυξαν πόλεμο εναντίον των Ρώσων, έφυγαν και πήγανε στο Βατούμ. Εκεί ο παππούς μου άνοιξε αλυσίδα φούρνων και προμήθευε ψωμί σε όλο το Βατούμ. Επίσης άνοιξε χρυσοχοείο και κατάστημα χοντρικής πώλησης τροφίμων.

Μετά από λίγα χρόνια φύγανε από το Βατούμ και πήγανε στο Καρς, στο χωριό Σαρίκαμις. Εκεί έμειναν αρκετά χρόνια. Όταν ο Κεμάλ αποφάσισε να εξαφανίσει το χριστιανικό ποντιακό έθνος, τότε αρχίσανε οι βαρβαρότητες, η σφαγή και οι διωγμοί.

Ο Μπέης, ο οποίος μάλλον ήτανε κρυπτοχριστιανός, ειδοποίησε τον παππού μου, γιατί είχανε φιλίες, και του είπε: «Πηλόροφ, ειδοποίησε τους κατοίκους απόψε να φύγετε όλοι, να αδειάσετε το χωριό, γιατί το πρωί θα έρθουν οι Τούρκοι και δεν θα αφήσουν κανέναν ζωντανό». Έτσι και έγινε, όπως λέει και το τραγούδι το οποίο οι Πόντιοι τιμής ένεκεν το αφιέρωσαν στον παππού μου, γιατί 3.000 ψυχές έσωσε. Και το τραγούδι αρχίζει με τα εξής λόγια:

Σην Ελλάδαν εχπάσταμε, η ώρα έτον δύο,
σα μάντρια εφέκαμε και δεμένον τον βίον.
Και ν’ ο Πήλοροφ εκούιζεν, και γοσέψτεν τ’ αραμπάδας,
εσ’ κ’ έρχουνταν οι Τουρκάντ’, να κλέφνε τα νυφάδας*.

Όταν ξημέρωσε, το χωριό ήτανε άδειο τελείως. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι και το κάψανε. Αργότερα χτίσανε δικά τους σπίτια και αλλάξανε το όνομα, βάλανε τουρκικό.

Από εδώ και πέρα αρχίζει η ταλαιπωρία του παππού μου. Μου έλεγε η μητέρα μου, η οποία ήτανε το 1919 9 χρονών: «Γιούλα, πουλόπο μ’, όταν ανεβήκαμε επάνω στο βουνό και γυρίσαμε πίσω, είδαμε φωτιές και καπνοί σκέπασαν τον ουρανό».

Ο Πηλόροφ πήρε μαζί του τα τρία ορφανά, τον Αλέξανδρο, τον Δημήτρη και τη Σοφία, τη μητέρα μου, και τη νύφη του, τη γυναίκα του Νικόλα. Τους έβαλε στο κάρο, ξάπλωσε τη νύφη και έβαλε τα μικρά να ξαπλώσουν επάνω της, να την κρύψουν από τους Τούρκους. Ο παππούς μου πήρε μαζί του και τον θείο μου τον Νικόλα. Τον Γιώργο ή Γιωρίκα τον άφησε στο Βατούμ να τακτοποιήσει τις δουλειές και έπειτα να έρθει κι αυτός στην Ελλάδα – από τότε έχουν χαθεί τα ίχνη του. Η μάνα μου ξεψύχησε με το όνομα του Γιωρίκα…

Ο μεγάλος θείος μου ο Χριστόφορος ήταν συνταγματάρχης στο στρατό του τσάρου, και αυτουνού τα ίχνη χαθήκανε.

Τα μικρά παιδιά μαζί με τη μητέρα μου, με την αναμπαμπούλα χαθήκανε από τον παππού μου και τον θείο μου. Μου έλεγε η μάνα μου: «Γιούλα, επερπάταναμε από βουνό σε βουνό και έτρωγαμε χιόν’ – επρέστανε τα κοιλίας εμουν».

Φτάσαμε στο Βατούμ με άλλους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Τα παιδιά και τις γυναίκες, τους φορτώσανε σε άλλο πλοίο και τους άνδρες σε άλλο.

Μετά από αρκετές ημέρες ταλαιπωρίας φθάσαμε στην Ελλάδα, σο Καράπουρνου στην Καλαμαριά (στο σημερινό Καραπουρνάκι). Εκεί πήρανε τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, χωριστά τα αγόρια και χωριστά τα κορίτσια.

Οι άνδρες μαζί, ο Πηλόροφ και ο Νικόλας, ταλαιπωρημένοι και άρρωστοι, τους βάλανε όλους μαζί σε καραντίνα.

Η ελονοσία, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, θέριζε. Έτσι, δεν κατόρθωσαν να τους γλυτώσουν, και 100 άτομα πεθαίνανε την ημέρα! Ανάμεσα σε αυτούς ήτανε ο ξακουστός ο Πηλόροφ και ο θείος μου ο Νικόλας.

Όταν τους αναζήτησα, μου είπαν είναι θαμμένοι στην Καλαμαριά, στο κοιμητήριο του Αγίου Ιωάννη. Θα ψάξω να τους βρω, έστω μετά από τόσα χρόνια, να τους ανάψω ένα κεράκι, να ησυχάσουν οι ψυχούλες τους.

Γιούλη Ανδρεανίδου-Σπυροπούλου,
εγγονή του Αναστάσιου Πηλορώφ

_____
* και συνεχίζει το τραγούδι:

Σην Ελλάδαν έρθαμε, ζεστά έταν τα μήνας,
Ενέσπαλαμ’ το βούτυρον και τρώγαμ’ τα κινίνας.
Και τσολ κι έρημον Καραμπουρούν και τριγύλ’-τριγύλ’ ταφεία
και ν’ ανοίξτε και τερέστιατα, όλια Καρσί παιδία.
Και σαράντα μέρες πρόσφυγοι εκεί είχαν καραντίνα,
τα λείψανα ασό παπόρ’ ση θάλασσαν εσύρναν.

Πηγή: Εφ. Ποντιακή Γνώμη, τχ 58, Ιαν. 2014

Η αποφράς ημέρα του Χερίζ Νταγ

Σοφία Παπαδοπούλου-Σταμπουλίδη: Ο Τοπάλ Οσμάν με τους τσέτες του, αφού σκόρπισε τον όλεθρο στο Χατζήμπεη, έφθασε και περικύκλωσε το χωριό Χερίζ Νταγ, λίγο πριν από το σούρουπο της 21ης Ιουνίου 1921.

Αιχμαλώτισε όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν, γύρω στους 180 κατοίκους. Τους συγκέντρωσαν στα δυο πηγάδια. Τους άνδρες τους κατάσφαξαν άγρια, τις δε γυναίκες, αφού τις βίασαν, τις έριξαν ζωντανές με τα παιδιά τους στα δυο πηγάδια.

Τις νέες γυναίκες τις έστειλαν εξορία στη Σεβάστεια, τη Μαλάτεια, την Τοκάτη και στο Χαρπούτ. Υπέβαλαν και τις γριές και τους γέρους που δεν μπόρεσαν να φύγουν σε φοβερά βασανιστήρια. Τους χτυπούσαν με τα μαστίγια και τους υποκόπανους των όπλων και τους οδηγούσαν από σπίτι σε σπίτι για να τους υποδείξουν κρυμμένους θησαυρούς, κοσμήματα, και πολύτιμα πράγματα.

Γυναίκες γριές γυμνώθηκαν ολότελα και τις ρωτούσαν: «Πού είναι οι κόρες σας και οι νύφες σας;».

Τις έβαζαν μέσα σε μεγάλα τσουβάλια και έριχναν μέσα γάτες. Τις χτυπούσαν με ξύλα και οι γάτες ξέσχιζαν τις σάρκες των γυναικών.

Άλλες πάλι τις γονάτιζαν και περνούσαν στο σώμα τους επάνω μεγάλα ξύλινα κοφίνια που από τις χαραμάδες τους με μαχαίρια τις κατακρεουργούσαν. Δεν άντεχαν και μαρτυρούσαν τη θέση εκείνων που είχαν καταφύγει σε κρύπτες, όπως ήταν τα ταβάνια των σπιτιών και σπήλαια γύρω από το χωριό.

Οι τσέτες βλέποντας τα μεγάλα ζώα, βόδια και άλογα, να τρέχουν τρομαγμένα, τα πυροβολούσαν και τα σκότωναν, γεμίζοντας τους δρόμους και τις αυλές με ογκώδη πτώματα. Έψαξαν όλα τα σπίτια, τα υπόστεγα, τις αποθήκες. Πήραν ό,τι πολύτιμο βρήκαν και τα άλλα τα κατέστρεψαν και τα πυρπόλησαν. Ρίχτηκαν κατόπιν στην εκκλησία. Πήραν ό,τι πολύτιμο βρήκαν, βεβήλωσαν τις εικόνες, τις κατακερμάτισαν, ξέσχισαν τα ιερά βιβλία και συνέτριψαν τις κανδήλες, τα μανουάλια, τα εξαπτέρυγα και τους πολυέλαιους.

Ακόμη και τάφους άνοιξαν, νομίζοντας ότι υπάρχει κρυμμένος θησαυρός.

Αλλά και η τύχη όσων κρύφτηκαν με τα παιδιά τους στα γειτονικά δάση και σπήλαια δεν ήταν καλύτερη. Κατατρεγμένοι και νηστικοί, ιδίως οι δυστυχισμένες μητέρες έβλεπαν με σπαραγμό ψυχής να πεθαίνουν τα μωρά τους στις κούνιες τους και τα μικρά παιδιά ενός και δύο ετών να ξεψυχούν στα χέρια τους, ανήμπορες να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια, αφού και οι ίδιες αντιμετώπιζαν το φάσμα του θανάτου.

Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπολίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.

 

 

 

 

 «Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο» . (Από το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη «Η εξορία των χωριών Τρουψί και Μπάτσανα» (Αθήνα 1966). Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 577 via Pontosnews),

H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.

«Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθήτε. Έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε» . (Του Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του εν Αμισώ Γραφείου Προσφύγων – Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921- via Pontosnews)

«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα «πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν», δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». (Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 , καταγραφή: Μάρτιος 1966, via Pontosnews).

Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…» (Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας- αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910- από την έκδοση Α΄ ποντιακή εβδομάδα στην Αυστραλία, 18-28 Αυγούστου 1989, της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων «Η Ποντιακή Εστία», via Pontosnews)

 

Μοναδική  ανέκδοτη μαρτυρία του Θανάση Γ. Κακογιάννη από Αλάτσατα Ερυθραίας

Σεπτέμβριος 1987

στον  Δημήτρη Κρασσά

Πάντα ξυπνούν οι βαθιά θαμμένες μα ολοζώντανες, φοβερές κι ανατριχιαστικές παιδικές θύμησες. Να, εκεί, που όσο περνούν τα χρόνια, γυρίζει ο νους πολλές φορές σε όλα εκείνα που έζησε κανείς και τα θυμάται ένα-ένα, με τα κύρια και καταλυτικά γεγονότα, χωρίς να τα ‘χει αμαυρώσει ο χρόνος, με τις εικόνες των ζωηρές και ανεξίτηλες, γεγονότα και εικόνες που σημάδεψαν τη ζωή των όσων τα έζησαν και τις είδαν. Ακόμα εκεί που διαβάζεις κείμενα για τη Μικρασία, εκεί που αναζητάς στον όποιο χάρτη δεις τα παράλια της Μικρασίας, τον τόπο που γεννήθηκες με τα νησιά μας απέναντι. Και σε κάθε πια επέτειο, ατόφιες μπροστά σου οι σκηνές, οι γιομάτες δέος και ανατριχίλα θανάτου, οι σκηνές του βασανισμού, του βιασμού και της ατίμωσης, βαθιά χαραγμένες και άσβεστες.

Η πονεμένη μορφή της χαροκαμένης  μάνας, η ορφάνια, τα πονεμένα παιδικά  πρόσωπα, είναι ό,τι απόμεινε από  εκείνη την εποχή του διωγμού και μετά για πολλά κατοπινά χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κύκλο του φονικού, της καταστροφής και του ξεριζωμού, άσβεστη και ζωντανή η απέραντη άφθαρτη μνήμη.

Το δίλημμα μετά την πρώτη προσφυγιά

Έτσι  κι έγινε στη Μικρασία, στα ξακουστά ελληνικά παράλια της. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που άρχισε το 1914, άγγιξε από τις πρώτες του μέρες εκείνους τους τόπους. Κι οι πάτριοι εκείνοι τόποι με τη σφύζουσα ελληνική πνοή και πίστη άδειασαν. Ο αλλόθρησκος εχθρός σκόρπισε τους πληθυσμούς των Χριστιανών κατοίκων στην Ελλάδα. Προσφυγιά κάπου έξι χρόνια. Κι’ ύστερα ξαναγύρισμα στις Πατρίδες. Μύριοι κόποι να ξαναναστηθεί στους πατρογονικούς τόπους η ζωή.

Στα Αλάτσατα, μία μικρή κωμόπολη με 15.000 κατοίκους Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους, που βρίσκεται στη χερσόνησο Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης, και σε απόσταση 70 χλμ., είχε φθάσει εκείνο τον Αύγουστο του 1922 ο απόηχος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο μέτωπο της Μικρασίας. Ημέρα με την ημέρα βάραινε πάνω σε όλους τους κατοίκους το φοβερό προαίσθημα της επερχόμενης συμφοράς. Μία αβεβαιότητα ανάμικτη με τρόμο σκέπαζε το χωριό, όπως έλεγαν τη μικρή τους κωμόπολη οι κάτοικοί της, όσο πλήθαιναν τα νέα του μετώπου που κατέρρεε. Οι κάτοικοι, μπροστά στ’ αποκαρδιωτικά μηνύματα της υποχώρησης του στρατού μας και της καθόδου των διαβόητων Τσετών και του Τουρκικού Στρατού, που μαζί απλώνονταν αιμοχαρείς, νικηφόροι και εκδικητές προς τη Σμύρνη και τα παράλια, αντιμετώπιζαν το παράλογο δίλημμα να μείνουν στον τόπο τους, στην πατρίδα, ή να την αφήσουν πάλι και να φύγουν στην ξενιτιά.

Στη μικρή αυτή πολιτειούλα ήταν πολύ ζωντανά τα πατριωτικά αισθήματα  των κατοίκων της και βαθιά η χριστιανική πίστη τους. Ήταν αφέλεια ακόμα και η σκέψη να μείνουν. Κι όμως ο καημός και τα βάσανα της πρώτης προσφυγιάς, κι ύστερα το ξαναζωντάνεμα της πατρίδας, να, η αιτία του διλήμματος. Οι χριστιανοί ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων. Ελάχιστες οι τουρκικές οικογένειες, γι’ αυτό και πολύ λίγοι κάτοικοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα. 

Στο γυρισμό, στα 1920, ύστερα από τον πρώτο διωγμό στα 1914, όσοι γύρισαν στην πατρίδα είχαν ξαναδημιουργήσει τα νοικοκυριά τους. Ξανακαλλιέργησαν την καρπερή γη της πατρίδας, ξαναστόλισαν τις εκκλησίες τους, αποτελείωσαν και τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Κάτω Χωριό και τον στύλωσαν ωραίο κι επιβλητικό. Η σταφίδα γέμισε και πάλι τα σπίτια, τα χέρσα χωράφια με τα σπαρτά και τα καρποφόρα δέντρα ομόρφυναν όπως πριν τον τόπο τους. Το εμπόριο με τη Σμύρνη ξανάρχισε και η ζωή είχε βρει ξανά τον ήρεμο ρυθμό της, με τις καινούργιες εμπειρίες της προσφυγιάς μα και της προόδου.

Και να τώρα, μπροστά  στο αδυσώπητο δίλημμα: Να τ’ αφήσουν πάλι όλα, χαμένος πάλι ο ιδρώτας και ο μόχθος, και να φύγουν, να πάρουν και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς, ή να μείνουν;

Ολέθρια συμβουλή

Όντας μακριά από τα μέτωπα, δεν είχαν επίγνωση των καταστροφών, των φονικών μαχών, του ολέθρου που κάθε μάχη σκορπούσε παντού. Έτσι τους έμενε κάποια αμυδρή ελπίδα πως ίσως δεν πειραχτούν από τον Κεμάλ. Με κάποιες τέτοιες σκέψεις, ολότελα αντίθετες με την εξέλιξη του πολέμου, οι Προεστοί συμβούλεψαν να μην εγκαταλειφθεί ο πατρογονικός τόπος.

Όλοι έρμαια των Τσετών μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού

Στο μεταξύ οι φήμες μέρα με τη μέρα προμηνούσαν  τον όλεθρο. Ο τρόμος και η αγωνία συνείχε τους πάντες. Η δράση των άτακτων Τούρκων, των Τσετών, ήταν από παλιότερα γνωστή. Εκείνες τις μέρες του τρόμου και της αγωνίας, κατέφθασε στα Αλάτσατα, οπισθοχωρώντας, η οπισθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού με τον Πλαστήρα επί κεφαλής. Το μόνο που είπε στους κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο του χωριού ήταν ο πικρός του λόγος: «Λυπάμαι που σας αφήνουμε…».

Ήταν  πια οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη  του 1922. Ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει. Ο Τουρκικός Στρατός, με προπομπό τους άτακτους Τσέτες, κατέβαινε στις πόλεις και στα χωριά. Κι άρχισε το απερίγραπτο δράμα των χριστιανών.

Στις 4 του Σεπτέμβρη εισέβαλαν με πυροβολισμούς και κραυγές. Τα σπίτια αμπαρώθηκαν, ερημιά παντού. Έρμαια της μανίας των άτακτων στιφών τα πάντα. Όλοι περίμεναν τη μοίρα τους. Πολλές οικογένειες μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι, έτσι για να μη μένουν μόνοι και με την παρηγοριά ο ένας του άλλου. Οι χτύποι στις πόρτες, οι κοντακιές και τα σπασίματα για ν’ ανοίξουν και να μπουν μέσα στα σπίτια, η χλαλοή και τα τρεχοβολητά, κατακορύφωναν το δέος και την αγωνία. Όσο μπορούσαν οι κάτοικοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μάθαιναν τα όσα γίνονταν. Παντού σφαγή, βασανισμοί και βιασμοί. Όλοι έρμαια των Τσετών. Έτσι, μια παγωμένη θανατερή αναμονή πλάκωνε τις καρδιές όλων.

Και η σειρά μας  ήρθε

Μαζεμένοι στο σπίτι του παππού, η οικογένεια ζούσε τον εφιάλτη της προσμονής της δικής μας δοκιμασίας. Οι Τσέτες μπαινόβγαιναν και ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια των χριστιανών. Σκοπός τους η διαρπαγή, η λεηλασία, η σφαγή, οι βιασμοί. Το ακόρεστο πάθος κυρίαρχο και ανελέητο καταπάνω σε γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Με αισθήματα αφόρητης αγωνίας, περίμεναν οι μεγάλοι, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα και ο Μήτσος μας τη σειρά μας. Τα μικρά, εμείς, κουλουριασμένα, φοβισμένα και χωρίς συναίσθηση του τι μας περίμενε, το ένα κοντά στο άλλο, πιασμένα από τα φουστάνια της μάνας και της γιαγιάς. Ο πατέρας άφαντος κάπου για να γλιτώσει.

Και η σειρά μας ήρθε. Αγρια χτυπήματα  στην αμπαρωμένη πόρτα με φοβερές  φωνές. Ο μεγάλος αδελφός, ο Μήτσος, κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο πρώτος που δοκίμασε την επιδρομή μιας ομάδας από Τσέτες. Αφού τον  κοπάνισαν με τα κοντάκια των τουφεκιών τους, αγρίμια αληθινά, όρμησαν ανεβαίνοντας τις σκάλες. Άρπαξαν το γέρο παππού ζητώντας να τους δώσει χρήματα και ό,τι άλλο είχε. Συνέχεια άρπαξαν από τα μαλλιά τη γιαγιά και ζητούσαν να τους δώσει δαχτυλίδια, ρούχα και τρόφιμα. Δεν τους έφταναν ό,τι έπαιρναν. Άρχισαν να χτυπούν. Μ’ ένα γουδοχέρι πέτρινο έσπασαν το κεφάλι του παππού, συνέχισαν τα χτυπήματα στη γιαγιά, ώσπου και οι δύο τους έπεσαν αναίσθητοι. Όλοι κλαίγαμε, το μωρό στην αγκαλιά της μάνας τσίριζε. Ένας θρήνος γιόμισε το σπίτι, που εν τω μεταξύ το είχαν κάμει άνω-κάτω ψάχνοντας, ζητώντας πουγκιά και χρυσαφικά. Αγρίμια αληθινά, δεν αρκέστηκαν σε ό,τι βρήκαν και άρπαξαν.

Οι βιασμοί

Σε  μια γωνιά του σπιτιού ήταν καθισμένη, έχοντας στα γόνατά της το μικρό της γιο, μια γειτόνισσα που είχε ζητήσει να μείνει μαζί μας από το φόβο που ήταν μοναχή και έρημη. Πριν από έναν μήνα είχε μάθει το θάνατο του άνδρα της που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Είχε φορέσει ό,τι παλιόρουχα είχε κι είχε σκεπάσει το κεφάλι της με διπλό τσεμπέρι για να κρύψει το πρόσωπό της και τα χρόνια της. Πώς όμως να ξεφύγει η δύστυχη από τ’ άγρια θηρία;

Μυρίστηκαν το θήραμά τους. Κοντοστάθηκαν απέναντί της, έσκυψαν και με μιας της τράβηξαν τα τσεμπέρια από το κεφάλι. Ξεχύθηκαν τα μαύρα μαλλιά της και άστραψαν μπροστά τους τα μεγάλα μαύρα μάτια της και το ωραίο λευκό πρόσωπο. Με βία παραμέρισαν το αγόρι της και την τράβηξαν σέρνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγες στιγμές ακούσαμε τα βογκητά και τις οιμωγές της… Μια κρυάδα μ’ έναν αποτροπιασμό μας πάγωσε μικρούς και μεγάλους. Η φρίκη γιόμισε όλο το σπίτι μπροστά στο κατοπινό θέαμα της βιασμένης γυναίκας. Ένα ματωμένο κουρέλι σύρθηκε κοντά μας με σκισμένα τα ρούχα και ματωμένο όλο της το κορμί, με ασταμάτητους λυγμούς. Μάζεψε το αγόρι της και διπλώθηκε στα γόνατά της. Η γιαγιά πήγε κοντά της και με λίγο νερό της ξέπλυνε το πονεμένο της πρόσωπο. 

Μα  της δύστυχης δεν της έφτανε το δικό της μαρτύριο. Πάνω σ’ όλα αυτά, να κι ένας πολίτης Τούρκος. Θα ήταν έως είκοσι χρονών, ήταν από τους λίγους Τούρκους του χωριού. Χωρίς μιλιά γύρισε μια ματιά σε όλους κι ύστερα κοντοστάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ολοφυρόταν. Έσκυψε και σήκωσε το αγόρι και κρατώντας το από το χέρι, τράβηξε κατά τη σκάλα. Η δύστυχη με το έντονο προαίσθημα του κακού για το αγόρι της, χίμηξε ν’ αρπάξει από τα χέρια του μισερού τουρκόπουλου το παιδί της. Κι ο νεαρός, πάντα στυγνός και αμίλητος, με μια κλωτσιά την ξάπλωσε στο πάτωμα κι ευθύς τραβώντας το παιδί, κατέβηκε. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι του παππού ήταν κάτι χαλάσματα. Από το μισάνοιχτο παραθύρι έγειρε ο Μήτσος μας και είδε πως έσυρε το αγόρι μέσα σ’ εκείνα τα χαλάσματα… Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και το αγοράκι γύρισε κατατρομαγμένο και μέσα στα κλάματα. Εξουθενωμένο έπεσε στην αγκαλιά της βιασμένης μάνας του. Του σήκωσε τα ρουχαλάκια του κι ύστερα με λίγο νερό προσπάθησε να το συνεφέρει. Μια νεκρική σιγή σκέπασε όλο το σπίτι. Οι μεγάλοι αμίλητοι κι εμείς τα μικρά τρέμαμε ολοσούσουμα.

Οι  στιγμές ήταν αβάσταχτες. Σε λίγο τα δάκρυα και οι λυγμοί μας έπνιγαν όλους, μικρούς και μεγάλους, κι ο τρόμος κυρίαρχος ως την τελευταία ικμάδα της ύπαρξής μας. Έτσι, ξημερωθήκαμε.

Δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα  της πόρτας

Την άλλη μέρα, κι ενώ οι πυροβολισμοί και  τα τρεχοβολητά δικών μας που  έτρεχαν να κρυφτούν και των Τούρκων  που κυνηγούσαν τα θύματά τους, ανήμποροι  να κάνουμε οτιδήποτε, μιας και βρισκόμασταν στο έλεος των αιμοδιψών πάνοπλων ληστών, περιμέναμε ανυπεράσπιστοι την τύχη μας. Και δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας. Έφτασε αυτή τη φορά ένα μπουλούκι. Άρχισαν κι έψαχναν παντού, μοιράζοντας κοντακιές. Τσουβάλια με σταφίδα, τενεκέδες με πετιμέζι και τυριά, ό,τι ρούχα είχαν απομείνει από τους χτεσινούς. Βρισιές, κλωτσιές και με τις λόγχες κομμάτιαζαν τις εικόνες. Ύστερα φόρτωναν τη λεία τους κι έφευγαν, ώσπου να έρθουν άλλοι για ν’ αποσώσουν τη διαρπαγή.

Άλλοι, μη βρίσκοντας ό,τι γύρευαν, ξεσπούσαν πάνω στα κορμιά μικρών και μεγάλων. Η σαδιστική μανία τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Έφτασαν ν’ αρπάξουν από την αγκαλιά της μάνας μας το μωρό της έξι μηνών, να το αναποδογυρίσει ο άγριος Τσέτης, να το κρατήσει ανάποδα από τα δυο του ποδαράκια και με ξεγυμνωμένο μαχαίρι να θέλει να το σχίσει στα δύο. Μπροστά στα ουρλιαχτά της μάνας κι όλων μας και στην προτροπή ενός συντρόφου του ν’ αφήσει το μωρό, το πέταξε κάτω και παίρνοντας ό,τι ρουχικό και τρόφιμα βρήκαν, βρίζοντας στη γλώσσα τους έφυγαν. Έτσι κόρεσαν τα πάθη τους τα στίφη των Τσετών. Μετά από κάθε αναχώρηση, χαμός και θρήνος.

Η θεία Γιασεμή και  ο θείος Τζώρτζης Η θεία Γιασεμή, η μικρή αδελφή της  μάνας, ως είκοσι χρονών, λίγο ακόμα  και θα έσκαζε μέσα στο αμπάρι με το σιτάρι που από την αρχή κάθε τόσο την έχωνε ο παππούς για να γλιτώσει το βιασμό. Μόλις κατέβαιναν τα μπουλούκια, ο θείος Τζώρτζης Γκίρδης, αδελφός της μάνας, που έκανε τον σφαγμένο κι ήταν ξαπλωμένος πάνω από το αμπάρι που μέσα του κρυβόταν η θεία, ανασηκωνόταν να πάρει κι αυτός αναπνοή. Ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι που ήταν καταματωμένο από τις πληγές που μόνος του προκάλεσε στο σώμα του. Στην τελευταία επιδρομή, μόλις έφυγαν, τράβηξε μια τάβλα πάνω από το αμπάρι, το άνοιξε για να πάρει αέρα η αδελφή του. Και μόλις ήταν καιρός, μελανιασμένη και λιγοθυμισμένη την τράβηξαν στο δωμάτιο με χίλιους φόβους. Τη δρόσισαν και πάλι ύστερα στο αμπάρι, κι από πάνω βουτηγμένος στα αίματα ο θείος Τζώρτης και σκεπασμένος με το σεντόνι.

Με  το αιμάτινο αυτό καμουφλάζ ο θείος  Τζώρτης περίμενε να σωθεί. Η οικογένειά του, που γλίτωσε στη Χίο, τον είχε για χαμένο. Τελικά ανταμώθηκαν, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, από την όποια όμως δεν κατάφερε να γλιτώσει.

Οι χτύποι και τα τρεχοβολητά στους δρόμους, από τους κυνηγημένους κι από τις ομάδες των Τσετών, μας έκαναν όλους να τρέμουμε από το φόβο. Αυτοί οι χτύποι σημάδεψαν τα παιδικά μας και τα εφηβικά μας χρόνια. Κατοπινά, κι ύστερα ακόμα από μερικά χρόνια οι χτύποι στις πόρτες τη νύχτα, θες από τους αέρηδες ή από τους γειτόνους και τους επισκέπτες, ζωντάνευαν τις φριχτές ώρες της αγωνίας και του τρόμου. Και στον ύπνο πάντα ο εφιάλτης του απάνθρωπου Τσέτη.

Έφυγαν  οι Τσέτες, ήρθε ο  Τουρκικός Στρατός και η αιχμαλωσία

Το  μαρτύριο της επιδρομής των Τσετών, με τους ξυλοδαρμούς, τις λεηλασίες  και τους βιασμούς, κράτησε πέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Κι αφού πια είχαν κορέσει κάθε ταπεινό τους ένστιχτο, τα άταχτα μπουλούκια τους τραβήχτηκαν σε άλλους τόπους για να συνεχίσουν το μισερό τους έργο.

Θα ‘ταν η 10 του Σεπτέμβρη, όταν μπήκαν στα Αλάτσατα τμήματα του Τούρκικου Στρατού. Η πρώτη διαταγή τους ήταν να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες από 18 χρονών μέχρι 60. Έτσι μάζεψαν όλους, όσους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν. Ανάμεσά τους ο Δημητρός μας, ο θείος Τζώρτζης, που γλίτωσε την κακοποίηση χάρη στο ματωμένο σεντόνι με το οποίο είχε κουκουλωθεί, όχι όμως και την αιχμαλωσία, οι δύο θείοι Γιαννακός και Δημήτρης Κακογιάννης κι άλλοι πολλοί φίλοι και συγγενείς της οικογένειας. Ο πατέρας από κεραμίδι σε κεραμίδι είχε ξεφύγει στην αρχή από τους Τσέτες, μα δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια. Κάπου άφησε το κορμί του. Ποιός ξέρει πώς. Πάντως ανάμεσα στους αιχμαλώτους Αλατσατιανούς δεν ήταν.

Σε  μακρινές σειρές, χωρίς να μπορέσουν  να πάρουν τίποτα μαζί τους, πήραν το δρόμο της αιχμαλωσίας μαζί με τους άντρες άλλων χωριών και πόλεων της Μικρασίας. Από τη Σμύρνη που έφτασαν, τράβηξαν ως τα βάθη της Ανατολής. Η αιχμαλωσία με ανείπωτα μαρτύρια διάρκεσε δύο και πλέον χρόνια. Όσοι μπόρεσαν κι επέζησαν, γύρισαν στην Ελλάδα. Μα αυτοί ήταν πολύ λίγοι. Οι πολλοί περισσότεροι άφησαν τα κόκαλά τους στους κάμπους και στις ερημιές της Μικρασίας.

Η αρχή της προσφυγιάς

Αφού  μάζεψαν τους άντρες, με άλλη διαταγή  όλα τα γυναικόπαιδα μαζί με τους ηλικιωμένους έπρεπε να μαζευτούμε στις εκκλησίες  και ιδίως στη μεγάλη εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί, στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν ένα πηγάδι. Οι φήμες λένε ότι έπεσαν μέσα για να γλιτώσουν το βιασμό από τους Τούρκους πολλές νέες. Η μάνα με το μωρό της στην αγκαλιά και με μια σκεπασμένη εικόνα της Υπαπαντής, που δεν την αποχωρίστηκε σε όλες τις μέρες της δοκιμασίας, κρύβοντάς την κατά τις επιδρομές των Τσετών, μας μάζεψε σε μια γωνιά. Η δύσμοιρη, μονάχη, χωρίς τον νοικοκύρη της, χωρίς τον μεγάλο αδερφό, με τέσσερα παιδιά από έξι μηνών έως δώδεκα χρονών. Όλη τη νύχτα βαριαναστέναζε κι έκλαιγε σιωπηλά. Σαν σταματούσαν τα δάκρυα, ένωνε μαζί με τις άλλες γυναίκες και μανάδες τις προσευχές της. Έτσι ξενυχτήσαμε τα γυναικόπαιδα δυο βραδιές. Την άλλη μέρα, νηστικούς και πεινασμένους, μας ξεσήκωσαν για τον Τσεσμέ, όπως ήμασταν, χωρίς να πάρει κανείς τίποτα μαζί του. Πολλοί γυμνοί και ξυπόλητοι ξεκίνησαν. Οι μεγάλοι κατάλαβαν πως οδηγούμασταν στην προσφυγιά. 

Θυμάμαι που φεύγοντας για τον Τσεσμέ περάσαμε μπροστά από το σπίτι  μας, που ήταν στον κεντρικό δρόμο. Η πόρτα του ισογείου ήταν ανοιχτή. Η μάνα γύρισε και κοίταξε, θυμάμαι. Το ίδιο κι εγώ. Είδαμε το μαξούλι της χρονιάς, το σωρό της ψιλόροης σταφίδας που ήταν μαζεμένη εκεί μπροστά να την τσουβαλιάζουν οι Τούρκοι. Η μάνα δεν κρατήθηκε, κοντοστάθηκε, κοίταξε για μια στιγμή με πίκρα και για τελευταία φορά το σπίτι μας και συνέχισε ύστερα από την προσταγή του στρατιώτη που βάδιζε παράπλευρά μας. Τα δάκρυα την είχαν πνίξει. Θρήνος για τον χαμένο πατέρα, για τον αιχμάλωτο γιο, για ό,τι αφήναμε, σπίτι και πατρίδα.

Ο δρόμος για τον  Τσεσμέ και μετά στο άγνωστο

Μαζεμένα  πλάι της και πιασμένα από τη φούστα της, συνεχίσαμε, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο εκείνων των πρώτων ημερών του Σεπτέμβρη, το δρόμο για τον Τσεσμέ. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άυπνοι, συντρίμμια, σερνόμασταν. Η μάνα δεν είχε αποχωριστεί από τις πρώτες μέρες της συμφοράς την κάπως μεγάλη εικόνα της Υπαπαντής που είχαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Την είχε σκεπάσει μ’ ένα τραπεζομάντιλο και τη φύλαγε όλες εκείνες τις μέρες, έχοντάς την κρυμμένη πότε εδώ και πότε εκεί. Την είχε σαν τα μάτια της. Όσο είχε την έγνοια για μας, άλλο τόσο και για την Παναγιά. Κι όσο ήμασταν στο σπίτι του παππού κι ύστερα στην εκκλησιά κλεισμένοι, δεν έδινε βάρος για τη φύλαξή της. Τώρα όμως στην πορεία, ήταν δύσκολο το έργο της μάνας. Είχε στην αγκαλιά το μωρό, τη μικρή μας αδελφούλα, μαζί και την εικόνα. Ο δρόμος μακρύς και η κούραση έλυνε τα γόνατα. Όταν πια είχε αποκάμει από την κούραση, κοντοστάθηκε. Δίνει στο πιο μεγάλο αδέρφι, τον Γιαννάκη μας, να κρατήσει για λίγο το μωρό κι εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκύβει και απιθώνει τη σκεπασμένη εικόνα στο πλαϊνό χαντάκι. Γονατίζει, σταυροκοπιέται και την ασπάζεται. Τη σκεπάζει όσο πιο καλά γίνεται κι ύστερα με δακρυσμένα μάτια, ολολύζοντας σα να ‘χε απέναντί της την ίδια την Παναγιά, μονολογάει: «Παναγιά μου, συγχώρεσέ με, ή το παιδί μου πρέπει ν’ αφήσω ή Εσένα». Ξανάκανε το σταυρό της, ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της και συνεχίσαμε το δρόμο.

Ύστερα  από μια κουραστική πορεία τριών και πλέον ωρών, διψασμένοι, κατάκοποι και με ματωμένα τα πόδια, φτάσαμε στον Τσεσμέ. Μας μάζεψαν στις εκκλησίες. Το δικό μας μπουλούκι το σπρώξανε στον πολιούχο του Τσεσμέ, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί που μας πήγαιναν, πριν μπούμε στην εκκλησιά, είδα χάμω στα βοτσαλάκια ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι μ’ ένα σταυρό ζωγραφισμένο στο εξώφυλλό του. Έσκυψα το πήρα και το έχωσα στην τσέπη μου. Ήταν μια ιερή σύνοψη. Θυμάμαι αργότερα στη Μυτιλήνη, σημείωσα στο τελευταίο λευκό φύλλο του: «Ιερό ενθύμιο των αλησμόνητων ημερών του διωγμού μας, 12 Σεπτεμβρίου 1922» και το όνομά μου από κάτω. Αυτό το μικρό ενθύμιο το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντάς το, να μπροστά μου μια-μια οι φοβερές κι αξέχαστες εκείνες ημέρες.

Μυτιλήνη  – Σάμος και η απαρηγόρητη μάνα

Μα  να, ύστερα από ένα ταξίδι μιας ημέρας, μας έβγαλαν σε μια προκυμαία. Ήμασταν στη Μυτιλήνη. Όλη την οικογένεια μας πήγαν σ’ ένα στάβλο. Θυμάμαι τις αγελάδες που ήταν αραδιασμένες και αναμασούσαν την τροφή τους. Όσο κι αν οι μεγάλοι ένοιωθαν άβολα, όμως η λύτρωση από τους Τσέτες ήταν η πιο μεγάλη ανακούφιση.

Οι  φοβερές νύχτες με τις θυμίσεις των  Τσετών και οι μέρες αγωνίας

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν  μας έπαιρνε. Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας. Οι νύχτες ήταν φοβερές. Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια. Τις νύχτες ήταν που ολοζώντανες οι μνήμες ξανάφερναν μπροστά μας τους Τσέτες, τη δύστυχη γειτόνισσα με το μικρό της γιο, τους ξυλοδαρμούς του παππού, της γιαγιάς, της μάνας με το μωρό που θέλησαν να σφάξουν. Κάθε κτύπος στις πόρτες και στα παράθυρα απ’ τους αέρηδες μάς ανατάραζε όλους, μικρούς και μεγάλους. Σα να ήταν ν’ ανεβούν οι Τσέτες. Κατατρομαγμένα, ιδίως εμείς τα μικρά, ζαρώναμε το ένα πάνω στο άλλο. Όλα μα όλα όσα ζήσαμε, τα ξαναζούσαμε. Ήταν τόσο ζωντανές στη φαντασία μας όλες εκείνες οι σκηνές, οι βασανισμοί, ο βιασμός κι ο θρήνος, το αλαφιασμένο βλέμμα και τα δάκρυα του μικρού που τρέμοντας έπεσε στην αγκαλιά της πονεμένης μάνας του σαν γύρισε από τα χαλάσματα, η θέα της πρησμένης μέσα στο αμπάρι θείας Γιασεμής, το ματωμένο σεντόνι που σκέπαζε το θείο Τζώρτζη.

Οι  μέρες περνούσαν χωρίς να ξέρουμε πού θα εγκατασταθούμε και τι θ’ απογίνουμε. Τα λιγοστά τρόφιμα που μας χορηγούσαν και η ευσπλαχνία που έδειχναν οι Καρλοβασίτες, δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες μας. Πάσχιζαν ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα πηγαίνοντας στο Καρλόβασι να μάθουν τι μας μέλλεται, αν θα μέναμε, αν θα φεύγαμε πάλι και προς πού. Κι ακόμα αν μπορούσαν να δουλέψουν πουθενά για να συντηρηθούμε. Όμως ο τόπος ήταν μικρός και δουλειές δεν υπήρχαν. Έτσι στερημένα περνούσε εκείνος ο καιρός. Και σα να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας. Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν μας έφερναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

Μετά  από δυο μήνες περίπου, παραχώρησε η Κοινότητα στην οικογένειά μας  ένα δωμάτιο σ’ ένα ερειπωμένο κι ακατοίκητο σπίτι στον Όρμο, κοντά στη θάλασσα, για να κατοικήσουμε. Τον παππού κάπου εκεί στα πευκάκια. Μια ξυλένια σκάλα, ξεχαρβαλωμένη, ήταν ένας κίνδυνος για μας τα παιδιά. Έτσι η μάνα μας κρατούσε όσο μπορούσε στο δωμάτιο, και μόνο για τις ανάγκες μας μάς άφηνε να πάμε εκεί κοντά σ’ ένα χωράφι, είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε.

Οι  δάσκαλοι θυμάμαι με είδαν με στοργή. Καλοί και πονετικοί για το προσφυγάκι. Και δεν άργησαν οι φιλίες που πράυναν και μαλάκωναν τον πόνο και την τόση δυστυχία. Όμως οι καημοί κι ο αβάσταχτος πόνος της μάνας, οι κάθε λογής στερήσεις, ήταν το καθημερινό βίωμα εκείνου του καιρού της προσφυγιάς. Αχ, έλεγε και ξανάλεγε, να όψονται οι αίτιοι.

Ο γυρισμός του Δημήτρη

Κατά  το τέλος του 1924, γύρισε από την αιχμαλωσία ο Δημήτρης μας. Ευτυχώς γύρισε γερός. Μέρες και νύχτες μάς ιστορούσε το τι πέρασε αυτός και χιλιάδες Μικρασιάτες αιχμάλωτοι. Η μάνα το πρώτο που τον ρώτησε, ήταν αν συνάντησε ή αν άκουσε τίποτα για τον πατέρα μας. Ο αδελφός μου γυρίζοντας από την αιχμαλωσία, περίμενε πως θα εύρισκε τον πατέρα μαζί μας. Ούτε είχε μάθει, ούτε είχε ακούσει τίποτε, γι’ αυτό και περίμενε να τον βρει μαζί μας. Τότε κατάλαβε πως εκείνες τις μέρες της επιδρομής των Τσετών χάθηκε, όπως χάθηκαν και τα αδέρφια του, οι θείοι μας, Γιάννης και Δημητρός…

Κι  άρχισε να μας διηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες της φοβερής εκείνης αιχμαλωσίας. Τις ολοήμερες πορείες, το γδύσιμο από τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Το σχίσιμο, το γδάρσιμο των ποδιών, την αφόρητη καθημερινή πείνα και δίψα. Και κει στο δρόμο του Γολγοθά τους, κάθε τόσο κι αραίωνε η φάλαγγά τους από όσους έμεναν πίσω, που δεν τους ξανάβλεπαν. Η άφατη, η απέραντη αγωνία όταν ξεδιάλεγαν οι Τούρκοι χωρικοί όσους ήθελαν για να κορέσουν το μίσος τους, ήταν μια καθημερινή δοκιμασία που τους παρέλυε. Τα τσουβάλια, που ήταν το κοινό ρούχο όλων των αιχμαλώτων, γιομάτο από την ψείρα, κι από το χτύπημά τους με την πέτρα για να λυτρωθούν από το μαρτύριό της, είχε καταντήσει ένας σκληρός κετσές που σκέπαζε χειμώνα-καλοκαίρι το βασανισμένο κορμί. Το ξεθέωμα στους δρόμους, μέσα στο χιόνι το χειμώνα και κάτω από το λιοπύρι το καλοκαίρι, με το σπάσιμο της πέτρας για χαλίκι. Το ξεφόρτωμα από τα τραίνα των τσουβαλιών με λογής-λογής περιεχόμενο. Την καθημερινή εξάντληση κι από πάνω το μαστίγωμα για όσους έπεφταν λιπόθυμοι.

Τα  Τουρκιά στο Αξάρι, στο Ικόνιο, στο Αϊδίνι που μαζεύονταν στο πέρασμα των αιχμαλώτων κι ο καταβασανισμός τους με πετροβολητό, με φτυσίματα, με ξυλοδαρμούς, κι ακόμα οι σκοτωμοί εκεί στις ξέρες που τους τραβούσαν. Για τις αρρώστιες; Πως τους θέριζε η δυσεντερία κι ο τύφος. Πως όσοι αρρώσταιναν έμεναν στο δρόμο όπου τους αποτελείωναν. Για το μαρτύριο της δίψας μέσα στο κατακαλόκαιρο, που δεν τους άφηναν περνώντας από πηγές να πιουν νερό και πως τους άφηναν να πέφτουν στα βαλτονέρια κι ύστερα οι θανατεροί πόνοι της κοιλιάς, ο τύφος και στο τέλος ο μαρτυρικός θάνατος. Η καθημερινή πίκρα για το χάσιμο των συντρόφων που άφηναν το κουφάρι των για βορά στα όρνια και στα τσακάλια.

Μία δίχρονη βασανιστική πορεία χωρίς καμιά προσωπικότητα, ένα ασκέρι μισόγυμνων βασανισμένων ανθρώπων. Κι ήταν θείο δώρο όταν Τούρκοι χωρικοί ξεδιάλεγαν όσους ήθελαν για να τους πάρουν για δουλείες και αγγαρείες. Κι όταν κάθε τόσο σταματούσαν τα κοπάδια αυτών των ανθρώπων που σέρνονταν χωρίς κανένα οίκτο για να σπάνε το χαλίκι, για να ξεφορτώνουν και να κουβαλούν φορτία ολόκληρα στις πλάτες, να, κατέφθαναν οι αχόρταγοι κανίβαλοι Τσέτες κι οι Εφέδες τους, εκεί στους υπαίθριους καταυλισμούς, περικύκλωναν τη φάλαγγα και ορμούσαν στο πανάθλιο πλήθος των αιχμαλώτων χριστιανών.

Δεν ήθελαν μόνο να σκοτώσουν, ήθελαν να βασανίσουν, ήθελαν ακόμα να εκτονωθούν πάνω στα βασανισμένα κορμιά, να κορέσουν τα πάθη των. Κι όσες γυναίκες έτυχε να συμπορεύονται με τους άνδρες των και τα παιδιά τους, αφού τις βίαζαν μπροστά τους, στο τέλος τις ξεκοίλιαζαν. Μέσα στις κοπριές των ζώων χωμένοι, προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα κορμιά τους.

Ναι, διαβάζοντας ύστερα από χρόνια το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, ήταν σαν μία επανάληψη των όσων ο αδελφός μας εξιστορούσε εκείνες τις πρώτες μα και τις κατοπινές ημέρες. Σελίδες ολόκληρες δεν παράλλαζαν από τις αφηγήσεις του αδελφού. Στο τέλος κάθε αφήγησης η μάνα αναστέναζε κι ανέβαινε στα χείλη της το χιλιοειπωμένο: Ας όψονται οι αίτιοι.

Σάμος – Αγρίνιο και ο  χαμός του 14άχρονη αδελφού

Όλα πια είχαν τελειώσει. Κι ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι ο αδελφός κοντά μας, ευτυχώς γερός. Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι αν πέρασε. Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μία οικογένεια με τέσσερα ανήλικα, χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

Γι’ αυτό κι η προσφυγιά μάς οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, σε άλλους τόπους. Κι ο μεγάλος αδελφός, που γύρισε από τη δίχρονη θανατερή πορεία ως τα βάθη της Μικρασίας, να τώρα, μοναδικός προστάτης της απορφανισμένης οικογένειάς μας.

Έτσι  αφήσαμε τη Σάμο. Μαζί με άλλες οικογένειες, ένα καραβάνι πάμπτωχο κι ορφανεμένο, με κατάληξη εκεί, στο Αγρίνιο, όπου, όπως έλεγαν, στις καπναποθήκες δούλευε πολύς κόσμος. Τον τελευταίο καιρό στο Καρλόβασι, το μεγαλύτερο από μένα αδελφάκι η μάνα το ‘χε βάλει σε μία οικογένεια σαν παραγιό. Το καημένο, αδύνατο όπως όλοι μας, δουλεύοντας μέρα-νύχτα στο σπίτι και στο καφενείο του αφεντικού για ένα πιάτο φαΐ, είχε καταντήσει φυματικό, χωρίς κανένας να το πάρει είδηση. Σ’ ένα χρόνο ύστερα από το φευγιό μας από τη Σάμο, η δύστυχη μάνα το πήρε και το πήγε στην Αθήνα, όπου το έβαλε για νοσηλεία στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Ολομόναχη, χωρίς καμία βοήθεια, έμεινε κοντά του όσες μέρες έζησε. Η καλπάζουσα το είχε σακατέψει το άμοιρο. Μονάχη της του έκλεισε τα μάτια και ολομόναχη το ‘θαψε κάπου σ’ ένα νεκροταφείο της Αθήνας. Μονάχη της, χωρίς την παρηγοριά κανενός, το αγοράκι της, 14 μόλις χρονών. Η δύστυχη μάνα, τσακισμένη, γύρισε πάνω στο μήνα. Πού τη βρήκε εκείνη τη δύναμη να σταθεί ολόρθη για να μπορέσει να διαφεντέψει μια ορφανεμένη οικογένεια, να μεγαλώσει τρία ανήλικα, με μοναδική βοήθεια το μεροκάματο στην καπναποθήκη του μεγάλου αδελφού;

Καινούργια  ζωή… με τη θλιβερή  επέτειο

Ως  εδώ τα παιδικά χρόνια. Μια καινούργια ζωή άρχιζε. Πικρή, πολύ πικρή η προσφυγιά. Η ορφάνια, η μεγάλη φτώχια, η στερημένη ζωή, σημάδευε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά χρόνια. Οι μνήμες βαθιά ριζωμένες, ένα με την ύπαρξη των κατατρεγμένων προσφύγων. Η αναπόληση των όσων δεινών, ένα καθημερινό βίωμα εκείνα τα πρώτα χρόνια. Μα και τα κατοπινά. Ένας ολόκληρος κόσμος, χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες καταβασανισμένες οικογένειες ζούσαν την προσφυγιά, κατασπαρμένες σε όλη την Ελλάδα, που όμως ταυτόχρονα πορεύονταν μιαν άλλη καινούργια ζωή.

Και κάθε χρόνο, η θλιβερή επέτειος που  φέρνει στο νου τις αναλλοίωτες  φοβερές μνήμες, που ασίγαστες, άφθαρτες, πάντα ζωντανές, μας φέρνουν κοντά στα όσα έζησε εκεί, στην πανέμορφη Ιωνία, ένας ολόκληρος κόσμος.

 

Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη:

Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.

Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες. 

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.

Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

 

 

 


Πηγή: pontos news

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ