Αρχική » Εκκλησία της Ελλάδος: Περί της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Εκκλησία της Ελλάδος: Περί της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

από ikivotos

Πρὸς τὸ Χρι­στε­πώ­νυ­μο Πλή­ρω­μα

τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

Θέμα: «Περὶ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου»

Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά,

Τὴν ἑ­βδό­μη Κυ­ρι­α­κὴ ἀ­πὸ τὸ Πά­σχα ἑ­ορ­τά­ζου­με καὶ τι­μᾶ­με τοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Κα­τὰ τὸ δι­α­νυ­ό­με­νο ἔ­τος 2025 συμ­πλη­ρώ­νον­ται 1.700 ἔ­τη ἀ­πὸ τὸ ἔ­τος 325 μ.Χ., ποὺ συ­νε­κλή­θη ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας. Μ’ αὐ­τὴ τὴν εὐ­και­ρί­α ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὶς ἀ­πο­φά­σεις της καὶ ἂς ἐμ­βα­θύ­νου­με στὴν ση­μα­σί­α ποὺ ἔ­χει γι­ὰ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

α΄. Ἡ θεί­α βού­λη­ση ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σῳ τῶν Συ­νό­δων. 

Ἡ ἀρ­χὴ τῶν Συ­νό­δων ἀ­νά­γε­ται ἀρ­χι­κὰ στὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο ποὺ συγ­κρο­τή­θη­κε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τὸ ἔ­τος 48 μ.Χ. (Πρά­ξε­ων 15, 6 καὶ ἑ­ξῆς).

Ἀ­πὸ τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο οἱ Σύ­νο­δοι ἀ­πο­τε­λοῦν θε­σμὸ ἀ­πο­στο­λι­κό, μὲ θεῖ­ο κύ­ρος καὶ ἀ­πο­φαί­νον­ται πε­ρὶ πί­στε­ως ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­φρα­ζαν οἱ Πα­τέ­ρες ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν, ὅ­πως δη­λώ­νε­ται μὲ τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό «ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καὶ ἡ­μῖν». Καὶ κα­τὰ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο (PG 20, 1080) «Πᾶν γὰρ ὅ,τι δ᾽ ἂν ἐν τοῖς ἁ­γί­οις τῶν ἐ­πι­σκό­πων συ­νε­δρί­οις πράτ­τη­ται, τοῦ­το πρὸς τὴν θεί­αν βού­λη­σιν ἔ­χει τὴν ἀ­να­φο­ράν». Δη­λα­δή, κά­θε τι ποὺ πράτ­τε­ται στὶς ἅ­γι­ες Συ­νό­δους τῶν ἐ­πι­σκό­πων, αὐ­τὸ ἔ­χει τὴν ἀ­να­φο­ρὰ πρὸς τὴν θεί­α βού­λη­ση.

β΄. Τὸ ἀ­λά­θη­τον τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῶν Συ­νό­δων.

Τὸ πλή­ρω­μα ἢ τὸ ὅ­λον ἢ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ τὸ συ­να­πο­τε­λοῦν ὅ­λοι οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ λα­ϊ­κοὶ ποὺ πι­στεύ­ουν ὀρ­θό­δο­ξα, λο­γί­ζε­ται στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς φο­ρέ­ας τοῦ ἀ­λά­θη­του τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ ὡς φω­νὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ὄρ­γα­νο ἐκ­φρά­σε­ως τοῦ ἀ­λά­θη­του αὐ­τῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­νώ­τα­τη δι­οι­κη­τι­κὴ ἀρ­χή της, δη­λα­δὴ ἡ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος, στὴν ὁ­ποί­α ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ε­ται τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τοὺς ἐ­πι­σκό­πους του, ποὺ δογ­μα­τί­ζουν μὲ τὴν ἐ­πε­νέρ­γει­α καὶ ἔμ­πνευ­ση καὶ ἐ­πι­στα­σί­α τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Δὲν μπο­ρεῖ λοι­πὸν τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ πλή­ρω­μα ἤ τὰ δύ­ο με­γά­λα τμή­μα­τα αὐ­τοῦ, τῶν κλη­ρι­κῶν ἢ τῶν λα­ϊ­κῶν ξε­χω­ρι­στά, ἢ πο­λὺ λι­γώ­τε­ρο κά­ποι­ο ἄ­το­μο ἢ κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἢ πα­τρι­άρ­χης ἢ πά­πας νὰ δογ­μα­τί­ζει ἔγ­κυ­ρα καὶ αὐ­θεν­τι­κά, δι­ό­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὸ δι­καί­ω­μα καὶ ἔρ­γο μό­νον τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καὶ τῶν ἐ­πι­σκό­πων ποὺ με­τέ­χουν σ᾽ αὐ­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἐκ­φρά­ζουν τὴν πί­στη του.

γ΄. Ἡ ὁ­μο­φω­νί­α στίς ἀ­πο­φά­σεις.

Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο οἱ Οἰ­κου­με­νι­κὲς Σύ­νο­δοι δι­α­τυ­πώ­νουν σὲ δογ­μα­τι­κοὺς ὅ­ρους τὴν ἀρ­χαι­ο­πα­ρά­δο­τη ὀρ­θό­δο­ξο πί­στη τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­δε­χό­με­νο τὰ δε­δογ­μέ­να, ὡς σύμ­φω­να πρὸς τὴν κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση καὶ πί­στη του, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα αὐ­τῶν, ἡ ὁ­ποί­α ἔτ­σι ἐξαρ­τᾶ­ται καὶ ἀ­πὸ τὴν συμ­φω­νί­α, καὶ τήν – μὲ ὁ­μο­φω­νί­α καὶ ἀγά­πη – ἑ­νό­τη­τα τοῦ ὅ­λου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ ἐκ τῆς «con­s­e­n­s­us E­c­c­l­e­s­i­ae» ὅ­λων τῶν χρό­νων, δη­λα­δή τήν συμ­φω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐν­νο­εῖ­ται, ὅ­μως, ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος πρέ­πει νὰ νο­εῖ­ται μό­νον ὡς ἁ­πλὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ γνώ­ρι­σμα καὶ τε­κμή­ρι­ο καὶ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ ἀλά­θη­του τῶν δογ­μά­των ποὺ ἀ­πο­φα­σί­σθη­καν στὶς Συ­νό­δους καὶ τῆς οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τας αὐ­τῶν, ἐ­νῶ οἱ με­τέ­χον­τες σὲ αὐ­τὲς ἐπί­σκο­ποι δι­α­τυ­πώ­νουν ἀ­λά­θη­τα τὰ δόγ­μα­τα ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ θεί­α δι­και­ο­σύ­νη ὑ­πὸ τὴν ἔμ­πνευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

δ΄. Ἡ συμ­με­το­χή.

Στὶς Οἰ­κου­με­νι­κὲς Συ­νό­δους με­τεῖ­χαν μὲ πλή­ρη δι­και­ώ­μα­τα λό­γου καί ψή­φου μό­νον οἱ ἐ­πί­σκο­ποι, ἤ­τοι πα­τρι­άρ­χες, ἔξαρ­χοι, μη­τρο­πο­λί­τες, ἁ­πλοὶ ἐ­πί­σκο­ποι, πα­λαι­ό­τε­ρα δὲ καὶ χω­ρε­πί­σκο­ποι. Μα­ζὶ μὲ αὐ­τοὺς μπο­ροῦ­σαν νὰ με­τέ­χουν μὲ δι­καί­ω­μα ψή­φου καὶ πρε­σβύ­τε­ροι καὶ δι­ά­κο­νοι, ἀλ­λὰ μό­νον ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν ἐ­πι­σκό­πων ποὺ κω­λύ­ον­ταν νὰ πα­ρα­στοῦν αὐ­το­προ­σώ­πως καὶ νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σουν τὴν πε­ρι­ο­χή τους. Ἐ­πί­σης αὐ­τοί συμ­με­τεῖ­χαν, χω­ρὶς δι­καί­ω­μα ψή­φου, ὡς γραμ­μα­τεῖς ἢ νο­τά­ρι­οι ἢ καὶ σὲ ἄλ­λες βο­η­θη­τι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες τῶν Συ­νό­δων καὶ τῶν ἐ­πι­σκό­πων, τοὺς ὁ­ποί­ους συ­νό­δευ­αν καὶ ὑ­πο­βο­η­θοῦ­σαν με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ στὶς συ­νο­δι­κὲς συ­ζη­τή­σεις ἢ τέ­λος, μὲ ἐν­το­λὴ τῶν Συ­νό­δων, συμ­με­τεῖ­χαν καὶ αὐ­τοὶ στὴν συ­ζή­τη­ση μὲ τοὺς ἑ­τε­ρό­δο­ξους καὶ ἀ­να­σκεύ­α­ζαν τὶς δο­ξα­σί­ες τους. Τέ­λος, καὶ μο­να­χοὶ καὶ λα­ϊ­κοί, ἰ­δί­ως θε­ο­λό­γοι καὶ φι­λό­σο­φοι, συμ­με­τεῖ­χαν στὶς Συ­νό­δους ὡς σύμ­βου­λοι καὶ ἑρ­μη­νευ­τές, βο­η­θών­τας τους μὲ ποι­κί­λους τρό­πους στὸ ἔρ­γο τους.

ε΄. Τό κύ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων.

Με­τὰ ἀ­πὸ ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νες συ­ζη­τή­σεις οἱ Οἰ­κου­με­νι­κὲς Σύ­νο­δοι ἐ­ξέ­δι­δαν πρῶ­τον μὲν σύμ­βο­λα ἢ ὅ­ρους ἢ τό­μους ἢ ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἐκ­θέ­σεις, ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴν δογ­μα­τι­κὴ πί­στη, δεύ­τε­ρον δὲ κα­νό­νες, ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴν δι­οί­κη­ση, τὴν εὐ­τα­ξί­α, τὸ πο­λί­τευ­μα καὶ σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν βί­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ ἔ­παιρ­ναν θέ­ση ὑ­πο­χρε­ω­τι­κῶν νό­μων γι­ὰ τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γι­ὰ τὸ Κρά­τος.

Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων ἀ­πο­τε­λοῦν ὅ­ρο σω­τη­ρί­ας γι­ά τούς πι­στούς, κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς.

Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς ὁ Α´, πε­ρι­βάλ­λον­τας μὲ τὸ κύ­ρος τοῦ νό­μου τὶς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὥρι­σε: «θε­σπί­ζο­μεν τά­ξιν νό­μων ἐ­πέ­χειν τοὺς ἁ­γί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς κα­νό­νας, τοὺς ὑ­πὸ τῶν ἁ­γί­ων ἑ­πτὰ Συ­νό­δων ἐ­κτε­θέν­τας ἢ βε­βαι­ω­θέν­τας, τῶν γὰρ Συ­νό­δων τὰ δόγ­μα­τα κα­θά­περ τὰς θεί­ας Γρα­φὰς δε­χό­με­θα, καὶ τοὺς κα­νό­νας ὡς νό­μους φυ­λάτ­το­μεν».[1] Βε­βαί­ως, ἔ­κτο­τε ἡ τή­ρη­ση τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῶν Συ­νό­δων ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὴν ἔν­τα­ξη στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ πάν­τες ὀ­φεί­λουν νὰ τη­ροῦν τὶς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων.

στ΄. Ἡ  Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος.

Ἡ Α´ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος συγ­κλή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ αἱ­ρε­σι­άρ­χου Ἀ­ρεί­ου, ἀ­πὸ τὶς 20 Μα­ΐ­ου προ­κα­ταρ­κτι­κὰ καὶ ἀ­πὸ τὶς 14 Ἰ­ου­νί­ου ἐ­πί­ση­μα, μὲ πα­ρου­σί­α τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, μέ­χρι τὶς 25 Αὐ­γού­στου τοῦ ἔ­τους 325. Ἡ Σύ­νο­δος ἀ­πο­τε­λέ­σθη­κε κα­τὰ μὲν τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα πα­ρά­δο­ση ἀ­πὸ 318 Πα­τέ­ρες, κα­τὰ ἄλ­λες δὲ ἱ­στο­ρι­κὲς μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­πό «ἐγ­γὺς τρι­α­κο­σί­ων», ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δέ, 5 μό­νον ἀ­πὸ τὴν Δύ­ση. Κύ­ρι­ος δὲ σκο­πὸς αὐ­τῆς ἦ­ταν ἡ κα­τα­δί­κη τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ ἡ θε­τι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας γι­ὰ τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, δι­ό­τι τὴν θε­ό­τη­τα Αὐ­τοῦ εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ ἀ­πὸ τοῦ ἔ­τους 318 μ.Χ. ὁ ἐν Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ᾳ πρε­σβύ­τε­ρος Ἄ­ρει­ος.

Τὸ πρῶ­το λοι­πὸν καὶ κύ­ρι­ο ἔρ­γο τῆς Συ­νό­δου ἦ­ταν ἡ κα­τα­δί­κη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν πλα­νῶν καὶ κα­κο­δο­ξι­ῶν τοῦ Ἀ­ρεί­ου καὶ τῶν ὀ­πα­δῶν του, κα­θὼς καὶ ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς «πί­στε­ως» ἢ τοῦ «συμ­βό­λου» τῆς Νι­καί­ας. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο,  ἡ μὲν Σύ­νο­δος κα­τα­δί­κα­σε καὶ ἀ­να­θε­μά­τι­σε, ὁ δὲ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος ἐ­ξό­ρι­σε τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς Ἄ­ρει­ο, Σε­κοῦν­δο Πτο­λε­μα­ΐ­δος καὶ Θε­ω­νᾶ Μαρ­μα­ρι­κῆς στὴν Ἰλ­λυ­ρί­α, ἀρ­γό­τε­ρα δὲ ἐ­ξο­ρί­σθη­καν στὴν Γαλ­λί­α καὶ ὁ Νι­κο­μη­δεί­ας Εὐ­σέ­βι­ος καὶ ὁ Νι­καί­ας Θέ­ο­γνις, ἐπει­δὴ ἀρ­νή­θη­καν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σουν τὴν κα­τα­δί­κη τοῦ Ἀ­ρεί­ου καὶ δέ­χον­ταν τοὺς Ἀ­ρει­α­νούς, ἂν καὶ εἶ­χαν ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸ σύμ­βο­λο τῆς Νι­καί­ας. Στὴν συ­νέ­χει­α, ἡ Σύ­νο­δος δι­ευ­θέ­τη­σε καὶ ἄλ­λα τρί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ σχί­σμα­τα, δη­λα­δή, τὸ Νο­βα­τι­α­νό, τὸ Σα­μο­σα­τι­α­νὸ καὶ τὸ Με­λι­τι­α­νό, κα­θὼς ἐ­πί­σης τερ­μά­τι­σε καὶ τὶς ἔ­ρι­δες γι­ὰ τὸν χρό­νο τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τοῦ Πά­σχα καὶ ὅ­ρι­σε ὅ­πως αὐ­τὸ ἑ­ορ­τά­ζε­ται τὴν πρώ­τη Κυ­ρι­α­κὴ με­τὰ τὴν πρώ­τη παν­σέ­λη­νο τῆς ἐ­α­ρι­νῆς ἰ­ση­με­ρί­ας. Ἐ­πὶ πλέ­ον δέ, ἀ­πέ­κρου­σε τὴν ἀ­γα­μί­α τῶν κλη­ρι­κῶν καὶ μά­λι­στα τῶν ἐ­πι­σκό­πων καὶ στὸ τέ­λος ἐ­ξέ­δω­σε καὶ εἴ­κο­σι ἱ­ε­ροὺς κα­νό­νες.

Στὶς δογ­μα­τι­κὲς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Συ­νό­δων ἀ­πο­δί­δει εὐ­λό­γως ἡ ᾽Ορ­θό­δο­ξος Κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α αἰ­ώ­νι­ο κύ­ρος, ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ξί­α καὶ αὐ­θεν­τί­α καὶ κα­θο­λι­κὸ καὶ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, θε­ω­ροῦ­σα αὐ­τὲς ὡς τὰ κυ­ρι­ώ­τε­ρα γρα­πτὰ μνη­μεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως καὶ ὡς κα­νο­νι­κοὺς καὶ αὐ­θεν­τι­κοὺς καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τους γνώ­μο­νες τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Ὡς ἐκ τού­του, χρη­σι­μο­ποι­εῖ μό­νον αὐ­τοὺς τοὺς οἰ­κου­με­νι­κοὺς δογ­μα­τι­κοὺς ὅ­ρους ὡς κύ­ρι­α καὶ πρω­τεύ­ου­σα πη­γὴ τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας της, ἰ­σό­κυ­ρη καὶ ἰ­σό­τι­µ­η πρὸς τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α πε­ρι­έ­χει τὴν γνή­σι­α Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση, ἡ ὁ­ποί­α μα­ζὶ μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­πο­τε­λοῦν τὶς δύ­ο ἰ­σό­κυ­ρες καὶ ἰ­σο­δύ­να­µ­ες καὶ ἰ­σο­στά­σι­ες πη­γὲς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως.

ζ΄. Οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου.

Ἡ Σύ­νο­δος εἰ­δι­κώ­τε­ρα:

1. Ἑρ­μη­νεύ­ου­σα αὐ­θεν­τι­κῶς τὴν γρα­πτὴ Πα­ρά­δο­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν Μο­νο­θε­ΐ­α, ἔτσι ὅ­πως ὁ­μο­λο­γεῖ στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως,  ὅ­τι οἱ πι­στοὶ πι­στεύ­ουν «εἰς ἕ­να Θε­όν».

2. Δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν Τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ, ἤ­τοι ὁ­μο­λο­γοῦ­με καὶ προ­σκυ­νοῦ­με Πα­τέ­ρα, Υἱ­ὸ καὶ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, Τρι­ά­δα ὁ­μο­ού­σι­ον καὶ ἀ­χώ­ρι­στον.

3. Κή­ρυ­ξε ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι Πα­τέ­ρας τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως δί­δα­ξε ὁ Ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος, δι­δά­σκον­τάς μας νὰ ἀ­πευ­θυ­νό­μα­στε πρὸς τὸν Θε­ὸν, ἀ­πο­κα­λών­τας Τον «Πά­τερ ἡ­μῶν» (Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον στ΄, 9-13) καὶ με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του πρὸς τοὺς Μα­θη­τές Του «ἀ­να­βα­ί­νω πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ πα­τέ­ρα ὑ­μῶν, καὶ Θε­όν μου καὶ Θε­ὸν ὑ­μῶν» (Ἰ­ω­άν­νου κ΄, 17).

4. Ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός, προ­νο­η­τὴς καὶ κυ­βερ­νή­της τοῦ κό­σμου.

5. Κή­ρυ­ξε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς πάν­των «ὁ­ρα­τῶν τε καὶ ἀ­ο­ρά­των».

6. Εἰ­σή­γα­γε τὸν ὅ­ρο «ὁ­μο­ού­σι­ος» γι­ὰ τὸ β΄ πρό­σω­πο τῆς Ἁγί­ας Τρι­ά­δος, τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα ἑρ­μη­νεύ­ον­τας αὐ­θεν­τι­κῶς τοὺς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δι­ε­κή­ρυ­ξε ὅ­τι: «Ἐ­γὼ καὶ ὁ πα­τὴρ ἕν ἐ­σμεν» (Ἰ­ω­άν­νου ι΄, 30).

7. Δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν προ­αι­ώ­νι­α ὕ­παρ­ξη τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ Θε­ὸς ἦν ὁ Λό­γος» (Ἰ­ω­άν­νου α΄, 1).

8. Συ­νό­ψι­σε τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γι­ὰ τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ προ­σώ­που τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ στὰ ἑ­πτὰ πρῶ­τα ἄρ­θρα τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως.

9. Δή­λω­σε τὸ ἀ­ναλ­λοί­ω­το τοῦ προ­σώ­που τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου «Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς χθὲς καὶ σή­με­ρον ὁ αὐ­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας» (Πρὸς Ἑ­βραί­ους ιγ΄, 8).

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως στὴν ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, ἔ­κρι­νε ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ὰ τὴν συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν στὰ Μυ­στή­ρι­α τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βα­πτί­σμα­τος καὶ τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τὴν ὁ­μο­λο­γί­α στὴν πί­στη τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.

Πα­ραλ­λή­λως, ἐ­νέ­τα­ξε τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως στὶς Ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες ποὺ τε­λοῦν­ται στὴν θεί­α λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν καὶ ἀγάπης ἐν Κυρίῳ,

† Ὁ Ἀθηνῶν  Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος

† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

† Ὁ Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος

† Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ Δανιὴλ

† Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης Ἐφραὶμ

† Ὁ Πειραιῶς Σεραφεὶμ

† Ὁ Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου καὶ Μυκόνου Δωρόθεος

† Ὁ Γρεβενῶν Δαβὶδ

† Ὁ Νέας Κρήνης καὶ Καλαμαριᾶς Ἰουστῖνος

† Ὁ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου Στέφανος

† Ὁ Σισανίου καὶ Σιατίστης Ἀθανάσιος

† Ὁ Λήμνου καὶ Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος

† Ὁ Θεσσαλονίκης Φιλόθεος

 

Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς

Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

close