Την Τρίτη 10 Ιουνίου στην αίθουσα «Μητροπολίτης Σταυροπηγίου Αλέξανδρος» στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 7ης Ιατρικής Εβδομάδος προς τιμήν του Αγίου Λουκά του Ιατρού και των «ΛΑ’ Παυλείων» η Ημερίδα των πνευματικών με θέμα: «Βιοηθικά προβλήματα και εξομολόγηση».
Την ημερίδα προλόγισε και παρουσίασε ο Γραμματέας της Ιεράς μας Μητροπόλεως και Αρχιερατικός Επίτροπος Ειρηνουπόλεως Αρχιμ. Αρσένιος Χαλδαιόπουλος και συμμετείχαν οι κληρικοί που διακονούν με την άδεια και την ευλογία του Ποιμενάρχου μας το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Κεντρικός ομιλητής της ημερίδος ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας, Μήλου και Μυκόνου κ. Δωρόθεος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Βιοηθική και ορθόδοξη ηθική», ενώ μετά το πέρας της εισηγήσεως του πραγματοποιήθηκε εκτενής συζήτηση.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, εξέφρασε λόγους ευχαριστίας προν τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεο που αποδέχθηκε την πρόσκληση της Ιεράς μας Μητροπόλεως και ανέφερε χαρακτηριστικά: Ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη, ὅπως κάθε χρόνο ἔτσι καί φέτος, διοργάνωσε στό πλαίσιο τῶν ΛΑ´ Παυλείων τήν Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν της, στήν ὁποία ἔχουμε τήν ἰδιαίτερη χαρά νά εἶναι ὁμιλητής ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας, Μυκόνου καί τῶν λοιπῶν νήσων κύριος Δωρόθεος, προσφιλής καί σεβαστός ἐν Χριστῷ ἀδελφός. Ὁ Ἅγιος Σύρου εἶναι γνωστός σέ ὅλους σας καί εἶναι ἕνας ἐκ τῶν λογίων ἱεράρχων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τόν καλωσορίζω ἐγκάρδια καί τόν εὐχαριστῶ θερμότατα, διότι παρά τίς πολλές ὑποχρεώσεις στή δική του μεγάλη νησιωτική Ἱερά Μητρόπολη μέ πολλή προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκλησή μας καί ἔτσι τόν ἔχουμε σήμερα ἀνάμεσά μας.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα πολύ σημαντικό μυστήριο γιά τή σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι ὅμως συγχρόνως καί μία ἐξαιρετικά ὑπεύθυνη διακονία γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀδελφούς μας. Γι᾽ αὐτό καί ὅπως γνωρίζετε, ἐνῶ ὁ ἱερέας μπορεῖ νά τελεῖ ὅλα τά ἄλλα μυστήρια, γιά τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως χρειάζεται εἰδική ἄδεια καί εὐχή καί εὐλογία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου.
Ὁ πνευματικός ἀναλαμβάνει προσωπικά τήν εὐθύνη τῆς κάθε ψυχῆς καί τῆς σωτηρίας της καί καλεῖται νά ἀνταποκριθεῖ στήν εὐθύνη αὐτή μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνάγκη νά φροντίζουμε νά καταρτίζουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά διακονοῦμε μέ συνέπεια καί φυσικά μέ φόβο Θεοῦ τό ὑψηλό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος, τό ὁποῖο μᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία καί νά μήν τό ἀντιμετωπίζουμε ἐπιπόλαια ἤ ἀδιάφορα.
Γιά νά ἀνταποκριθοῦμε στή διακονία αὐτό τό πρώτιστο εἶναι νά ἐνδιαφερόμαστε γιά προσωπική μας πνευματική κατάρτιση, μέ τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν προσωπικό μας ἀγώνα. «Καθαρθῆναι δεῖ καί εἶτα καθᾶραι, φωτισθῆναι καί εἶτα φωτίσαι», μᾶς συστήνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἀναξιότητα ἑνός πνευματικοῦ παρακωλύει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ ἐξομολογούμενος μέ εἰλικρίνεια καί μέ συναίσθηση μετανοίας θά λάβει τή συγχώρηση καί τή χάρη καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά τόν καθοδηγήσει μυστικά στή ζωή του. Τό θέμα εἶναι ὅμως ἡ δική μας εὐθύνη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διακονοῦμε ἐμεῖς τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι ἕνας πνευματικός πού ἀγωνίζεται, πού προσεύχεται, πού μελετᾶ, πού προσέχει τόν ἑαυτό του, ἔχει περισσότερη πνευματική ἐμπειρία καί περισσότερη χάρη γιά νά βοηθήσει τόν ἀδελφό του πού πλησιάζει τό μυστήριο καί ζητᾶ τήν ἄφεση ἀλλά καί τή χάρη γιά νά συνεχίσει τόν ἀγώνα του.
Καθώς ὅμως ὅλοι ζοῦμε καί διακονοῦμε στόν κόσμο, σέ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος ἐξελίσσεται ταχύτατα, σέ ἕναν κόσμο στόν ὁποῖο πράγματα τά ὁποῖα ἀγνοούσαμε πρίν ἀπό λίγα μόλις χρόνια, ἀποτελοῦν σήμερα συστατικό στοιχεῖο τῆς καθημερινότητός μας, εἶναι φυσικό νά ἐρχόμαστε ὅλοι ἀντιμέτωποι μέ νέες τάσεις, μέ νέες συνήθειες, μέ νέα δεδομένα καί μέ νέα πολλές φορές διλήμματα.
Παλαιότερα ἴσως εἴχαμε τήν ἐντύπωση ὅτι ὅσα συμβαίνουν στόν κόσμο ἤ ὅσα ἀλλάζουν στήν κοινωνία μας δέν μᾶς ἀφοροῦν καί ἰδιαίτερα, γιατί συχνά συνέβαιναν σέ κάποιο τμῆμα τῆς κοινωνίας τό ὁποῖο δέν εἶχε σχέση μέ τήν Ἐκκλησία ἤ μέ τούς ἀδελφούς μας, πού εἶναι συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκλησιάζονται καί ἐξομολογοῦνται. Στίς ἡμέρες μας ὅμως ἡ ταχύτατη διακίνηση τῶν πληροφοριῶν μέσα ἀπό τό διαδίκτυο καί τά διάφορα μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως μᾶς φέρνει ὅλους σέ ἐπαφή μέ ὅλες τίς ἐξελίξεις καί τίς ἀλλαγές, καί τίς φέρνει, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ, καί μέσα στό ἐξομολογητήριο.
Τό ζήσαμε ὥς ἕνα σημεῖο τά προηγούμενα χρόνια μέ τήν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ καί τή συζήτηση πού ἔγινε σχετικά μέ τά ἐμβόλια. Στή συζήτηση αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας δέν θά μποροῦσε νά μείνει ἀμέτοχη, ἐφόσον μᾶς ἀφοροῦσε ὅλους καί ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά βρεῖ τόν τρόπο νά τοποθετηθεῖ, ὄχι ἱκανοποιώντας τή μία ἤ τήν ἄλλη πλευρά, ἀλλά μέ συναίσθηση εὐθύνης ὅτι ὁ λόγος της ἔχει συνέπειες γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή καί ὕπαρξη, ἀλλά καί μέ τή συνείδηση ὅτι ὁ λόγος της πρέπει νά ὀρθοτομεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Καί ὅμως παρά τήν ἑνιαία καί σώφρονα στάση τόσο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅσο καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου ἀκούσθηκαν πολλές καί διαφορετικές ἀπόψεις καί μέσα στήν Ἐκκλησία, πού δίχασαν τούς ἀνθρώπους, πού τούς σκανδάλισαν, πού τούς ἀπογοήτευσαν καί πού ἐνδεχομένως τούς ἀπομάκρυναν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί προσωρινά.
Φυσικά ἡ περίπτωση αὐτή δέν εἶναι ἡ μόνη. Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς, τῆς γενετικῆς, τῆς βιολογίας, τῆς βιοτεχνολογίας καί ἄλλων ἐπιστημῶν πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἀνθρώπινη ζωή καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, στήν προσπάθειά τους νά διερευνήσουν ἤ καί νά ἐπιλύσουν διάφορα προβλήματα πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο, τοῦ δημιουργοῦν ἐρωτήματα καί ἀπορίες πού μέχρι σήμερα κανείς μας ἴσως δέν θά εἶχε σκεφθεῖ οὔτε φυσικά ἀντιμετωπίσει.
Εἶναι ὅλα ἐκεῖνα τά ζητήματα πού ἅπτονται τόσο τῶν ἐπιστημῶν ὑγείας μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, ὅσο καί θεμάτων ἠθικῆς, νομιμότητος, ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ. Κατά πόσο συμπορεύονται καί κατά πόσο συγκρούονται μεταξύ τους; Συμβαδίζει μέ τόν νόμο καί τήν ἠθική ὅ,τι μπορεῖ νά ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο ἤ ὄχι; Καί τί ὑπερισχύει; Μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε χωρίς ἐξαίρεση κάθε τι πού προτείνει ἡ ἐπιστήμη γιά τόν ἄνθρωπο ἤ ὄχι; Καί κατά πόσο ἡ ἔρευνα γιά τήν ὑγεία παραδείγματος χάριν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ μεθόδους πού δέν εἶναι σύμφωνοι μέ τούς κανόνες τῆς ἠθικῆς ἤ ἔρχονται σέ σύγκουση μέ δικαιώματα ἄλλων;
Τέτοια ζητήματα ἀναφύονται καθημερινά τά τελευταῖα χρόνια, κατά τά ὁποῖα, εἶναι ἀλήθεια, παράλληλα μέ τήν ἁλματώδη ἐξέλιξη τῆς ἰατροβιολογικῆς ἐπιστήμης ἔχει αὐξηθεῖ καί τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων γιά τήν τήρηση τῶν ἠθικῶν κανόνων. Ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν περιθώρια καί πάντοτε ἀνακύπτουν προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τούς ἀνθρώπους καί γιά τά ὁποῖα καλεῖται ἡ Ἐκκλησία νά λάβει θέση καί νά ἐνημερώσει τούς πιστούς ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως.
Πέραν ὅμως τῶν θεμάτων γενικοῦ ἐνδιαφέροντος ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού ἀφοροῦν συγκεκριμένα πρόσωπα τά ὁποῖα ζητοῦν ἀπό ἐμᾶς μία ἀπάντηση, ζητοῦν καθοδήγηση γιά τή στάση πού θά ἀκολουθήσουν καί γιά τόν δρόμο πού θά ἐπιλέξουν. Καί χρειάζονται μία σοβαρή καί ὑπεύθυνη γνώμη, μία σοβαρή καί ὑπεύθυνη ἄποψη, γιά νά μπορέσουν νά στηριχθοῦν ἀλλά καί γιά νά μήν ἀπογοητευθοῦν.
Γιά νά ἀνταποκριθοῦμε στίς νέες αὐτές προκλήσεις εἶναι ἀνάγκη πρωτίστως νά τίς γνωρίζουμε, καί φυσικά εἶναι ἀνάγκη νά μποροῦμε νά διακρίνουμε ἐάν ἡ γενική ἠθική, στήν ὁποία βασίζεται ἡ βιοηθική, ἡ ἐπιστήμη δηλαδή πού ἀσχολεῖται μέ τά ἠθικά προβλήματα πού ἀνακύπτουν στήν ἰατρική, τή βιολογία καί τήν ἔρευνά τους, ταυτίζεται μέ τήν ὀρθόδοξη ἠθική.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν εἴμαστε σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους γιά τούς ὁποίους γράφει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος στήν πός Ρωμαίους ἐπιστολή του (Ρωμ. 2.14) «ὅταν γάρ ἔθνη τά μή νόμον ἔχονται φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος». Ἔχουμε νόμο καί μάλιστα θεῖο νόμο, τόν ὁποῖο μᾶς ἀπεκάλυψε καί μᾶς ἐγνώρισε ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός.
Ἑπομένως, θά πρέπει νά ἐξετάζουμε ὅλα αὐτά τά θέματα, ὅλα τά ζητήματα πού σχετίζονται μέ τή βιοηθική ὑπό τό πρίσμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἠθικῆς.
Καί ἐπειδή δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοήσει κανείς ὅλα τά ἐπιστημονικά θέματα, γιά τά ὁποῖα ἀπαιτοῦνται καί εἰδικές γνώσεις, ἀλλά καί ἐπειδή χρειάζεται νά ὑπάρχει κοινή θέση μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει συστήσει ἀπό ἐτῶν εἰδική ἐπιτροπή πού τά μελετᾶ καί μέ τή βοήθεια εἰδικῶν ἐπιστημόνων καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ νά ἀνταποκρίνεται στόν ρόλο της καί νά ἐνημερώνει ὀρθά ὅλους μας, ὥστε νά καθοδηγοῦμε καί ἐμεῖς μέ τόν ἴδιο τρόπο τούς ἀνθρώπους. Διότι δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦνται σέ μᾶς δέν μᾶς ἀνήκουν γιά νά τούς κατευθύνουμε σύμφωνα μέ τίς δικές μας ἀπόψεις. Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς τούς ἐμπιστεύθηκε, καί πρός αὐτήν πρέπει νά τούς καθοδηγοῦμε μέ τήν ὑπακοή σέ ὅσα ἐκείνη διδάσκει ἀλλά καί εἰσηγεῖται σέ ὅλα τά σύγχρονα θέματα πού καθημερινά ἀνακύπτουν καί στά ὁποῖα θά πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί.
Μέ αὐτές τίς γενικές καί εἰσαγωγικές σκέψεις θά ἤθελα νά δώσω τόν λόγο στόν σημερινό ὁμιλητή μας, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου καί Μυκόνου κύριο Δωρόθεο, ἀφοῦ τόν εὐχαριστήσω καί πάλι θερμότατα καί ἀπό καρδίας γιά τήν παρουσία του στήν Ἱερά μας Μητρόπολη καί στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας