Στο σημαντικό έργο του Βαλάντη Παπαγεωργίου, “Το Μακεδονικό ζήτημα και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων μέσα από τον Βρετανικό Τύπο”, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να προσεγγίσει μία σύνθετη γεωπολιτική και εθνολογική διαμάχη υπό το πρίσμα των βρετανικών μέσων ενημέρωσης της εποχής.
Το εν λόγω πόνημα αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία του Μακεδονικού ζητήματος, μέσα από μια πρωτότυπη ματιά: εκείνη του διεθνούς τύπου και ειδικότερα του βρετανικού.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και βαθιά τεκμηριωμένα σημεία του βιβλίου είναι η ανάλυση της στάσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποδεικνύεται κομβική για την κατανόηση των εκκλησιαστικών και εθνοπολιτικών ανταγωνισμών στην Οθωμανική Μακεδονία
Ο κ. Παπαγεωργίου φωτίζει με ακρίβεια τον δύσκολο ρόλο που διαδραμάτισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο βρέθηκε να ισορροπεί ανάμεσα σε ισχυρές πολιτικές πιέσεις, εθνοθρησκευτικές αντιθέσεις και την ανάγκη διατήρησης της επιρροής του στον ορθόδοξο πληθυσμό των Βαλκανίων.
Η στάση του Πατριαρχείου δεν ήταν μονοδιάστατη: ενώ διακήρυττε την πνευματική του υπεροχή και την ενότητα των ορθοδόξων, στην πράξη ερχόταν αντιμέτωπο με τον εντεινόμενο βουλγαρικό εθνοφυλετισμό, την Εξαρχία και τις πολιτικές βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη σύγκρουση μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον βρετανικό Τύπο, με τους Βρετανούς αναλυτές να καταγράφουν τις θρησκευτικές διαστάσεις της πολιτικής διαμάχης.
Το Πατριαρχείο προβάλλεται ως θεματοφύλακας της ελληνικής ταυτότητας στη Μακεδονία, ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει τις κατηγορίες περί εθνοφυλετικής πολιτικής και κακοδιαχείρισης της εκκλησιαστικής εξουσίας.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει με τεκμηρίωση και νηφαλιότητα την προσπάθεια του Πατριαρχείου να διατηρήσει τον παραδοσιακό του ρόλο, αλλά και την αμφιλεγόμενη του εικόνα στα μάτια των δυτικών παρατηρητών. Μέσα από τα δημοσιεύματα της εποχής, προκύπτει ένα περίπλοκο μωσαϊκό σχέσεων και αντιθέσεων, όπου το Πατριαρχείο λειτουργεί ταυτόχρονα ως θρησκευτικός θεσμός, πολιτικός δρων και σύμβολο εθνικής ταυτότητας.
Η συμβολή του βιβλίου στην κατανόηση της διπλωματικής και εκκλησιαστικής πτυχής του Μακεδονικού ζητήματος είναι ουσιαστική, προσφέροντας μια πολυπρισματική ανάγνωση των γεγονότων, που συχνά αποσιωπώνται ή απλουστεύονται.
Μέσα από την αρθρογραφία του βρετανικού Τύπου της εποχής – The Times, The Manchester Guardian, αλλά και τοπικές ανταποκρίσεις – προβάλλεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο ως θρησκευτικός θεσμός, αλλά ως φορέας εθνικής πολιτικής έκφρασης του ελληνισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η μακρά παράδοση του Πατριαρχείου στην άσκηση εξουσίας επί των ορθοδόξων πληθυσμών, του προσέδιδε καίριο ρόλο στον αγώνα για την εθνική επικράτηση στις περιοχές της Μακεδονίας.
Ο Παπαγεωργίου δείχνει πώς, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, το Πατριαρχείο αντιμετώπισε ένα ισχυρό πλήγμα στην πνευματική και διοικητική του κυριαρχία.
Το Μακεδονικό ζήτημα πήρε εκκλησιαστικές διαστάσεις, αφού οι πιστοί στις Πατριαρχικές ή τις Εξαρχικές εκκλησίες, ταυτίζονταν αντίστοιχα με τις ελληνικές ή βουλγαρικές εθνικές διεκδικήσεις. Ο διαχωρισμός αυτός – παρόλο που ήταν τυπικά θρησκευτικός – εξελισσόταν σε εθνικό διαχωρισμό, κάτι που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον βρετανικό Τύπο.
Το Πατριαρχείο ακολούθησε μια πολυδιάστατη στρατηγική για να διατηρήσει τη θέση του στη Μακεδονία, ένα σχέδιο που περιελάμβανε :
Διοικητικά μέσα: Διόριζε μητροπολίτες με φιλελληνική στάση και υποστήριζε την ίδρυση πατριαρχικών σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ως αντίβαρο στην εξάπλωση της εξαρχικής επιρροής.
Πνευματική κυριαρχία: Τόνιζε την ενότητα των Ορθοδόξων υπό την ομπρέλα του Πατριαρχείου, προσπαθώντας να αποφύγει την ανοιχτή εθνοφυλετική ρητορική – αν και στην πράξη, όπως επισημαίνει ο Παπαγεωργίου, η διαχείριση των ενοριών είχε έντονα εθνοτικό πρόσημο.
Συμμαχίες με την ελληνική διπλωματία: Το Πατριαρχείο συνεργαζόταν με το ελληνικό προξενείο για την παρακολούθηση των κοινοτήτων και την υποστήριξη της ελληνικής πλευράς στον ανταγωνισμό με τους εξαρχικούς.
Ο βρετανικός Τύπος παρουσιάζει το Πατριαρχείο συχνά με αμφιθυμία, από τη μια ως σύμβολο της ορθοδοξίας και πολιτιστικού φορέα, και από την άλλη ως έναν οργανισμό που εμπλέκεται σε πολιτικές ίντριγκες, που δεν ταιριάζουν με την πνευματική του αποστολή.
Στις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύετα αριστοτεχνικά το διπλό αδιέξοδο του Πατριαρχείου: από τη μια η αυξανόμενη βία μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών (συχνά υποκινούμενη από εθνικιστικές οργανώσεις), και από την άλλη η δυσπιστία των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντί του. Ο βρετανικός Τύπος απηχεί την εικόνα ενός Πατριαρχείου που παρουσιάζεται άλλοτε ως θύμα των συγκρούσεων, κι άλλοτε ως υποκινητής τους.
Ενδεικτικά, αναφέρονται αντιδράσεις Πατριαρχών απέναντι σε βίαια επεισόδια, αλλά και οι καταγγελίες που απευθύνθηκαν προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την προστασία των πατριαρχικών πληθυσμών.
Το Πατριαρχείο ζητούσε συχνά την παρέμβαση της Οθωμανικής διοίκησης, αλλά ταυτόχρονα καταδίκαζε την αυθαίρετη πολιτική των Εξαρχικών, υποστηριζόμενη – κατά την Πατριαρχική θέση – από τη ρωσική και βουλγαρική πολιτική.
Ο κ. Παπαγεωργίου καταλήγει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ένας θεσμός σε μετάβαση, από πνευματικός ποιμένας, μετατράπηκε σταδιακά σε εθνικός παράγοντας – μια εξέλιξη που δεν ήταν επιλογή του, αλλά αποτέλεσμα των ιστορικών συγκυριών. Το Μακεδονικό ζήτημα το ανάγκασε να λάβει πολιτικές θέσεις, να λειτουργήσει ως πυλώνας εθνικής άμυνας, και να εμπλακεί σε μια σύγκρουση με χαρακτηριστικά που ξεπερνούσαν τη θεολογική του αρμοδιότητα.
H προσέγγιση του συγγραφέα στη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί ένα από τα πιο διαφωτιστικά μέρη του βιβλίου, καθώς αποκαλύπτει όχι μόνο τις εξωτερικές προκλήσεις αλλά και τα εσωτερικά διλήμματα που αντιμετώπιζε ο θεσμός σε μια ταραχώδη ιστορική περίοδο και αξίζει να την αναλύσουμε πιο εμπεριστατωμένα.
Στο κεφάλαιο του βιβλίου που καλύπτει τις σελίδες 99 έως 103, ο συγγραφέας εστιάζει στη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσα στο πλαίσιο του Μακεδονικού ζητήματος, όπως αυτή προβλήθηκε και ερμηνεύθηκε από τον βρετανικό Τύπο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο κ. Παπαγεωργίου επισημαίνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ταυτίστηκε άρρηκτα με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, κυρίως μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870.
Η πνευματική εξουσία του Πατριαρχείου χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εθνοπολιτικής διεκδίκησης, γεγονός που αποτυπώνεται στις αναφορές του βρετανικού Τύπου, ο οποίος περιγράφει συχνά τον θεσμό ως «εθνικό εργαλείο του ελληνισμού» (σελ. 100).
«Οι Πατριαρχικές κοινότητες θεωρούνται προπύργια του ελληνισμού απέναντι στην Εξαρχία, και η εκκλησιαστική υπαγωγή αποκτά πολιτική διάσταση» (σελ. 100).
Η βασική αντίθεση του Πατριαρχείου με τη βουλγαρική Εξαρχία δεν ήταν μόνο θεολογική, αλλά σαφώς εθνοτική και πολιτική.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει πηγές του βρετανικού Τύπου που καταγράφουν το Πατριαρχείο να κατηγορεί την Εξαρχία για διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας και για πολιτική υποκίνηση από τη Ρωσία.
«Το Πατριαρχείο κατήγγειλε την Εξαρχία ως όργανο της ρωσικής πολιτικής και ως εργαλείο διαμελισμού του ορθόδοξου σώματος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία»(σελ. 101).
Ταυτόχρονα, όμως, οι βρετανοί ανταποκριτές παρουσιάζουν κριτική στάση προς το ίδιο το Πατριαρχείο, τονίζοντας ότι αυτό δεν δρούσε πάντοτε με πνευματικά ή συμφιλιωτικά κριτήρια, αλλά υποδαύλιζε, άθελά του ή εσκεμμένα, τις εθνοτικές εντάσεις.
Ο Παπαγεωργίου καταγράφει πως σε πολλά βρετανικά δημοσιεύματα, το Πατριαρχείο παρουσιαζόταν ως συντηρητικός και ελιτιστικός θεσμός, που υπερασπιζόταν τα ελληνικά συμφέροντα αλλά δεν προσαρμοζόταν στις κοινωνικές και εθνολογικές αλλαγές της Μακεδονίας.
«Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζεται από τμήμα του βρετανικού Τύπου ως δύναμη του status quo, που δεν δέχεται την εθνική διαφοροποίηση των σλαβικών πληθυσμών» (σελ. 102).
Ορισμένα άρθρα της εποχής, ιδίως από φιλοβουλγαρικούς ή προτεσταντικούς κύκλους, επέκριναν το Πατριαρχείο για καταπίεση των μη ελληνικών κοινοτήτων, αλλά και για συνεργασία με την Οθωμανική εξουσία όταν αυτό εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το Πατριαρχείο, αν και τυπικά απέφευγε την άμεση εμπλοκή στην πολιτική, ενεργούσε παρασκηνιακά σε συνεννόηση με το ελληνικό κράτος και τα προξενεία, διατηρώντας εθνικούς δασκάλους, εκκλησιαστικούς λειτουργούς και επηρεάζοντας τη δημόσια εκπαίδευση των ορθοδόξων κοινοτήτων της Μακεδονίας.
«Το Πατριαρχείο φαινόταν ως θεσμός με διττό ρόλο: πνευματικός ηγέτης και πολιτικός εκπρόσωπος του ελληνισμού στην περιοχή» (σελ. 103).
Οι σελίδες 99–103 του έργου του Β. Παπαγεωργίου προσφέρουν μια πολύτιμη και πολυεπίπεδη ανάλυση της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Μακεδονικό ζήτημα, μέσα από τα μάτια των Βρετανών δημοσιογράφων.
Η προσέγγιση αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε όχι μόνο τις εσωτερικές δυναμικές του εκκλησιαστικού χώρου, αλλά και την διεθνή του προβολή ως παράγοντα εθνικής αντιπαράθεσης.
Το Πατριαρχείο παρουσιάζεται ως ένας διχασμένος θεσμός: από τη μια, υπερασπιστής της ενότητας της Ορθοδοξίας· από την άλλη, βασικός πυλώνας της ελληνικής εθνικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Η στάση του προκαλούσε θαυμασμό και καχυποψία, και αυτό καθρεφτίζεται στον ψύχραιμο, αλλά και κριτικό, φακό του βρετανικού Τύπου.
Η μελέτη του Βαλάντη Παπαγεωργίου ρίχνει άπλετο φως στην πολύπλοκη και στρατηγική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στο Μακεδονικό ζήτημα.
Μέσα από την οπτική του βρετανικού Τύπου, αποκαλύπτεται το πώς το Πατριαρχείο λειτούργησε ως μοχλός εθνικής πολιτικής, ως αντίπαλος της βουλγαρικής Εξαρχίας, και ως κρίσιμος θεσμός στην πνευματική και εθνολογική ταυτότητα της περιοχής.
Πρόκειται για μια ανάλυση που εμπλουτίζει ουσιαστικά την κατανόησή μας για τον ρόλο της Εκκλησίας στον εθνικό ανταγωνισμό των Βαλκανίων.