Toυ Αλεξάνδρου Π.Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Την επέτειο της Αλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς στις 29 Μαΐου 1453 την γιορτάζουμε κάθε χρόνο την ίδια ημέρα και τα δύο εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη: Και οι απόγονοι των Οθωμανών, αλλά και οι απόγονοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι και οι Ελληνες. Οι πρώτοι ως νικητές και οι δεύτεροι ως ηττημένοι. Ο καθένας βέβαια με διαφορετικά συναισθήματα. Εμείς θρηνούμε την πτώση μίας υπερχιλιετούς Αυτοκρατορίας, την απώλεια ενός μεγαλείου που μας οδήγησε στον έσχατο εξευτελισμό της δουλείας. Εκείνοι πανηγυρίζουν αντιστοίχως την εκ του μη όντος ανάδειξή τους από τσαντιρόβιους νομάδες που ήσαν ανέκαθεν, σε αφεντάδες μιας μεγάλης και περίβλεπτης -λόγω της στρατηγικής της σημασίας- περιοχής που κατείχε μέχρι τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Συναισθήματα απολύτως φυσιολογικά και για τους μεν και για τους δε που βρίσκονται στις «όχθες» της «κοίτης» του σημαντικού αυτού ιστορικού συμβάντος. Τους πολιτισμένους όμως λαούς, ακόμη κι αν τους χωρίζουν τα συναισθήματα εορτασμού κάποιων κοινών επετείων, πρέπει να τους ενώνει πάντα ο πολιτισμένος τρόπος με τον οποίο γιορτάζουν σήμερα τα σχετικά γεγονότα, έστω κι αν η «κοίτη» τους μας δείχνει από τη μεριά της απέναντι «όχθης» της πολλά βαρβαρικά στοιχεία. Συμβατά βέβαια τότε για το πολιτιστικό επίπεδο εκείνου που βρισκόταν στη συγκεκριμένη «όχθη», εντελώς ασύμβατα όμως για τον σημερινό εποικιστή αυτής της «όχθης», ο οποίος ομνύει πίστη στον σύγχρονο πολιτισμό.

Το ερέθισμα για τις σκέψεις αυτές μάς το δίνει ο φετινός προκλητικός εορτασμός της επετείου της Αλωσης από τους Τούρκους. Ο σχετικός εορτασμός ήταν προκλητικός, όχι διότι «έξυσε» «πληγές» που μας πονάνε, αλλά διότι έβαλε στις «πληγές» αυτές το «αλάτι» της βαρβαρότητας, την οποία κουβαλάει μέσα της από τα «γεννοφάσκια» της η Τουρκία. Μία βαρβαρότητα από την οποία δεν εννοούν, δυστυχώς, να παραιτηθούν ποτέ οι Νέο-Οθωμανοί, όπως δείχνει και η διαδρομή τους από την Αλωση μέχρι σήμερα, με ιδιαίτερη έμφαση στα πεπραγμένα τους τα τελευταία 100 χρόνια, τα οποία «επισφραγίζουν» την πολιτιστική τους ταυτότητα προσφέροντάς την στην ιστορία του πολιτισμού, ως αδιάψευστο τεκμήριο της βαραβαρικής τους συνέπειας σε αυτό που τους δίδαξαν οι Οθωμανοί πρόγονοί τους. Τις τρείς γενοκτονίες στις αρχές του εικοστού αιώνα. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και οι βαρβαρότητες που διέπραξαν οι Τούρκοι το 1974 κατά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, βαρβαρότητες οι οποίες μεταφράζονται σε αναρίθμητους βιασμούς και σε εν ψυχρώ δολοφονίες πολλών αιχμαλώτων ή αμάχων, που τους βάφτισαν «αγνοούμενους». Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να παρομοιάσει κάποιος σήμερα την Τουρκία με ένα «αγρίμι» που ζει ανάμεσα στους πολιτισμένους λαούς φαινομενικά εξημερωμένο, στην ουσία όμως αιχμάλωτο στη φύση του, η οποία κρατάει μέσα του σε λανθάνουσα κατάσταση την έξη της υποστροφής του σε αυτήν, μόλις δοθεί η ευκαιρία.

Χαρακτηρίσαμε πιο πάνω προκλητικό τον εορτασμό της επετείου της Αλωσης από τους Τούρκους. Και εύλογα θα μπορούσε να ερωτήσει κάποιος εδώ: Μα δεν έχει δικαίωμα ένας λαός να γιορτάζει τις εθνικές του επετείους, όπως αυτός θέλει; Γιατί λοιπόν είναι προκλητική η άσκηση αυτού του δικαιώματος; Είναι, νομίζω, προφανές ότι όταν ομιλούμε για τον εορτασμό επετείων που αναδύονται μέσα από ένοπλες συγκρούσεις, εκείνο που αμφισβητείται πολλές δεν φορές δεν είναι το ίδιο το δικαίωμα, αλλά ο τρόπος του εορτασμού. Αλλιώς γιορτάζεται π.χ. η κατάληψη του Βερολίνου από τις συμμαχικές δυνάμεις το 1944 και αλλιώς η κατάληψη της Πολωνίας το 1939 ή της Ελλάδος το 1941 από τα χιτλερικά στρατεύματα (αν υποτεθεί ότι οι Γερμανοί ήσαν οι νικητές του πολέμου και ήθελαν να γιορτάσουν τις σχετικές επετείους). Οχι διότι η πρώτη κατάληψη απελευθερώνει ενώ οι άλλες υποδουλώνουν, αλλά διότι η πρώτη αναλώνεται στους παραδεκτούς κανόνες διεξαγωγής του πολέμου, ενώ οι άλλες είναι συνυφασμένες με πολλές βαρβαρότητες που τους παραβιάζουν. Το Βερολίνο μάς δείχνει μία συνηθισμένη ένοπλη σύγκρουση που δεν βγάζει μεγαλύτερη αγριότητα από αυτήν που ενέχει εξ ορισμού ο ίδιος ο Πόλεμος και είναι συμβατικά παραδεκτή. Η Πολωνία όμως και η Ελλάδα δεν μας δείχνουν μόνο τον Πόλεμο. Προβάλλουν με ανατριχιαστικό τρόπο και πολλές βαραβαρότητες που υπερβαίνουν τους κανόνες του πολέμου, όπως είναι π.χ. τα κρεματόρια του Αουσβιτς, οι σφαγές αμάχων στο Δίστομο, οι εκτελέσεις ομήρων στα Καλάβρυτα κ.λπ. Με αυτή την έννοια, όταν γιορτάζεις την επέτειο της Αλωσης στήνοντας ένα ομοίωμα τείχους της Κωνσταντινούπολης μπροστά στην αλλοτριωμένη σε τέμενος Αγιά Σοφιά, δεν δείχνεις μόνο την γενναιότητα των προγόνων σου Οθωμανών να το εκπορθήσουν. Συνειρμικά παραπέμπεις και σε όσα ακολούθησαν την εκπόρθηση του τείχους: Στους βιασμούς και στις σφαγές χιλιάδων αμάχων. Προπαντός όμως στην πρωτοφανή βαρβαρότητα της αρπαγής των βρεφών από την αγκαλιά των Ελληνίδων μητέρων τους για να φτιάξεις με αυτά τα τάγματα των Γενίτσαρων και να τα χρησιμοποιήσεις αφ’ ενός μεν εναντίον των γονέων και των αδελφών τους (!), αφ’ ετέρου δε ως βιολογικό υλικό για να αλλάξεις με αυτό το μογγολικό σου γονιδίωμα και να εμφανιστείς έτσι Ευρωπαίος και εσύ ανάμεσα στους Ευρωπαίους. Τέτοιες ασύλληπτες βαρβαρότητες δεν τις διανοήθηκε ούτε ο περίφημος Δρ. Μένγκελε των χιτλερικών «Λέμπενσμπορν»!

Σε αυτά λοιπόν τα γεγονότα, που είναι κρυμμένα πίσω από το ομοίωμα του τείχους της Κωνσταντινούπολης, μας παραπέμπει ο εορτασμός της Αλωσης. Μπορεί τα ηλεκτρονικά εφέ της σχετικής σκηνοθεσίας να μην τα δείχνουν, διότι προβάλλουν άλλα πράγματα που συντηρούν την εθνική υπερηφάνεια των εορταστών, αποτελούν όμως ανεξίτηλες ιστορικές μνήμες, που δεν σβήνονται με κανέναν τρόπο ούτε ρετουσάρονται με τεχνικά μέσα, όπως μπορεί να συμβεί λ.χ. με κάποιες ανατριχιαστικές φωτογραφίες στις οποίες καμαρώνουν οι Τσέτες κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα κεφάλια των θυμάτων τους. Από μία χάρτινη φωτογραφία μπορείς εύκολα να αφαιρέσεις τα στοιχεία της βαρβαρότητας που αποτυπώνει επάνω της, για να την παρουσιάσεις ως ανάμνηση μιας εποχής. Ουδέποτε όμως μπορείς να το κάνεις αυτό στις «φωτογραφίες» της μνήμης.

Και δύο λόγια για την Αγία Σοφία, το σύμβολο της Ορθοδοξίας, που ποζάρει ως μουσουλμανικό τέμενος με τους μιναρέδες του πίσω από το ομοίωμα του τείχους. Εχω και με άλλη ευκαιρία σημειώσει και το επαναλαμβάνω και εδώ: Εάν για τη γεμάτη βαρβαρότητα εποχή της Αλωσης ήταν αυτονόητο ότι ο κατακτητής εξουσίαζε όχι μόνο τα εδάφη που υποδούλωσε, αλλά και τα πιστεύματα με τους χώρους λατρείας των υποδούλων, ακόμη και την ίδια τη ζωή τους, σήμερα αυτό είναι αδιανόητο για τον πολιτισμό της εποχής. Οι Ευρωπαϊκές Συμβάσεις και οι άλλες Διεθνείς Συνθήκες το απαγορεύουν. Το ζήτημα όμως είναι, τι κάνουν οι «μεγάλοι», που υποτίθεται επιβλέπουν την εφαρμογή των Διεθνών Συνθηκών για να θέσουν φραγμό στις σημερινές βαρβαρότητες της Τουρκίας. Η απάντηση είναι γνωστή σε όλους. Τίποτε απολύτως. Χαϊδεύουν απλώς όλοι ανεξαιρέτως τους «βιαστές» του πολιτισμού μας, διότι αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους στην στρατηγικά σπουδαία θέση και στη μεγάλη αγορά των «βιαστών». Και εμείς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάποτε, ότι δυστυχώς είμαστε καταδικασμένοι να συμβιώνουμε με τους βαρβάρους ως γείτονές μας και να υπομένουμε τις βαρβαρότητές τους.