Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Παρηγοριά και απαντοχή όλων μας σε τούτες τις μέρες της πνευματικής μας δοκιμασίας, υπήρξε η αναμετάδοση των ακολουθιών και της θείας λειτουργίας από τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς αλλά και μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επαφής, ποικίλων σύγχρονων τεχνολογιών. Ενα είδος δηλαδή τηλεοπτικού και διαδικτυακού «εκκλησιασμού» που αξίζει την προσοχή μας, καθώς χρήζει ιδιαίτερης ποιμαντικής αντιμετώπισης.
Φρονώ ότι δεν κατέστη σαφές όσο θα έπρεπε ότι πρόκειται για ένα εντελώς προσωρινό μέτρο, με περιορισμένη ισχύ και ανάλογες δυνατότητες. Την παρουσία μας στο ναό δεν την υποκαθιστά τίποτα. Δεν πρέπει λοιπόν ένα εντελώς πρόχειρο μέτρο ανάγκης να γίνει συνήθεια για περισσότερους από εκείνους που τους είναι αναγκαίο, δηλαδή τους ασθενείς, τους κατάκοιτους και όσους κωλύονται πραγματικά και αναπόδραστα να παραστούν στη Θεία Λατρεία. Οι υπόλοιποι όμως δεν δικαιολογούνται και μετά την υπέρβαση της κρίσης και την άρση των μέτρων να συνεχίσουν να «εκκλησιάζονται» τηλεοπτικά ή διαδικτυακά.
Το γράφω αυτό, επειδή ήδη ακούω κάποιους να ισχυρίζονται ότι ο τηλεοπτικός «εκκλησιασμός» είναι πιο βολικός, αφού σου επιτρέπει να κάνεις ταυτοχρόνως τις δουλειές σου, να είσαι πιο χαλαρά ντυμένος, να πίνεις ταυτοχρόνως τον καφέ σου κ.λπ. Πρόκειται για βλάσφημη σκέψη που πρέπει να καταπολεμηθεί εν τη γενέσει της, δεδομένου ότι η Θεία Λατρεία απαιτεί απόλυτη – το κατ’ άνθρωπο δυνατό – αφιέρωση του νου και της καρδιάς στον Θεό μέσω της ψαλμωδίας, του περιβάλλοντος και των αγιογραφιών του ναού, των λειτουργικών πράξεων και βεβαίως της χάριτος του Θεού, που πλούσια έρχεται στους προσευχόμενους χριστιανούς. Αυτό όμως στον χώρο του σπιτιού, μέσα στο περιβάλλον των βιοτικών αναγκών και των βιολογικών λειτουργιών μας, δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Υπήρξαν βέβαια εποχές δουλείας και διωγμών, περίοδοι ανατροπής της καθημερινότητάς μας, δύσκολες και μαρτυρικές, όπως αυτή που μας επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού, που η οικιακή λατρεία ήταν αναγκαία, ως μονόδρομος. Πάντα όμως μετά την υπέρβαση των δυσκολιών το Γένος μας ξαναγυρνούσε στους ναούς του και εκεί δοξολογούσε τον Θεό, έκανε την προσευχή, προσέφερε τη λατρεία του, ταυτοχρόνως δε τηρούσε τα σχετικά έθιμα ενισχύοντας την κοινωνικότητά του, η οποία ήταν πάντοτε στενά δεμένη με την εκκλησιαστική και λειτουργική μας ζωή.
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και τώρα. Να διασκεδαστούν οι κακοί λογισμοί και να επιστρέψουμε στους ναούς μας, όταν αυτό γίνει εφικτό. Να διώξουμε τις κακές σκέψεις ότι δήθεν ξένα κέντρα αποφάσεων συνωμότησαν ώστε να μην κάνουμε Πάσχα στις εκκλησίες μας. Η ανάγκη το επέβαλε και ο σεβασμός της Εκκλησίας στην ανθρώπινη ζωή, καθώς η Εκκλησία μας και οι Επίσκοποί της έχουν δείξει ότι όπου χρειάζεται ξέρουν να μάχονται και μάλιστα αποτελεσματικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως ήταν ξεκάθαρο: όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τόνισε, κινδυνεύουν οι πιστοί, όχι η πίστη. Και πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να προστατεύσουμε την ιερή ανθρώπινη ζωή.
Οι συνθήκες και οι αναγκαστικές λύσεις που επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού λοιπόν, δεν πρέπει να κυριαρχήσουν και μετά από αυτήν. Ο τηλεοπτικός και διαδικτυακός «εκκλησιασμός», πρέπει να συγκαταλεχθούν στα περιοριστικά μέσα που η πανδημία μάς επέβαλε και μαζί με αυτά, όταν έρθει η ώρα, να αρθούν και να αχρηστευθούν. Κι έτσι να ξαναγυρίσουμε στους ναούς μας και να δοξολογήσουμε τον Θεό μας προσωπικά, όπως όλες οι πριν από μας γενιές των χριστιανών. Να ζητήσουμε το έλεός Του και να προσπαθήσουμε κάπως να διδαχθούμε από αυτή την περιπέτειά μας.
Γιατί τα έθιμά μας, η πνευματική αλλά και η κοινωνική μας ζωή είναι δεμένη άρρηκτα με το ναό και «τα τελούμενα εν αυτώ»‧ και τούτο αποτελεί την κρηπίδα πάνω στην οποία δομείται όχι μόνο η παράδοση αλλά και η ίδια η ταυτότητά μας, που μας καταξιώνει, μας προσδιορίζει και εν τέλει μας δικαιώνει ιστορικά και οντολογικά. Και επ’ αυτών, νεωτερισμοί ούτε χωρούν, ούτε επιτρέπονται, αλλά ούτε και τελεσφορούν.