H Ελλαδική Εκκλησία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ανέπτυξε σημαντικό ρόλο σε όλη την επικράτεια. Πολλές φορές προστάτεψε τους κυνηγημένους, έσωσε πολλούς από τη μανία των Τούρκων και κράτησε ζωντανές τις παραδόσεις και τη γλώσσα. Και όταν ήρθε η ώρα της Επανάστασης, πρωτοστάτησε τόσο στην προετοιμασία όσο και καθ’ όλη τη διάρκειά της.
Υπήρξε υπέρμαχος του ξεσηκωμού και στυλοβάτης της εθνικής προσπάθειας ή – όπως τελευταία αναφέρεται όλο και πιο έντονα – υπήρξε αντιδραστική απέναντι στις απανωτές προσπάθειες των Ελλήνων να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό που για 368 χρόνια βασάνιζε τους Ελληνες;
Καταρχάς πρέπει να αναφερθεί συνοπτικά πως η Επανάσταση του 1821 δεν αποτέλεσε τη μοναδική προσπάθεια του Ελληνισμού να απαλλαγεί από τον Τούρκο δυνάστη. Υπήρξαν αρκετές επαναστάσεις – εξεγέρσεις και ξεσηκωμοί των υπόδουλων Ελλήνων. Οι κυριότερες από αυτές ήταν το κίνημα του Κροκόδειλου Κλαδά στη Μάνη και στην Ηπειρο (1479-1481), τα κινήματα του Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου, γνωστότερου ως «Διονυσίου Σκυλοσόφου» όπως ειρωνικά τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι (1600,1611), τα Ορλωφικά και οι επαναστατικές ενέργειες του Λάμπρου Κατσώνη (1769-1792), οι συνεχείς αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά και βεβαίως ο αγώνας του Ρήγα Φεραίου που ξεκίνησε την αφύπνιση των συμπατριωτών του κάνοντας επιπλέον επαφές για ενίσχυση του αγώνα από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη [1]. Σ’ αυτές τις πρώτες επαναστάσεις πρωτοστάτησαν πολλοί ιερείς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Επίσκοπο Διονύσιο που ανέφερα παραπάνω.
Υπάρχουν ωστόσο και ερευνητές, ιστορικοί και μή, που θεωρούν ότι η Εκκλησία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας έδρασε κατά του εθνικού συμφέροντος. Η μαρξιστική ιστοριογραφία αποτέλεσε τη βάση των ιστορικών αυτής της άποψης. Στόχος της υπήρξε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ελέω του αφορισμού του αρχικού ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Παρουσιάστηκε ο αφορισμός αυτός σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας του Πατριάρχη να σώσει τον εαυτό του [2]. Η πραγματικότητα όμως είναι αποδεδειγμένα διαφορετική.
Ο Γρηγόριος ο Ε΄ στις τρείς θητείες του στον Πατριαρχικό θρόνο (1797, 1806, 1818) αφιέρωσε όλο τον χρόνο του στην ανόρθωση του φρονήματος του ποιμνίου του. Αλλωστε την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο Πατριάρχης ήταν ουσιαστικά ο ηγέτης του Ελληνισμού. [3]. Εφτιαξε τυπογραφείο στο Πατριαρχείο, έχτισε εκ θεμελίων σχολεία και πνευματικά ιδρύματα. Τα βιβλία που τυπώνονταν στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου είχαν πάνω τους τη σφραγίδα με τον Δικέφαλο Αετό και το όνομα του Πατριάρχη. Τα βιβλία αυτά όμως δεν ήταν μόνο εκκλησιαστικά και θρησκευτικά αλλά και εκπαιδευτικά. Στην τρίτη και τελευταία θητεία του μάλιστα, σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο «προχώρησε στην έκδοση εγκυκλίων για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων‧ επειδή μάλιστα σε μερικά σχολεία η εκμάθηση των άλλων νεότερων επιστημών απέβαινε σε βάρος της ελληνικής παιδείας, απαίτησε κυρίως τη λεπτομερή καλλιέργεια κι εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας» [4]. Ενα από τα σημαντικότερα βιβλία που τύπωσε το Πατριαρχείο ήταν το λεξικό «Κιβωτός της Ελληνικής γλώσσας», που κατά τον λόγιο Σπυρίδωνα Μελά βιβλία σαν κι αυτό «έφερναν στους ραγιάδες το χαρούμενο άγγελμα για καινούργιες μέρες και ελπίδες» [5]. Με τον τρόπο αυτό ο Πατριάρχης κάτω από τη μύτη του Σουλτάνου μπόλιαζε τους Ελληνες με τα απαραίτητα εφόδια ώστε να σπείρει μέσα τους τον καρπό της λευτεριάς. Χριστιανική και Ελληνική παιδεία και κατ’ επέκταση συνείδηση, για να αντιληφθούν την κρισιμότητα της στιγμής. Η περίφημη Συνοδική Εγκύκλιος της 11ης Σεπτεμβρίου του 1807, αποτέλεσε τη μεγαλειώδη αρχή της πνευματικής επανάστασης που μετουσιώθηκε σε πολεμική. Οι λόγιοι της εποχής μεταξύ των οποίων ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ανθιμος Γαζής ενθουσιάστηκαν με τις ενέργειες αυτές του Γρηγορίου. Θετικές αντιδράσεις προκάλεσαν και στους Ευρωπαίους λόγιους [6].
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης
Εχει ειπωθεί επιπλέον ότι ο Γρηγόριος Ε΄, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση αφόρισε τον Υψηλάντη και τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν αγωνιστές για να σώσει τη ζωή του και τα δήθεν συμφέροντα της Εκκλησίας. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει των πηγών. Αντιθέτως ο Πατριάρχης αν και δεν εντάχθηκε ποτέ επίσημα στη Φιλική Εταιρεία [7], υπήρξε σημαντικό στέλεχος αυτής. Ο Μακρυγιάννης δεν μπορεί να γίνει περισσότερο ξεκάθαρος στα Απομνημονεύματά του: « […] Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης, προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα διά τον πατέρα της λευτεριάς μας, τον μακαρίτη Ρήγα Βελεστίνο, πώς προδόθη. Μου είπε πολλά. Αφού τον πρόδωσαν και σκοτώθη, τότε ο Σουλτάνος πρόσταξε τον μακαρίτη Πατριάρχη και τόδωσε‧ ό,τι κατήχησες τόχαν δώση, οπού ήταν του Ρήγα και του είπε ν’ αφορίση αυτόν και τους οπαδούς του. Τότε ο αγαθός Πατριάρχης περίλαβεν αυτός την Εταιρία διά να μήν σβέση και την ξακολούθησε και κατηχούσε. Κ’ έστειλε και πιστόν άνθρωπον εις την Ρουσσία. Κ’ εκεί ήταν κι ο Λιονταρίδης, πιστός του φίλος, του Πατριάρχη. Και ήταν αξιωματικός της Ρουσσίας. Και του παράγγειλε να πάγη εις το Ορος ο Λιονταρίδης, όπου ήταν κι ο Πατριάρχης εκεί σιργούνι, ν’ ανταμωθούν. Ετζι πήρε την άδεια και πήγε εις το Ορος. Αφού ανταμώθηκαν με τον Πατριάρχη, τον κατήχησε και τον χειροτόνησε και καλόγερο. Και του είπε να πάγη εις την Ρουσσίαν ν’ απαρατηθή από την δούλεψη και να μιλήση με τον Καποδίστρια και να περάση εις Βλαχιά να πάρη μοναστήρια με νοίκι και να κατηχήση κι όσους μπορέση. Και να συνάξη κι ό,τι χρήματα μπορέση διά να χρησιμέψουν διά την πατρίδα. Πήγε εις την Ρουσσία, απαρατήθη, μίλησε και με τον Καποδίστρια και εις την Βλαχιά κατήχησε πολλούς και τον Μιχάλβοντα και πήρε και μοναστήρια και σύναξε κι ως τρία μιλλιούνια γρόσια. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης να τα ’χη εκεί όσο να χρειαστούνε. Ο μακαρίτης ο Ναπολέων ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, το καύκημα του κόσμου, διά μέσον του πρέσβυ του τότε Σεμπαστιάνη γράφει του Πατριάρχη εις Κωνσταντινόπολη και του λέγει να στείλη να κατηχήση παντού τους χριστιανούς, να είναι ετοιμασμένοι, κι όταν να είναι καιρός οπού θα κινηθή, να χτυπήσουν κι αυτεινοί. Και είναι δικό τους από Κωνσταντινόπολη και κάτου, Γουργαριά, Σερβία, Θεσσαλομακεδονία, Ντουράτζο, Αυλώνα και ολόγυρα αυτά τα μέρη, Ρούμελη, Πελοπόννησο και τα νησιά. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης ότι ξακολουθεί από καιρό ό,τι του γράφει. Κ’ έστειλε και κατηχούσαν. Η κακή τύχη, απότυχε ο μακαρίτης ο Ναπολέων και νεκρώσανε κι αυτά. Αυτό το σχέδιον το ήξερε κι ο Καποδίστριας από τον Πατριάρχη» [8]. Ετσι αναιρείται η κακόβουλη άποψη πως ο Πατριάρχης Γρηγόριος – και κατ’ επέκταση η Ορθόδοξη Εκκλησία – υπήρξε εχθρός της Επαναστάσεως.
Σχετικά με τον αφορισμό συνέβη, όμως τα γεγονότα δεν πρέπει να ερμηνευθούν απλοϊκά και επιδερμικά αλλά σε βάθος. Πρέπει να ερευνηθούν όλα τα ιστορικά, πολιτικά, διπλωματικά και παρασκηνιακά δεδομένα της εποχής για να καταλήξουμε σ’ ένα τεκμηριωμένο ιστορικά συμπέρασμα, διαφορετικά αν κρίνουμε και διαβάσουμε τα γεγονότα με βάση σημερινά δεδομένα, θα καταλήξουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα ελέω ιστορικού αναχρονισμού. Ο αφορισμός ήταν καταναγκαστικός και δεν ήταν απόρροια της επιθυμίας του Πατριάρχη [9]. Η φαινομενική στάση του κατά της Επανάστασης έγινε για να σωθεί από αφανισμό ο χριστιανικός πληθυσμός της Πόλης και των παραλίων [10]. Αλλωστε ο ίδιος ο Υψηλάντης μετά τον αφορισμό του, έγραφε στους επαναστατημένους Ελληνες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου» [11]. Χαρακτηριστική απόδειξη της ανδρείας του Γρηγορίου και όχι της προδοσίας, υπήρξε και η στάση του όταν του ζητήθηκε από τον απεσταλμένο του «αφορισμένου» Υψηλάντη, Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, αλλά και από τον Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ, να φυγαδευθεί για να σωθεί. Αρνήθηκε λέγοντας: «… Η αναχώρησίς μου, ενώ θα εμπόδιζε να επιτευχθούν αγαθά μεγάλα για το έθνος μου, θα επέφερε μεγάλες συμφορές. Προτιμώ να μείνω. Κι αν είναι απόφασις της θείας βουλής, ας γίνω θυσία υπέρ πίστεως και πατρίδος» [12]. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό. Τη Μεγάλη Δευτέρα του 1821, περίπου μία βδομάδα πριν το μαρτυρικό τέλος του Πατριάρχη των Ελλήνων, ο ίδιος μαζί με άλλους Μητροπολίτες τέλεσαν μυστική Θεία Λειτουργία και ήρε πίσω τον αφορισμό: «Και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο Πατριάρχης τον αφορισμόν, έθηκεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά την Αγίαν Τράπεζαν και απήγγειλε την εξής προσευχήν, ακροωμένων των Συνοδικών: «Θεέ Παντοκράτωρ, Συ ο αποστείλας τον Μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκαν, διά Πνεύματος Αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν’ αποθάνη επί του Σταυρού υπέρ ημών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι δια της παραβάσεως της εντολής του Μονογενούς Σου υιού, του εντειλαμένου ημίν “Εύχεσθε και μη καταράσθε”. Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά του Χριστεπωνύμου ποιμνίου Σου. Ναι Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχίονί Σου τω υψηλώ ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τω Μονογενεί Σου Υιώ και τω Παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν» [13].
Το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό. Φυλακίστηκε, ξυλοκοπήθηκε, διαπομπεύθηκε και απαγχονίστηκε στην Κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου. Οι Τούρκοι επίσημα θεώρησαν τον Γρηγόριο υπαίτιο της Επανάστασης λόγω των σχέσεών του με τη Φιλική Εταιρεία [14]. Οι αιτίες σύμφωνα με το έγγραφο της καταδίκης του, που τοποθετήθηκε πάνω στο άψυχο κορμί του ήταν μεταξύ άλλων: «… χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελεσφόρητον. […] αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, [….] αλλ’ αντί να δαμάση τους αποστάτας και δώση πρώτος το παράδειγμα της εις τα καθήκοντα επιστροφής των, ο άπιστος ούτος έγεινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών» [15]. Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν σαν άλλοθι την «προδοσία» του Γρηγορίου και εξαπέλυσαν αθρόες σφαγές. Μόνο στην Πόλη υπήρξαν 10.000 χριστιανοί [16]. Οι σφαγές ωστόσο εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές όπου υπήρξε Ελληνισμός, όπως η Σμύρνη και η Αδριανούπολη. Βέβαια τόσο η δολοφονία του Γρηγορίου όσο και οι σφαγές αμάχων, προκάλεσαν την έκρηξη του φιλελληνικού κινήματος στο εξωτερικό και γιγάντωσαν την Επανάσταση.
Στο παρόν άρθρο εστιάσαμε περισσότερο στον Γρηγόριο τον Ε΄, παρ’ όλα αυτά όμως υπήρξαν πολλοί ιερείς που στράφηκαν στα όπλα και ευλόγησαν την Επανάσταση. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος είναι οι πιο γνωστοί από αυτούς, όχι όμως και οι μοναδικοί. Γενικότερα, ο κλήρος υπήρξε απόλυτα δίπλα στους αγωνιστές. Για την ακρίβεια ήταν και ο ίδιος αγωνιστής. Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών αναφέρουν πως ο αγώνας υπήρξε εθνικοαπελευθερωτικός, υπέρ πίστεως και πατρίδος. [17]. Την ίδια άποψη τεκμηριώνουν και οι λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους. Ο Αδαμάντιος Κοραής έγραψε: «Μόνον του Ευαγγελίου η διδαχή εμπορεί να σώση την αυτονομίαν του Γένους. Οι Ελληνες πολέμησαν όχι μόνο υπέρ πατρίδος αλλά και υπέρ πίστεως». Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην προσπάθειά του να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄, κάνει επίκληση στο θρησκευτικό συναίσθημα του τσάρου να βοηθήσει τους χριστιανούς αδερφούς και ομοδόξους Ελληνες, τονίζοντας έτσι και τη θρησκευτική ταυτότητα της Επανάστασης [18].
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τα όπλα και τους αγωνιστές
Στις 22 Μαρτίου στο ναό του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τα όπλα των αγωνιστών και οι αγωνιστές δίνουν όρκο στον Θεό και στην Πατρίδα. [19]. Μοιράζονται σημαίες κόκκινου υφάσματος με γαλάζιο σταυρό και στέλνεται η ακόλουθη εγκύκλιος στους πρόξενους της πόλης: «Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντας ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ ένα πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας. Οντας λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν πότε ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας, και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να ήμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου».
Δυστυχώς υπάρχουν ορισμένοι που προσπαθούν να αλλοιώσουν ή και να αφανίσουν τις πηγές που τεκμηριώνουν ότι η Εθνεγερσία του ’21 υπήρξε και εθνικοαπελευθερωτική και θρησκευτική. Καλύτερη απάντηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη από αυτή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «… Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τούς είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Οχι μόνον διά να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Ελληνες!».
Παραπομπές:
[1] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους 777 π.Χ. – 1835 μ.Χ., σ. 126-127
[2] Ιωάννης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
[3] Ολοι οι ιστορικοί και ερευνητές ομολογούν την ηγετική φυσιογνωμία του Γρηγορίου. Κατά τον Παπαρρηγόπολο ο Γρηγόριος υπήρξε Εθνομάρτυρας και Κυβερνήτης του Ελληνισμού, ενώ κατά τον Σπυρίδωνα Μελά ο Πατριάρχης υπήρξε ο «εθνάρχης» του Γένους.
[4] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος 13ος Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδόσεις Λυμπέρης, σ. 212
[5] Σπυρίδων Μελάς, Ματωμένα ράσα, εκδόσεις Μπίρης, σ. 142
[6] Σπυρίδων Μελάς, ό.π., σ. 154: «Με μία λέξη αποτέλεσε σταθμό στην πνευματικήν ιστορία του δουλωμένου ελληνισμού και της ετοιμασίας του για την επανάσταση».
[7] Οι λόγοι που δεν εντάχθηκε ήταν καθαρά για προστασία του ξεσηκωμού. Αν με κάποιο τρόπο μάθαινε ο Σουλτάνος τη συμμετοχή του Πατριάρχη στην Εταιρεία, τα πράγματα θα γίνονταν πολύ πιο επιζήμια για τον Ελληνισμό. Βλ περισσότερα, Σπυρίδων Μελάς, ό.π., σ. 156-157
[8] Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, σ. 401-403
[9] Γκουστάβος Φρειδερίκος Χέρτσμπεργκ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, Αθήνα 1916, σ. 24.
[10] Σπυρίδων Μελάς, ό.π., σ. 172. – Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, Α. Δεσποτόπουλος: «… Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς τη σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών».
[11] Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ΄, σ. 130.
[12] Σπυρίδων Μελάς, ό.π., σ. 166-168.
[13] [14] Χέρτσμπεργκ, ό.π., σ. 101.
[15] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τόμος Α΄, σ. 99-100
[16] Σπυρίδων Τρικούπης, ό.π., σ. 107
[17] Ενδεικτικά: Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, σ. 483: «… τα παιδιά του Ρήγα, του Μάρκου Μπότζαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων κι αλλουνών πολλών, όπου θυσίασαν και την ζωή τους και την κατάστασίν τους δι’ αυτείνη την ορθόδοξη θρησκεία και δι’ αυτείνη την ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα».
[18] Χέτσμπεργκ, ό.π., σ. 20. – Επιπλέον η επαναστατική προκήρυξη του Υψηλάντη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» τονίζει την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα της Επανάστασης, ήδη από τον τίτλο της προκήρυξης
[19] Σπυρίδων Τρικούπης, ό.π., τόμος Α΄, σ. 81.
* Το κείμενο γράφτηκε για τα Ιστορικά Χρονικά από τον Γιάννη Αθανασόπουλο