H oνοματοδοσία ενός τέκνου δεν μπορεί να συγχέεται με τη βάπτιση.Ο σχετικός νόμος ισχύει από την μεταπολίτευση και μετά αλλά η Διοίκηση εξακολουθεί ως σήμερα να συγχέει το θρησκευτικό μυστήριο με την αστική κατάσταση ενός προσώπου. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν για μια ακόμη φορά η καταδίκη της χώρας μας στο Στρασβούργο για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.Οπως αναφέρεται σε σχετικό δελτίο τύπου της ΕλΕΔΑ “Μμε την απόφαση «Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος» της 25.6.2020, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα, και πάλι μετά από πολλά χρόνια, για παραβίαση θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτή τη φορά, αιτία της καταδίκης ήταν η πάγια πρακτική των ληξιαρχείων, υπό την κάλυψη του προϊσταμένου υπουργείου και –ατυχώς– της διοικητικής δικαιοσύνης, να συγχέουν τη βάπτιση με την ονοματοδοσία σε πείσμα της ρητής και ανεπιφύλακτης νομοθετικής διαφοροποίησής τους ήδη από το 1976. Στο ιστορικό της απόφασης εκτυλίσσεται με γλαφυρότητα ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο η σχετική διάταξη της ληξιαρχικής νομοθεσίας έχει περιπέσει σε αχρησία.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχοντας ήδη από το 2005 συμπεριλάβει εισήγηση για ολοσχερή κατάργηση της ληξιαρχικής καταγραφής θρησκεύματος στην πρότασή της για τη «Ρύθμιση Σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας», επισημαίνει με ικανοποίηση πως οδηγείται, έτσι, προς επίλυση ακόμη μια έκφραση της εγγενούς αδράνειας σε στοιχειώδη ζητήματα εκκοσμίκευσης. Όπου ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης δεν εισακούονται, όπου η δημόσια διοίκηση εγκλωβίζεται σε κοινωνικές προκαταλήψεις και υποκαθίσταται από την επικρατούσα θρησκευτική κοινότητα, υπάρχει πάντοτε το καταφύγιο στις εγγυήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών.”
Η ονοματοδοσία και η καταχώριση της βάπτισης είναι δύο ληξιαρχικές διαδικασίες, ανεξάρτητες και άσχετες μεταξύ τους. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο τόσο πολίτες όσο και υπάλληλοι ληξιαρχείων να συγχέουν την ονοματοδοσία με την βάπτιση ή την καταχώριση της βάπτισης. Συνοπτικά, με την βάπτιση αποκτά κανείς θρήσκευμα, το οποίο καταχωρίζεται στο ληξιαρχείο με την ληξιαρχική διαδικασία της καταχώρισης της βάπτισης, ενώ με την ονοματοδοσία ένα νεογνό αποκτά όνομα.
Σύμφωνα με τον Ν. 344/197 που διέπει την λειτουργία των ληξιαρχείων (και τους νόμους 1438/1984 και 2130/1993 που τον τροποποίησαν), η ονοματοδοσία γίνεται και από τους δύο γονείς (ή από τον ένα εφόσον έχει θεωρημένη εξουσιοδότηση του άλλου). Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στην ληξιαρχική πράξη γέννησης και είναι δήλωση που δεν ανακαλείται.
Η βάπτιση καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον βαπτισθέντα (εφόσον είναι τουλάχιστον 14 χρόνων) ή οποιονδήποτε από τους γονείς ή από τον νονό ή από συγγενή εξ αίματος μέχρι 3ου βαθμού και δεν απαιτεί εξουσιοδότηση
Σύμφωνα με διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Πολίτη σε σχετικές υποθέσεις, α) η ονοματοδοσία αποτελεί την αποκλειστική διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού, απαιτείται ακόμη και επί ήδη δηλωθείσας (ή ταυτόχρονα δηλουμένης) βάπτισης και προϋποθέτει εξουσιοδότηση του απόντος γονέος ενώ β) η καταχώριση βάπτισης έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα την αναγραφή θρησκεύματος δεν επιδρά καθόλου στο ήδη δηλωθέν (ή ταυτοχρόνως δηλούμενο) όνομα και μπορεί να γίνει και χωρίς εξουσιοδότηση από τρίτα άτομα, εφόσον αυτά προσκομίσουν το πιστοποιητικό βάπτισης. Συνεπώς μία δήλωση βάπτισης δεν μπορεί να εκληφθεί ως δήλωση ονοματοδοσίας, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της δήλωσης ονοματοδοσίας, δηλαδή να γίνεται και από τους δύο γονείς ή να συνοδεύεται από εξουσιοδότηση του απόντος γονέος. Μάλιστα εφόσον η βάπτιση γίνει μετά την ονοματοδοσία και κατά την βάπτιση δοθεί άλλο όνομα από αυτό που δόθηκε στην ονοματοδοσία, το όνομα δεν αλλάζει. Μετά από σύσταση του Συνηγόρου του Πολίτη, το Υπουργείο Εσωτερικών έστειλε σχετική οδηγία προς τα ληξιαρχεία στην οποία τονίζει τα δύο προηγούμενα σημεία.
Παρά το ότι το Υπουργείο Εσωτερικών απέστειλε σχετική οδηγία στα ληξιαρχεία ήδη από το 2006, αρκετά ληξιαρχεία συνεχίζουν να δίνουν ελλιπείς ή λανθασμένες πληροφορίες, όπως ότι για να γίνει η ονοματοδοσία πρέπει να μην έχει προηγηθεί βάπτιση ή ότι η ονοματοδοσία είναι προαιρετική ενώ είναι ο αποκλειστικός τρόπος κτήσης ονόματος. Άλλοι δήμοι δεν αναφέρουν καν την ονοματοδοσία ανάμεσα στις ληξιαρχικές πράξεις
Στη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Πολίτη αναφέρεται περίπτωση κατά την οποία ληξίαρχος πληροφόρησε πολίτη που είχε προσέλθει για να προβεί σε πράξη ονοματοδοσίας ότι εφόσον είχε προηγηθεί βάπτιση δεν έπρεπε να προβεί σε ονοματοδοσία αλλά σε ληξιαρχική καταχώριση βάπτισης. Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη η εκδοχή αυτή όχι μόνο δεν είναι σύννομη αλλά επιπλέον έχει ως αποτέλεσμα τον καταναγκασμό των πολιτών σε ακούσια ληξιαρχική καταγραφή θρησκεύματος, κάτι που είναι αντίθετο στο Σύνταγμα, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας