1. Μέ πόνο πολύ καί ἱερή ἀγανάκτηση, ἀγαπητοί μου, θρηνοῦμε καί διαμαρτυρόμεθα ἔντονα γιά τό κακό καί τήν βεβήλωση, πού θέλουν νά κάνουν καί ἔκαναν στήν ἱερή μας ἱστορία οἱ Τοῦρκοι, αὐτοί οἱ παλαιοί μας ἐχθροί.
«Πῆραν τήν πόλιν πῆραν την, πῆραν τήν Ἁγιά Σοφιά, τό Μέγα Μοναστήρι!…». Ὅλοι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουμε γιά τήν 29η Μαΐου τοῦ ἔτους 1453, τότε πού κυριεύθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη καί βεβηλώθηκε ἡ Ἁγιά Σοφιά ἀπό τά πόδια τῶν παιδιῶν τῆς Ἄγαρ.
Ἡ Παναγία Δέσποινα, σάν τό εἶδε τό θέαμα αὐτό, πολύ τῆς κακοφάνηκε καί δάκρυσαν οἱ εἰκόνες!
2. Τό κακό ὅμως ἔγινε καί ἡ Ἁγιά Σοφιά, στά χέρια τῶν Τούρκων τώρα, εἶναι πιά τζαμί. Ἀλλά, μᾶς λέγει ἡ ἱστορία, ὅτι ὁ Τοῦρκος Κεμάλ Ἀτατούρκ μετέβαλε τό 1934 τήν Ἁγιά Σοφιά ἀπό τζαμί σέ μουσεῖο.
Τό χαρήκαμε οἱ Ἕλληνες αὐτό καί ἐπισκεπτόμασταν μέ ἱερό δέος τό δικό μας αὐτό δημιούργημα καί ἄς ἦταν στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτό, χριστιανοί μου, πού συνέβηκε τοῦτες τίς πονηρές ἡμέρες μέ τήν Ἁγιά μας Σοφιά;
Ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους τῶν Τούρκων, ὁ Πρόεδρός τους Ἐρντογάν, μέ νέα ἀπόφασή του, μετέβαλε τήν Ἁγιά Σοφιά ἀπό μουσεῖο πάλι σέ τζαμί. Μά πῶς;
Ὁ σκοπός, γιά τόν ὁποῖο κτίστηκε αὐτό τό ἀξεπέραστο μεγαλεῖο πού θαυμάζουν οἱ αἰῶνες, ἦταν νά εἶναι τόπος λατρείας τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί ὄχι τῶν Ὀθωμανῶν.
Μαζί μέ τά ἄλλα, τά τόσα «σημεῖα τῶν καιρῶν», πού συμβαίνουν στόν αἰῶνα μας, τοῦτο τό κακό, πού διαπράχθηκε ἀπό τόν Ἐρντογάν, τό θεωροῦμε ὡς τό χειρότερο, ὡς τό φοβερότερο «σημεῖο».
3. Παρηγορηθήκαμε ὅμως κάπως, ὅταν διαβάζαμε τίς διαμαρτυρίες τῶν ἄλλων ἐθνῶν καί ὑψηλῶν σημαντικῶν προσώπων ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος γιά τήν νέα βεβήλωση τῆς Ἁγιᾶς μας Σοφιᾶς.
Τούς εὐχαριστοῦμε γιά τίς διαμαρτυρίες τους αὐτές. Ἀλλά θέλουμε μεγαλύτερο ξεσηκωμό διαμαρτυριῶν καί δυναμικῶν ἐνεργειῶν γιά τήν ἀνάκληση τοῦ κακοῦ πού ἔγινε.
Αὐτόν τόν ξεσηκωμό ἄς τόν κάνουμε ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, καί μάλιστα ἐμεῖς οἱ Ἀρκάδες, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τήν θρησκευτικότητά μας διακρινόμαστε καί γιά τόν πατριωτισμό μας.
Τέλος, ἡ παρηγοριά μας καί ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ἐκεῖνο τό παλαιό δίστιχο: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, καί μή πολυδακρύζεις. Πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θἄναι»!