Μονή Ομπλού
Η Ιερά Μονή Ομπλού βρίσκεται 15 χιλιόμετρα και σε υψόμετρο 750 μέτρων από την Πάτρα, την πόλη όπου μαρτύρησε ο απόστολος Ανδρέας. Τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 21 Νοεμβρίου.
Η Ιερά Μονή ιδρύθηκε το 1315 από τον ιερομόναχο Ιωακείμ και τους δύο μοναχούς μαθητές του Ιωάσαφ και Παρθένιο. Στην περιοχή αυτή υπήρχε ένα εκκλησάκι δίπλα στο οποίο οι πατέρες έκτισαν δύο κελιά και ξεκίνησαν την κοινοβιακή ζωή της Μονής.
Στον μικρό αυτό Ναό υπήρχε μία εικόνα της Θεοτόκου η οποία είχε πολύ γλυκό πρόσωπο. Οι αρβανίτες κάτοικοι της ορεινής περιοχής των Πατρών ονόμασαν την Θεοτόκο «Ομπιλε» που σημαίνει γλυκιά Παναγιά. Από παραφθορά αυτής της λέξης πήρε και την ονομασία της η Μονή (ΟΜΠΙΛΕ − ΟΜΠΛΟΣ). Το έτος 1581 ο ηγούμενος της μονής Παχώμιος κατάφερε με έγγραφο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία του Β΄ του τρανού να αναγνωρισθεί η μονή ως σταυροπηγιακή.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1601-1612 κτίσθηκε από τον γαιοκτήμονα Γεώργιο Δεμένικα και τον μάστορα Δημήτριο το σημερινό καθολικό στη θέση του παλαιού που υπήρχε πριν το 1315, το οποίο και εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Τιμόθεο (Μαρμαρινό), τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη.
Τα γύρω κτίσματα της Μονής κτίσθηκαν το 1689 εκτός από τη βόρεια πτέρυγα που κτίσθηκε το 1754. Το 1770 στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και έπειτα από μία αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι έκαψαν τη μονή και το καθολικό σε αντίποινα. Ομως οι πατέρες σύντομα έφτιαξαν πάλι τη μονή όπως ήταν πρώτα.
Η Μονή βοήθησε αρκετά στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821 και για αυτό οι Τούρκοι την έκαψαν πάλι τον Ιούνιο του 1821. Μία μεγάλη καταστροφή για το μοναστήρι αφού χάθηκαν πολλά ιστορικά κειμήλια, έγγραφα και εικόνες. Μετά τη φωτιά οι πατέρες μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχε διασωθεί και έφυγαν για άλλες μονές στα Επτάνησα, που ήταν στη κατοχή των Αγγλων.
Επέστρεψαν στη Μονή το 1828, όταν δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος και άρχισαν σιγά – σιγά να φτιάχνουν τα κατεστραμμένα κελιά και το καθολικό. Τότε (1865) χτίσθηκε για πρώτη φορά το καμπαναριό, αφού οι Τούρκοι απαγόρευαν τις κωδωνοκρουσίες.
Η τρίτη καταστροφή του μοναστηριού έγινε από τους Γερμανούς αυτή τη φορά, το 1943 στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, καίγοντας τη μία πτέρυγα των κελιών, εκεί που κρύβονταν Ελληνες αντάρτες. Μάλιστα από θαύμα της Παναγίας δεν κάηκε το καθολικό κι οι άλλες πτέρυγες της Μονής, γιατί όταν ο Γερμανός διοικητής μπήκε στην εκκλησία να βάλει φωτιά, βγήκε μετά από λίγο μετανιωμένος και διέταξε τους στρατιώτες του να φύγουν αμέσως από το μοναστήρι χωρίς να πειράξουν τους πατέρες.
Στο αρχείο της Μονής σώζονται σιγγίλια, σιγγιλιώδη γράμματα, δικαιοπρακτικά και άλλα έγγραφα, λειψανοθήκες και εικόνες.
Μονή Παναγίας Καλαμίου, Αργολίδα
Κοντά στο Λυγουριό Αργολίδας, ανάμεσα στα χωριά Αδάμι και Κολιάκι, βρίσκεται ένα παλιό μοναστήρι με το όνομα Παναγία του Καλαμίου ή Κοίμηση της Θεοτόκου στο Καλάμι.
Ο πιο κοντινός οικισμός προς τη Μονή είναι το Αδάμι, ένα γραφικό χωριό του Δήμου. Η Μονή είναι εύκολα προσιτή από το Αδάμι με διακλάδωση τριών χιλιομέτρων του δημοσίου δρόμου Λυγουριού-Αδαμίου-Κρανιδίου, λίγο μετά τον οικισμό.
Η Μονή ιδρύθηκε κατά τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα. Φαίνεται όμως ότι εδώ ζούσαν πολύ παλαιότερα μεμονωμένοι ασκητές…
Σύμφωνα με τον χειρόγραφο κώδικα της Μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου αλλά και την τοπική παράδοση, η Μονή Καλαμίου οφείλει την ονομασία της στον τόπο καταγωγής των πρώτων μοναχών της που ήταν από την Καλαμάτα της Μεσσηνίας. Υπάρχει και μία δεύτερη εκδοχή που συνδέει την ονομασία του μοναστηριού με το παρακείμενο βουνό Καλάμι ή Καλαμάνι. Η Μονή λειτουργούσε ως ανδρική μέχρι τη διάλυσή της το 1834, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1833. Ανασυστάθηκε μετά την εγκατάσταση της γυναικείας αδελφότητας (1972) στην τοποθεσία της παλαιάς ανδρικής Μονής και αναγνωρίσθηκε πλέον και επίσημα το όνομα αυτής με Προεδρικό Διάταγμα της 20ής Αυγούστου 1974 «Περί ιδρύσεως Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμίου Ναυπλίας της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδας».
Από τα κτίσματα των παλαιών μοναχών σώζεται σήμερα μόνο ο μικρός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στη θέση των ερειπωμένων παλαιών κελιών κτίστηκαν νέα τη δεκαετία του 1970, σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Στην Ιερά Μονή Καλαμίου φυλάσσονται Αγια λείψανα του Αγίου Νήφωνος (1508), της Αγίας Παρασκευής (2ος αι.), των Αγίων Αναργύρων ιατρών Κοσμά και Δαμιανού (4ος αι.), του νεοφανούς Αγίου Αρσενίου του Παρίου (+31 Ιανουαρίου 1877), των Χοζεβιτών Αγίων μαρτύρων (614 μ.Χ.), του Αγίου Αθανασίου, επισκόπου Χριστιανουπόλεως (+αρχές 18ου αι.) και της Αγίας Μελάνης της Ρωμαίας (+8 Ιουνίου 410).
Ιερά Μονή Αγίου Θεοδοσίου του Νέου στον Παναρίτη Αργολίδας
Η Μονή του Οσίου ή Αγίου Θεοδοσίου του Νέου είναι από τους χώρους εκείνους που ντόπιοι και ξένοι προσέρχονται ως προσκυνητές όλες τις ημέρες του χρόνου. Η μονή είναι κτισμένη τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό Παναρίτη, 14 περίπου χλμ. τόσο από το Αργος όσο και από το Ναύπλιο. Ιδρύθηκε το 880 μ.Χ. από τον άσημο τότε μοναχό και μετέπειτα Αγιο Θεοδόσιο. Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (περίπου το 922) η μονή ερήμωσε και επαναλειτούργησε στις αρχές του 16ου αιώνα. Στις αρχές της Ενετοκρατίας παραχωρήθηκε στην ενετόφιλη κρητική οικογένεια Χορτάτση και το 1835, η περιουσία του μοναστηριού περιήλθε στο κράτος. Το 1942 επαναλειτούργησε ως γυναικεία Μονή.
Η Μονή αποτελείται από ένα εντυπωσιακό κτηριακό συγκρότημα με ναούς, κελιά και ξενώνες. Το πρώτο εκκλησάκι της “Ιεράς Συνάντησης”, είναι αφιερωμένο στη συνάντηση του Αγίου Θεοδοσίου με τον σύγχρονό του Αγιο Πέτρο. Η παράδοση αναφέρει πως ο Αγιος Θεοδόσιος προϋπάντησε τον Αγιο Πέτρο – επίσκοπο Αργολίδος – κρατώντας τον σκούφο του γεμάτο με κάρβουνα αναμμένα, σαν θυμιατό, χωρίς αυτός να καίγεται.
Μονή Μπούρας, Γορτυνία
Η μονή βρίσκεται κοντά στο χωριό Λεοντάρι (6 χιλ.), δίπλα από τον δρόμο Λεονταρίου-Σπάρτης. Είναι κτισμένη σε κατάφυτο λόφο, 4 χιλ. από το χωριό Φαλαισία και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία κατασκευής της μονής, πιθανολογείται ότι χτίστηκε στα μέσα του 12ου αιώνα. Από τότε ήταν ανδρική μονή. Τα προεπαναστατικά χρόνια, όπως και την περίοδο της επανάστασης του ’21 υπήρξε λίκνο του αγώνα για την απελευθέρωση. Ο “Πύργος”, ένα κτίσμα της Μονής ύψους 10 μέτρων, αποτελεί με τις πολεμίστρες του μαρτυρία της αντίστασης των μοναχών κατά των Τούρκων.
Στην επανάσταση του 1770 η μονή λεηλατήθηκε από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι σκότωσαν όλους τους μοναχούς και κατέστρεψαν τις τοιχογραφίες.
Αργότερα, κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ, οι μοναχοί πρόβαλαν γενναία αντίσταση κατά των Τουρκοαιγυπτίων, μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι.
Το 1932 η Μονή προσαρτήθηκε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου και έκλεισε. Το 1934 ξανάνοιξε με λίγες μοναχές που ήλθαν από την κοντινή Μονή Αμπελακίου.
Το 1952 η περιουσία της παραχωρήθηκε στους ακτήμονες της Φαλαισίας και από τότε άρχισε να παρακμάζει. Το 1984 εγκαταστάθηκε μία ομάδα από μοναχές, οι οποίες σε διάστημα 15 χρόνων συντήρησαν και αναμόρφωσαν τη Μονή, αναπαλαιώνοντας τα παλιά της κτίσματα και δημιουργώντας νέα φροντισμένα κτίσματα.
Ανάμεσα στα τελευταία είναι η ωραία εκκλησία του Αγίου Αλεξίου, οι Ναοί των Αγίων Αναργύρων, Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και το διώροφο κτήριο που στεγάζει τα κελιά, διάφορα εργαστήρια, τη βιβλιοθήκη και άλλους χώρους.
Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Μακρυνού
Στους πρόποδες των Γερανείων, σε πευκόφυτη πλαγιά, ορθώνεται σε υψόμετρο διακοσίων μέτρων η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Μακρυνού. Η Μονή ανήκει εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνας. Η προσωνυμία «Μακρυνός» με Υ, λέγεται ότι δόθηκε στη Μονή σε αντιδιαστολή προς τους άλλους Ναούς του Αγίου Ιωάννου, που βρίσκονται πλησίον των Μεγάρων. Ηδη την επωνυμία αυτή τη συναντάμε από το 1754, σε χειρόγραφη αφιέρωση ενός Ευαγγελίου.
Η ιστορία της σύστασης της Μονής χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η διαχρονική όμως ευλάβεια του Μεγαρικού λαού προς τον Αγιο Ιωάννη έχει διασώσει θρύλους και παραδόσεις για την ίδρυσή της. Η ιστορία της Ιεράς Μονής δεν κατοχυρώνεται από γραπτές μαρτυρίες ή άλλες ιστορικές πηγές, καθώς το Αρχείο του παλαίφατου μοναστηριού μαζί με όλα τα κτίσματα και τους θησαυρούς του χάθηκαν σε ισχυρό σεισμό.
Σύμφωνα με την παράδοση, την εποχή της Εικονομαχίας δύο διωκόμενοι μοναχοί από την Κωνσταντινούπολη αναζητούσαν τόπο κατάλληλο για να κτίσουν νέο μοναστήρι. Εχοντας μαζί τους μερικά λείψανα του Τιμίου Προδρόμου καθώς και μία θαυματουργή εικόνα του, έφτασαν στον χώρο της σημερινής Μονής και αμέσως επιδόθηκαν στην ανέγερση των πρώτων αναγκαίων κτισμάτων. Καθώς έκτιζαν, αντιλήφθηκαν ότι κινδύνευαν από τους πειρατές που είχαν αποβιβασθεί στην περιοχή. Τότε οι μοναχοί για να αποφύγουν τον κίνδυνο τράπηκαν σε φυγή, αφού έκρυψαν τα ιερά λείψανα και την εικόνα στον λόφο νοτιοανατολικά της Μονής, που ονομάζεται από τον Μεγαρικό λαό μέχρι και σήμερα «Εύρεσις». Μετά από χρόνια κάποιος χωρικός, καθώς έβοσκε το ποίμνιό του στα περίχωρα της Μονής, παρατήρησε ότι ένα πρόβατο ξέκοβε από το κοπάδι και έτρεχε επίμονα στην κορυφή του λόφου της Ευρέσεως. Τη νύχτα πάλι ο βοσκός έβλεπε στην ίδια θέση ένα παράδοξο φως. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές και τότε ερεύνησε τον χώρο και βρήκε τα κρυμμένα άγια λείψανα και τη σεπτή εικόνα του Αγίου Προδρόμου. Αυτό το θαύμα έγινε η αιτία της ιδρύσεως της Μονής.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση ιδρυτής της Μονής φέρεται ο Οσιος Μελέτιος (11ος αιώνας), που ως γνωστόν είχε ιδρύσει στη Μεγαρίδα πολλά παραλαύρια, στα οποία ετηρείτο το Τυπικό του Οσίου.
Πιθανότερη όμως είναι εκδοχή κατά την οποία η Μονή ιδρύθηκε από τον γνωστό βυζαντινό στρατηγό Ιωάννη Μακρηνό, ο οποίος ανέλαβε την επιχορήγηση της ανοικοδομήσεως της Μονής καθώς διερχόταν από την περιοχή, όταν το 1263 έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά των Φράγκων της Πελοποννήσου. Οι ρίζες λοιπόν της Μονής πρέπει να αναζητηθούν στους βυζαντινούς χρόνους.
Εγγραφα που έχουν βρεθεί και διασωθεί μαρτυρούν την έκταση των κτημάτων της Μονής απαριθμώντας εκτάσεις με ελαιόδεντρα, ελαιοτριβεία, υποστατικά με αλευρόμυλους. Σήμερα σώζονται υπολείμματα δεξαμενής, η οποία υποδηλώνει την ύπαρξη υποστατικού, καθώς και ερείπια διαφόρων υποστατικών της Μονής με μικρούς Ναούς που είχαν κτίσει οι Μοναχοί, για να τελούν τις Ακολουθίες τους όταν διακονούσαν στα Μετόχια. Ακόμα σώζεται μέσα σε μία υποτυπώδη σπηλιά η παλαιά σιταποθήκη.
Από το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου έχουν απομείνει στην κορυφή του λόφου νοτιοανατολικά της Μονής, μόνο τα θεμέλια. Αυτά μηνύουν την ιστορία του τόπου και στηρίζουν την παράδοση, σύμφωνα με την οποία εκεί βρέθηκαν η εικόνα και τα λείψανα του Αγίου. Γι’ αυτό και ο λόφος καλείται από τον λαό «Η Εύρεσις».
Οπως οι περισσότερες Μονές της Ελλάδας, έτσι και η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Μακρυνού διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της πίστεως στη λυχνία του Γένους. Στους χρόνους της εθνικής Παλιγγενεσίας, η Μονή συμμετείχε ενεργά στηρίζοντας τον Μεγαρικό λαό. Πηγές αναφέρουν ότι η Μονή διέθετε όπλα που της τα παραχωρούσε ο κατακτητής, για να προστατεύει την περιοχή από τους πειρατές. Μάλιστα οι Μοναχοί του Αγίου Ιωάννου πρωτοστάτησαν στην επίθεση των Δερβενοχωριτών εναντίον του Δράμαλη. Αρκετοί Μοναχοί στρατολογήθηκαν και όρμησαν στον αγώνα μαζί με τον λαό.
Μετά την Ελληνική Παλιγγενεσία, η Μονή του Αγίου Ιωάννου υπέστη τις συνέπειες της μανίας των Βαυαρών εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Δυτικοί, επιδιώκοντας να αποκόψουν τους Νεοέλληνες από την Ορθόδοξη παράδοσή τους, εξέδωσαν το υπονομευτικό διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1833 περί της διαλύσεως των Μονών. Η Μονή του Προδρόμου, επειδή ήταν το πνευματικό κέντρο της γύρω περιοχής, δέχθηκε τα βέλη αυτής της αντορθοδόξου επιθέσεως και διαλύθηκε επί Οθωνος. Τα ιστορικά της τεκμήρια, τα ιερά κειμήλια και τα άγια λείψανα είτε χάθηκαν, είτε μεταφέρθηκαν στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας, που είχε κριθεί διατηρητέα. Εκτός από τα ιερά κειμήλια, όλη η μεγάλη, κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής εκποιήθηκε με δημοπρασία από το Κράτος και υπέρ του κρατικού Ταμείου.
Μετά το 1861 δεν έχουμε γραπτά ιστορικά στοιχεία για τη Μονή του Μακρυνού. Μετά τη διάλυσή της η Μονή σιγά-σιγά ερειπώθηκε. Μόνο ο μικρός Ναός στεκόταν στην ερημιά, ανάμεσα σε μικρά ερειπωμένα υπόστεγα. Και η εγκαταλελειμμένη πλέον Μονή του Μακρυνού έπεσε σε παρακμή. Ωστόσο, ακόμα και ερημωμένη, δεν έπαψε να αποτελεί το κέντρο της ενότητας του λαού της γύρω περιοχής. Ετσι κάθε χρόνο την ημέρα της εορτής του παππού Αϊ- Γιάννη, την 25η Μαΐου, όλοι οι Μεγαρείς έφθαναν στη Μονή πεζοπορώντας για να συνεορτάσουν.
Το 1960 ο αοίδιμος π. Δαμασκηνός, γνωστός και ως ο «Παππούς» από τα Μέγαρα, εκλεγμένος από τον Θεό, φλεγόταν από τον πόθο του να μεταδίδει τον Θείο Λόγο. Συνεργαζόμενος για μια δεκαετία με την Κατηχήτρια Θεανώ Σάλτα (μετέπειτα Γερόντισσα Μακρύνα), κατόρθωσε να δημιουργήσει μία πνευματική κυψέλη, όπου άρχισαν να συγκεντρώνονται αρκετές νέες και να τρυγούν το νέκταρ της εν Χριστώ ζωής. Ετσι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ξεκίνησε η ανακαίνιση της εγκαταλελειμμένης Μονής, προκειμένου να εγκαταβιώσουν σε αυτήν. Μάλιστα την 10η Ιουλίου 1960, η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου να ανασυσταθεί η Μονή του Μακρυνού ανακοινώθηκε από τον άμβωνα όλων των ιερών Ναών της πόλης των Μεγάρων, δίνοντας μεγάλη χαρά στον λαό των Μεγάρων.
Μέσα σε διάστημα είκοσι μηνών, με τη Χάρι του Χριστού και την αφθονοπάροχη πρόνοια του Αγίου Προδρόμου, το ταπεινό εξωκκλήσι πήρε την όψη ωραίου Ναού, η Ιερά Μονή αναστηλώθηκε και όλα τα απαραίτητα κτήρια ολοκληρώθηκαν. Αυτή η ταχύτατη εξέλιξη αποδόθηκε σε θαύμα. Κτίσθηκαν κελιά, τράπεζα, μαγειρείο, αρτοποιείο, εργαστήρια, αρχονταρίκια, επισκοπείο, ξενώνες, φιάλη αγιασμού, καθώς και τα εσωτερικά παρεκκλήσια του Γενεσίου της Θεοτόκου, του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και το προσκυνητάρι του Εσταυρωμένου. Επίσης, έξω από τον περίβολο της Μονής, ανηγέρθη μέσα στο κοιμητήριο το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και στον λόφο της Ευρέσεως, νοτιοανατολικά της Μονής, το χαριέστατο παρεκκλήσι του Προφήτου Ηλιού.
Αφού ολοκληρώθηκε η ανέγερση των πρώτων αναγκαίων κτηρίων, η αδελφότητα άρχισε τις προσπάθειες για την ανάκτηση της μοναστηριακής περιουσίας με την επαναγορά των κτημάτων της, που είχαν διανεμηθεί σε χωρικούς. Τα απαραίτητα χρηματικά ποσά συγκεντρώνονταν με μεγάλο κόπο και τεράστια σωματική κόπωση των Μοναζουσών. Ομως οι φοβεροί σεισμοί του 1981 επέφεραν μεγάλες καταστροφές στα κτήρια, ενώ ως εκ θαύματος διασώθηκε το Καθολικό της Μονής, το οποίο έμεινε άθικτο και έτσι δεν παρακωλύθηκε η λατρευτική ζωή της αδελφότητας.
Την 29η Αυγούστου 1970 έγινε η μετακομιδή τμήματος του αγίου Λειψάνου εκ της αριστεράς χειρός του Τιμίου Προδρόμου, από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων στη Μονή του Μακρυνού. Εκτοτε την 29η Αυγούστου κάθε έτους, ημέρα μνήμης της αποτομής της ιεράς Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, θεσπίστηκε να εορτάζεται στη Μονή και η ανάμνηση της μετακομιδής του αγίου Λειψάνου.
Ο μεγαλύτερος θησαυρός της Μονής είναι τα Λείψανα των Αγίων, που η θεία Πρόνοια έχει αποθησαυρίσει σε αυτήν προσφάτως. Εκτός από το προαναφερθέν Λείψανο, ουράνια ευλογία αποτελεί το τίμιο αίμα «το εκχυθέν εκ της Κεφαλής» του Αγίου Ιωάννου, όπως αναγράφεται στη λειψανοθήκη του. Η χαριτόβρυτη λειψανοθήκη του Προδρομικού αίματος που περιέχει και τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, είναι κειμήλιο από την Κωνσταντινούπολη, που είχε κλαπεί από τους Σταυροφόρους και είχε μεταφερθεί στη Βενετία. Στη Μονή επίσης υπάρχουν και τεμάχια ιερών Λειψάνων διαφόρων Αγίων, όπως Αγίων Αποστόλων, Ισαποστόλων, αγίων Ιεραρχών, αγίων μαρτύρων, Νεομαρτύρων, θεοφόρων Οσίων. Διασώζονται λίγα κειμήλια που βρέθηκαν κατά την επανίδρυση της Μονής, όπως ένα Τρίπτυχο με αγιογραφημένη στο κέντρο τη Θεοτόκο Γλυκοφιλούσα και δεξιά και αριστερά τον Αγιο Πρόδρομο και τον Αγιο Νικόλαο δεομένους, τα Βημόθυρα του Ιερού Βήματος με την εικόνα του Ευαγγελισμού, ο Σταυρός του εικονοστασίου, μία εικόνα του Προδρόμου με τα δίπτυχα, καθώς και άλλη μία μικρή εικόνα του Αγίου. Μεταξύ των κειμηλίων φυλάσσονται χειρόγραφα και παλαιές εκδόσεις εκκλησιαστικών βιβλίων, εικόνες, ιερά σκεύη και παλαιά ιερά άμφια. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται και μερικά εργόχειρα της σημερινής αδελφότητας, τα οποία αποτελούν έργα τέχνης.
Η πίστη του ευλαβούς Μεγαρικού λαού στον Φίλο του Νυμφίου Αγιο Ιωάννη, ο οποίος αξιώθηκε να βαπτίσει τον Χριστό, είναι αξιοθαύμαστη. Ο θεοδίδακτος λαός θεωρεί τον Αγιο Πρόδρομο ως τον μεγαλύτερο άγιο, επισφραγίζοντας τα Κυριακά λόγια «Αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» (Ματθ. 2,2). Ως «μείζων» ο Αγιος Ιωάννης ενεργεί μείζονα και αναρίθμητα θαύματα. Ετσι η Μονή έχει γίνει πηγή χαρίτων. Στην Εικόνα του καταφεύγουν με μεγάλη ευλάβεια άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Κυρίως όμως ο καρπός της ακάρπου κοιλιάς της Ελισάβετ εκπληρώνει τα αιτήματα των πιστών, που στερούνται τη δυνατότητα της τεκνογονίας. Ετσι πολλοί πιστοί που έγιναν γονείς με θαύμα του Αγίου, έρχονται στο Μοναστήρι πεζοπορώντας με τα νεογέννητα βρέφη τους για να ευχαριστήσουν τον Αγιο.