Tης Δήμητρας Παλαιολόγου

 

Αφοσιώθηκαν σε θεό, φύση και άνθρωπο. Βρήκαν το δικό τους καταφύγιο στην κορυφή του Κίσαβου, όπου έστησαν έναν ιδιαίτερο χώρο  προσευχής, συλλογικής δημιουργίας και οικολογικής συνείδησης. Σε υψόμετρο 1100 μέτρων, στα «χαλάσματα» της μονής του Τιμίου  Προδρόμου  συναντήθηκαν 23 μοναχές από 13 χώρες του κόσμου και συγκρότησαν την δική τους πράσινη κιβωτό  ανατρέποντας προκαταλήψεις αιώνων.

Με επικεφαλής την ηγουμένη Θεοδέκτη οι «μοναχές του κόσμου» από το 2000 και μέχρι σήμερα εμπέδωσαν «δια της  εργασίας» την νοερά προσευχή την αγάπη για τη ζωή, με αρχές και κανόνες που τους επέβαλε η ανάγκη για αυτάρκεια σε σώμα και ψυχή. Ζώα, δέντρα, βότανα, λουλούδια και  εργαστήρια σε μια έκταση περίπου 200 στρεμμάτων «υπακούουν» στα επιδέξια, πλέον,  χέρια των μοναχών οι οποίες 18 ώρες την ημέρα φτιάχνουν την κυψέλη τους έχοντας «απέναντι» πότε τα χιόνια και το κρύο και πότε τους ανθρώπους.

Στην απόλυτη ερημιά, από την εγκατάσταση τους και μέχρι σήμερα διδάσκουν τι θα πει «καθετοποιημένη παραγωγή» με σεβασμό στο περιβάλλον και τον άνθρωπο. Ενώ, ανοίγουν νέους δρόμους που έχουν σχέση με βιολογικές καλλιέργειες και παραδοσιακά προϊόντα.

 

Σήμερα παράγουν από τα εκατό ζώα που έχουν (αγελάδες, πρόβατα και γίδια) κάθε είδους τυριών από  την απλή φέτα ως την μοναδική γραβιέρα η οποία «ήρθε πρώτη στην έκθεση τροφίμων στο Βερολίνο». Παράγουν, αλοιφές, γλυκά, μαρμελάδες από άγρια φρούτα, σαπούνια, τουρσί, κρασιά, μέλι, τσίπουρό από σύκα, ελιές λάδια, δεκάδες βότανα, ζυμαρικά και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Επίσης διαθέτουν και κρέατα, όλα συσκευασμένα. Και όλα αυτά μόνο με την δική τους προσωπική εργασία και τη βοήθεια απλών μηχανημάτων που έχουν στήσει σε μικρούς πεντακάθαρους χώρους –εργαστήρια.

Παράλληλα έδωσαν και κέρδισαν μια μεγάλη μάχη για την οικολογική διατροφή, την προστασία και διάθεση παραδοσιακών σπόρων και φυσικά την προστασία του περιβάλλοντος, πότε προκαλώντας οι ίδιες σεμινάρια και πότε συμμετέχοντας σε εκθέσεις πώλησης αλλά και ανταλλαγής προϊόντων «χωρίς μεσάζοντες».

Ένα από τα επιτεύγματα που τις κάνει- όπως λένε- περήφανες είναι οι προσπάθειες που καταβάλουν για τον συνεχή εμπλουτισμό της τράπεζας σπόρων που έχουν φτιάξει όπου ο καθένας  μπορεί να βρει εκατομμύρια σπόρους για καλαμπόκι, φασόλια, σιτάρι και για κάθε παραδοσιακό προϊόν.

Και όλα αυτά αποκτούν ξεχωριστή αξία αν αναλογιστεί ότι καμία από τις  23 «χαμογελαστές καλόγριες» δεν είχε άμεση σχέση με όλα αυτά. Έμαθαν όμως μέσα από σεμινάρια, διάβασμα και πολλή προσπάθεια. Και έμαθαν καλά. Τρείς από τις καλόγριες έγιναν «κρεοκόπτες» και χειρίζονται τα μαχαίρια ως έμπειροι χασάπηδες. Άλλες έμαθαν την τέχνη του τυροκόμου και τις βλέπεις μέσα στο μικρό τυροκομείο με άσπρες μπλούζες και σκούφους μα παράγουν κάθε είδους τυριά και να τα βελτιώνουν καθημερινά αναζητώντας το τέλειο, «τυροκομώντας» 40 τόνους γάλα τον χρόνο!  Δύο άλλες έχουν γίνει …υδραυλικοί και ηλεκτρολόγοι γιατί «εκεί που βρίσκονται κανείς δεν πάει και έπρεπε μόνες τους να λύνουν καθημερινά προβλήματα».

Οι μοναχές έδωσαν και κέρδισαν μια μεγάλη μάχη για την οικολογική διατροφή, την προστασία και διάθεση παραδοσιακών σπόρων και φυσικά την προστασία του περιβάλλοντος

Άλλες έγιναν μελισσοκόμοι, ζαχαροπλάστες, κτηνοτρόφοι, οδηγοί τρακτέρ, ξυλουργοί. Και όλες μαζί έχουν γίνει μια χαμογελαστή ομάδα που κάθε μέρα δημιουργούν κάτι νέο. Από ένα δέντρόσπιτο για να αναπαύονται, μέχρι φυσικά ψυγεία για να διατηρούν την παραγωγή τους, ενώ βρίσκουν χώρο να διοργανώνουν και συναυλίες όπου οι επισκέπτες μπορούν να ακούσουν σε ένα βυζαντινούς και εκκλησιαστικούς ύμνους. Από την εγκατάλειψη στο θαύμα!

 

Η ιστορία της μονής

Η Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Χωριό Ανατολή στη Λάρισα στην κορυφή του Κίσσαβου, Κτίστηκε από τον Άγιο Δαμιανό τον εν Κισσάβω το 1550 ο οποίος οργάνωσε κοινοβιακή μοναστική αδελφότητα και παράλληλα ασκήτευε σε παρακείμενη χαράδρα. Το Μοναστήρι ήκμαζε μέχρι πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κατόπιν ερημώθηκε.

Το 1980 κοντά στο μεταβυζαντινό αρχικό οικοδομικό συγκρότημα, Αγιορείτες Πατέρες άρχιζαν να κτίζουν καινούργια πτέρυγα, την οποία εγκατέλειψαν μετά το 1983. Από τον Ιούλιο του 2000 το μοναστήρι ανέλαβε να αποκαταστήσει μια ομάδα ορθοδόξων μοναχών από διάφορες χώρες: την Ελλάδα, την Εσθονία, την Αμερική,  την Αυστραλία, τη Φιλανδία, την Αγγλία, τη Γερμανία, το Λίβανο, τη Ρωσία και την Κύπρο συναντήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα ερείπια και άρχισαν να χτίζουν τους χώρους όπου ζουν και εργάζονται σήμερα με μικρή βοήθεια από την τοπική κοινωνία, και πολλή από φίλους και γνωστούς.