Αρχική » O Bαρθολομαίος κρατάει “ζεστό” το θέμα των “ελγινείων της Εκκλησίας”

O Bαρθολομαίος κρατάει “ζεστό” το θέμα των “ελγινείων της Εκκλησίας”

από christina

 

 

Tα ελγίνια της  Εκκλησίας της Ελλάδος που έχουν αρπάξει οι Βούλγαροι τις αρχές του 20 αιώνα  φέρεται αποφασισμένος να διεκδικήσει  ο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που με επιστολή του προς τον μητροπολίτη Δράμας Παύλο με αφορμή τα εγκαίνια του ιερού ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Πετρούσας, ενός ναού της Μητροπόλεως Δράμας ο οποίος είχε καταληφθεί από την «Βουλγαρική Εξαρχία» και είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια των γεγονότων εκείνης της εποχής, με αποτέλεσμα να χαθεί στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας που λίγο έλειψε να τον χαρακτηρίσει «οικόπεδο» ο Οικουμενικός Πατριάρχης κάνει λόγο για «λαμπρό επίτευγμα» τονίζοντας με νόημα προς τον μητροπολίτη Δράμας πως  αυτές οι ενέργειες αποτελούν χρέος έναντι των Πατέρων της Ιστορίας, της εκκλησιαστικής και εθνικής αξιοπρέπειας και της Δικαιοσύνης.

 «Επειδή δε η τυχόν παραδοχή ή ανοχή των κακώς και ανοσίως πεπραγμένων κατά το πρόσφατο παρελθόν εν τη πολυπάθω Μακεδονία συνιστά συνευδοκίαν και συνενοχήν και υπόθεσιν ηθικώς ανεπίτρεπτον, τόσο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον όσον και η Ιερά Μητρόπολις Δράμας και αι λοιπαί πληγείσαι Ιεραί Μητροπόλεις του Θρόνου, οφειλετικώς διατηρούμεν το θέμα «ανοικτόν» και ου παυσόμεθα αγωνιζόμενοι μέχρι της πλήρους και τελείας διευθετήσεως του, ήτοι μέχρι επιστροφής και του τελευταίου ιερού και οσίου εκ των διαρπαγέντων αφ’ ημών!» γράψει ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην επιστολή του προς τον μητροπολίτη Δράμας στον οποίο εξέφρασε την πατριαρχική ευαρέσκεια.

Λίγες μέρες πριν, σε άλλη επιστολή του προς τον μητροπολίτη Δράμας, για το ίδιο θέμα  ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισημαίνει τα πλήγματα που έχει προκαλέσει στην Εκκλησία, ο εθνικισμός και ο εθνοφυλετισμός.

«Η Ιστορία και αι περιπέτειαι του ιερού ναού και των πιστών εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείο κατοίκων της περιοχής, είναι τρανή μαρτυρία περί της ανατροπής αξιών, την οποία εκπροσωπεί ο εθνικισμός, τόσον εις τον εκκλησιαστικόν όσο και εις τον ευρύτερον κοινωνικόν χώρον» τονίζει στο γράμμα του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Τα εγκαίνια του ανακαινισμένου ιστορικού ναού της Παναγίας Πετρούσας θα πραγματοποιηθούν από τον μητροπολίτη Δράμας την ερχόμενη Κυριακή .

 

 

Οργή για τα κλεμμένα κειμήλια.Επιστολή του μητροπολίτη Δράμας

 

 

Οργή έχει προκαλέσει στους ιεράρχες της Βορείου Ελλάδος η θέση που διατύπωσε ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, Ρούμεν Ράντεφ το 2017, ότι το θέμα των κλεμμένων εκκλησιαστικών κειμηλίων από τη Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, που είχαν αρπάξει οι Βούλγαροι πριν από 100 χρόνια, έχει λήξει.

Ιδιαίτερα επικριτικός είναι ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος, ο οποίος εξέδωσε σκληρή σχετική ανακοίνωση στην οποία αναφέρει:

«Ο εξοχώτατος Πρόεδρος της Βουλγαρίας, κ. Ρούμεν Ράντεφ, με αφορμή την επίσκεψή του στην Ελλάδα, παρεχώρησε συνέντευξη στον δημοσιογράφο κ. Βασίλη Νέδο, που δημοσιεύθηκε στην “Καθημερινή” (25 Ιουνίου 2017). Στη συνέντευξη, που κακή τη μοίρα παραχωρήθηκε στις 24 Ιουνίου, ημέρα που οι πρόγονοί του, εκατό χρόνια πριν, εφορμούσαν για δεύτερη φορά στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης χωρίς να αφήσουν φεύγοντας τίποτε πίσω τους, οδηγώντας μάλιστα και όλους τους μοναχούς στην ομηρία και τα καταναγκαστικά έργα για μία διετία περίπου, είπε τα εξής για τα κλεμμένα από τη Μονή:

“Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και τη βουλγαροελληνική συμφωνία του 1964, με την οποία έχουν διευθετηθεί όλες οι αμοιβαίες αξιώσεις, τα χειρόγραφα και τα εκκλησιαστικά σκεύη αποτελούν νόμιμη ιδιοκτησία του βουλγαρικού κράτους. Όλα τα χειρόγραφα έχουν ψηφιοποιηθεί και υπάρχουν σε μικροφίλμ. Έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις για τη συντήρηση και τη μελέτη τους από Βούλγαρους και Έλληνες επιστήμονες”.

Η Ιερά Μητρόπολη Δράμας εκφράζει τη λύπη της διότι ο εξοχώτατος Πρόεδρος της Βουλγαρικής Δημοκρατίας φαίνεται να συνεχίζει την πάγια παραπλανητική βουλγαρική πολιτική, παρά την αμέριστη βοήθεια που δέχεται η χώρα του από την ελληνική Πολιτεία, και ιδού γιατί:

1. Η Συνθήκη του Νεϊγύ, άρθρα 125 και 126, υποχρεώνει τη βουλγαρική κυβέρνηση να ψάξει, να βρει και να επιστρέψει όσα έκλεψαν τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, μέσα από ένα συστηματικό πρόγραμμα λεηλασιών και κλοπών που σχεδιάστηκε από τη βουλγαρική κυβέρνηση. Μάλιστα, η παράγραφος 2 του άρθρου 125 της συγκεκριμένης συνθήκης την υποχρεώνει να ψηφίσει νόμο για την απόδοση και όσων κλεμμένων βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών.

2. Η Βουλγαρία από τα εκατοντάδες κλεμμένα εκκλησιαστικά κειμήλια και χειρόγραφα της Εικοσιφοινίσσης επέστρεψε το 1923 περίπου 16 σπαράγματα χειρογράφων, ισχυριζόμενη ότι δεν έχει τίποτε άλλο στην κατοχή της και ότι δεν ευθύνεται για τις κλοπές, που τις πραγματοποίησαν δήθεν “άτακτοι Τούρκοι”, ενώ η ίδια κρατούσε τα κλεμμένα σε “κλειστά αρχεία και κλειστές συλλογές” στην Ακαδημία Επιστημών της Σόφιας (στο Κέντρο Ντούιτσεφ) και στο Εθνικό Μουσείο της Σόφιας έως το 1990, όταν και αποφάσισαν οι Βούλγαροι να κάνουν γνωστή την ύπαρξή τους.

3. Η αναφορά, ως εκ τούτου, του εξοχωτάτου Προέδρου της Βουλγαρίας ότι το θέμα λύθηκε με τη “βουλγαροελληνική συμφωνία του 1964” είναι τουλάχιστον άσχετη, διότι πώς λύθηκε ένα θέμα που οι Βούλγαροι ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει και ότι δεν έχουν τίποτε κλεμμένο στην κατοχή τους; Ότι το θέμα εκρατείτο κρυφό και ήταν γνωστό μόνο σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων στην κομμουνιστική Βουλγαρία αποδεικνύεται από την αναφορά του πράκτορα της Κρατικής Ασφάλειας της Βουλγαρίας με την κωδική ονομασία “Βοgdan”, του 1977, που είδε το φως της δημοσιότητας στη Σόφια τελευταία και την οποία θα έπρεπε να είχε αναγνώσει ο εξοχώτατος κύριος Πρόεδρος της Βουλγαρίας.

4. Ειδικότερα για τη βουλγαροελληνική συμφωνία του 1964, αυτή αφορούσε στις τεταμένες σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας και Βουλγαρίας, λόγω κυρίως της βοήθειας που παρείχαν και οι Βούλγαροι σε Έλληνες αντάρτες του “Δημοκρατικού στρατού”, σε συνέχεια της συσταθείσης το 1947 Επιτροπής του ΟΗΕ και της Συνθήκης Ειρήνης του 1947, που επέβαλε στη Βουλγαρία την καταβολή αποζημίωσης ύψους 45 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα προκειμένου να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών. Δεν ετέθη ποτέ θέμα κλεμμένων κειμηλίων και χειρογράφων, τα οποία άλλωστε, κατά τη διαβεβαίωση των Βουλγάρων, δεν κατείχαν.

Καλούμε ως εκ τούτου:

1. Τον εξοχώτατο Πρόεδρο και τη βουλγαρική πολιτική ηγεσία να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και στο πλαίσιο των συνθηκών καλής γειτονίας, που πρέπει μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη να είναι στόχος όλων, να επιστρέψουν, εκατό χρόνια μετά τη λεηλασία και την κλοπή, τα εκατοντάδες κλεμμένα εκκλησιαστικά κειμήλια και χειρόγραφους κώδικες της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, και όχι μόνο, που έχουν στην κατοχή τους.

2. Την ελληνική Πολιτεία να αναλογισθεί ότι στο θέμα της Βουλγαρίας, κυρίως στο ζήτημα της προσέγγισής της με τη Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε ανιδιοτελώς πολλά τα τελευταία χρόνια, χωρίς να βρει έως σήμερα καμία ανταπόκριση ή έστω κίνηση καλής θέλησης στο θέμα από την πλευρά της Βουλγαρίας. Η ελληνική Πολιτεία, προστατεύοντας την πολιτιστική περιουσία και κληρονομιά της χώρας, θα πρέπει επιτέλους να σταθμίσει τη στάση της στο θέμα της εξέλιξης των σχέσεων της Βουλγαρίας προς την Ευρώπη, τη Νομισματική Ένωση κ.λπ., που δεν θα πρέπει από τη γείτονα χώρα να θεωρείται δεδομένη, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα».

 

Tα “ελγίνεια” της Εκκλησίας

 

Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 105 χρόνια από τότε που, σε μια έκρηξη εθνικισμού, ο βουλγαρικός Στρατός σύλησε τα μοναστήρια στη Βόρεια Ελλάδα. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν βάσει σχεδίου, εστιάζοντας κυρίως στις ιστορικές μονές Εικοσιφοινίσσης στη Δράμα και Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες. Τότε είχαν αρπάξει σπάνια χειρόγραφα και κειμήλια, τα οποία σήμερα φυλάσσονται σε πυρηνικό καταφύγιο στη Σόφια, που ανήκει στο Ίδρυμα Σλαβοβυζαντινών Μελετών «Ιβάν Ντούιτσεφ» (χειρόγραφα) και στο εθνολογικό μουσείο της Σόφιας (κειμήλια). Από το 1975 και μετά, η ελληνική πλευρά άρχισε να αναζητά τρόπους να τα φέρει στην Ελλάδα, για να φτάσουμε σήμερα οι δήμοι της περιοχής, οι μονές και οι μητροπόλεις, αλλά και επιστήμονες κυρίως από τις Σέρρες να έχουν κάνει αρκετά βήματα, με τους Βούλγαρους αυτήν τη φορά να μην ισχυρίζονται ότι «δεν γνωρίζουν κάτι», αλλά να είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τα κλεμμένα χειρόγραφα και τα κειμήλια με τα οστά του βασιλιά τους Συμεών που βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης – οστά τα οποία είχαν ανακαλύψει σε ανασκαφές που είχαν γίνει στον Άγιο Αχίλλειο στις Πρέσπες.

Πλέον, όλοι εκτιμούν ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για οριστική λύση και επιστροφή των χειρογράφων και των κειμηλίων,  έχουν  γίνει δεκάδες παρεμβάσεις από την Ελλάδα αλλά και το Φανάρι χωρίς αποτέλεσμα.

Σημαντική στην αναζήτηση λύσης είναι η συμβολή της κίνησης Ε.Μ.Ε.Ι.Σ – Εταιρεία Μελέτης και Έρευνας Ιστορίας Σερρών, η οποία προσπαθεί χωρίς «κραυγές» να τεκμηριώσει τις ελληνικές θέσεις ώστε να επιστρέψουν τα “Ελγίνεια της Εκκλησίας”.

 

Από τη σύληση έως τη διεκδίκηση

Κατά την πρώτη δεκαετία του 1900 οι Βούλγαροι, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι η Μακεδονία είναι δικό τους έδαφος, έστειλαν βάσει σχεδίου στα πατριαρχικά-σταυροπηγιακά μοναστήρια τον φερόμενο ως βυζαντινολόγο Αυστριακό Βλαδίμηρο Σις, ο οποίος κινούνταν με τσεχικό διαβατήριο και κατάφερε να συγκεντρώσει πολλά στοιχεία για τους θησαυρούς που βρίσκονταν στις Μονές Τιμίου Προδρόμου και Εικοσιφοινίσσης.

Το 1916 Βούλγαροι στρατιώτες άρπαξαν σπάνια χειρόγραφα και κειμήλια, τα οποία μετέφεραν στη Σόφια. Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση μοναχών της Εικοσιφοινίσσης σύμφωνα με την οποία οι Βούλγαροι φόρτωσαν τους θησαυρούς σε 18 μουλάρια!

Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, οι Βούλγαροι υποσχέθηκαν να τα επιστρέψουν. Τότε τους επισκέφτηκε ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης ο καθηγητής Γεώργιος Σωτηρίου, στον οποίο έδωσαν μέσα σε κιβώτια χειρόγραφα και κειμήλια που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Ο κύριος όγκος, ωστόσο, έμεινε σε βουλγαρικά χέρια. Και, αντί οι Βούλγαροι να φροντίσουν να επιστρέψουν και τα υπόλοιπα, κατά τη γερμανική Κατοχή σύλησαν για ακόμα μία φορά μονές και ναούς της περιοχής.

Το 1916 Βούλγαροι στρατιώτες άρπαξαν σπάνια χειρόγραφα και κειμήλια, τα οποία μετέφεραν στη Σόφια. Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση μοναχών της Εικοσιφοινίσσης σύμφωνα με την οποία οι Βούλγαροι φόρτωσαν τους θησαυρούς σε 18 μουλάρια!

Πολύ αργότερα ασχολήθηκε και ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τον τότε Βούλγαρο πρόεδρο Ζίφκοφ, αλλά τελικά δεν υπήρξε αποτέλεσμα, μάλλον με ευθύνη της ελληνικής πλευράς.

Το 1989, λίγο πριν την κατάρρευση του καθεστώτος, σε συνέδριο που έγινε, για πρώτη φορά έγινε λόγος για τα ελληνικά χειρόγραφα που βρίσκονται στη Σόφια. Η «ταυτοποίηση» έγινε με περιγραφές που είχε κάνει ο Λίνος Πολίτης, ο οποίος είχε δει τη κειμήλια πριν από την αρπαγή. Στη συνέχεια, μια Βουλγάρα ιστορικός, η Αξίνια Τζούροβα, ανέδειξε και αυτή το πρόβλημα, και μάλιστα συμμετείχε σε συνέδριο που οργανώθηκε το 1992 από τον Δήμο Σερρών. Αντιδήμαρχος πολιτισμού ήταν ο κ. Μάρκος Μπόλαρης. Τρεις καθηγητές, οι Βασίλης Κατσαρός, Βασίλης Άτσαλος και Χαράλαμπος Παπαστάθης, ανέλαβαν δράση, για να φτάσουμε στο σημαντικό αποτέλεσμα να καταγραφούν όλα τα στοιχεία και να παρουσιαστούν σε συνέδριο στο Λονδίνο.

Έπειτα από όλες αυτές τις προσπάθειες, οι οποίες συνεχίζονται με αμείωτη ένταση και… πολλή ουσία, η επιστροφή των κειμηλίων έχει ωριμάσει. Όπως έχουν ωριμάσει και οι συνθήκες για να επιστρέψουν τα οστά του Βούλγαρου βασιλιά Συμεών στη Σόφια…

 

Τα κλεμμένα κειμήλια, όπως αυτά περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Μονής Εικοσιφοινίσσης

– Μανδύαι: μετάξινοι διαφόρων χρωμάτων 4

– Σάκκοι: χρυσοκέντητοι διαφόρων χρωμάτων 3

– Στιχάρια: εν χρυσοκέντητον, έτερον μετά ρόδων, 2

– Ωμοφόρια: τρία μεγάλα βυζαντινής κατασκευής, μετά σταυρών, 4, εκ μαργαριτών εν, έτερον λευκόν μετά χρυοσοκεντήτων σταυρών και δύο εικόνων του Ι. Χριστού και έτερον κίτριον μετά 4 εικόνων, τρία δι’ έτερα μικρά ρωσικής κατασκευής άπαντα 6.

– Μίτραι: Μια αργυρά επίχρυσος μετά 4 Ευαγγελιστών και λίθων πολυτίμων μετά στέμματος δικεφάλου αετού, ετέρα εκ βελούδου χρυσοκέντητος και πλήρης λίθων, 2

– Ράβδοι (πατερίτσαι): μία αργυρά, μία χρυσοκέντητος και δύο επίχρυσοι παλαιαί, 4.

– Επιμάνικα ζεύγη δύο: εν μαργαριτοποίκιλτον μετά εικόνων του Ι. Χριστού, βυζαντινής κατασκευής, έτερον άνευ μαργαριτών μετ’ Ευαγγελισμού, 2.

– Εγκόλπια τρία: με αλύσεις το εν αργυρούν επίχρυσον εκατέρωθεν μετ’ εικόνων της Αγίας Τριάδος και Κωνσταντίνου και Ελένης, εν επίχρυσον μετά 18 λίθων πολυτίμων πέριξ, εν αργυρούν μετ’ εικόνων του Χριστού και της Θεοτόκου, εν επίχρυσον αρχαίον μετά κοραλλίων, δύο εξ οστού, 6.

– Εγκόλπιοι σταυροί: εις μετά αργυράς αλύσεως εις εκ σμάλτου μετ’ εικόνων, εις μετά χρυσής και ερυθρών λίθων, 3.

– Σταυρός της Ευλογίας: αργυρούς επίχρυσος μετ’ εικόνων εκ σμάλτου, 1.

– Φυλλάδες Αρχιερέων: Δύο με αρχαίους χαρακτήρας, 2.

– Δικηροτρίκηρα: Ζεύγη δύο αργυρά, εν μετά βάσεως, 2.

– Επιγονάτια: χρυσοκέντητα μετ’ εικόνων Αναστάσεως, Πλατυτέρας, εις Άδου κάθοδον και το πέμπτον ρωσικής κατασκευής, 5.

– Ζώναι: μία επίχρυσος, μία μετά μαργαριτών, μία μετά λίθων, 3.

Τμήμα Β’ Ιερατικά Άμφια

– Φελόνια: χρυσοκέντητα, σπουδαίας εργασίας τινά επίσημα και μεγάλης αξίας, 42.

– Στιχάρια: διαφόρων χρωμάτων και αξίας, 15.

– Επιτραχήλια: τα πλείστα ομοιόμορφα και αξίας ων τινά μετά λίθων πολυτίμων μετ’ εικόνων εκ μαργαριτών και χρυσοκέντητα, 70.

– Επιγονάτια: επίχρυσα, χρυσοκέντητα, 3.

– Ζώναι: τινές επίχρυσοι και αργυραί, 24.

– Επιμάνικα: τινά βυζαντινής κατασκευής, χρυσοκέντητα μετά διαφόρων εικόνων, 43.

Τμήμα Γ’

– Στιχάρια: διαφόρων χρωμάτων και αξίας, 22.

– Οράρια :διαφόρων χρωμάτων και αξίας, 26.

Τμήμα Γ’ Καλύμματα Αγίας Τραπέζης, εικόνων κ.λπ.

– Ποδιά της Θεοτόκου: μετά μαργαριτών και 4 αγγέλων.

– Παραπέτασμα της Θεοτόκου: δύο στρωσίδια των αγίων λειψάνων, μια ποδιά χρυσοκέντητος, εν στρωσίδιον εκ βελούδου διά την λιτανείαν των Θεοφανείων, τέσσερα καλλύματα τρισκελίου (το εν με χρυσούς σταυρούς). Δύο καλλύματα δι’ αρτοκλασίαν χρυσοκέντητα μετά σταυρών και αγγέλων. Εν δι’ αρτοκλασίαν στρογγύλον με τριαντάφυλλα. Εξ διά το κιβώτιον, χρυσοκέντητα εκ μετάξης, εν όμοιον διά το αναλόγιον. Τεσσαράκοντα και εξ καλύμματα Αγίων Δώρων (τινά μετά χρυσοκεντήτων σταυρών, εικόνων και αγγέλων). Πέντε ζεύγη στρωσιδίων διά τα κηροπήγια (τα τρία πλεκτά). Ένδεκα αρχιερατικά μανδήλια εκ μετάξης (τα επτά αρχαία) εξ καλύμματα Αγίας Τραπέζης χρυσοκέντητα μετά σταυρών (τινά περιθωρίων διπλών). Είκοσι και εις αέρες διαφόρων χρωμάτων και κατασκευής, τινές σπουδαίας εργασίας και κόσμου, εις δε μετά δικαφάλου αετού. Πέντε αντιμήνσια μετ’ ερυθρού περιθωρίου. Εις περσικός τάπης μετά περιθωρίου λίαν πολύτιμος. Όμοιος εκ μετάξης χρυσοκέντητος, μήκ. 4 πήχ., πλ. 3 14 (φέρει εν τω μέσω εικόνα Μονής μετά κυπαρίσσων αρχαίας θαυμασίας τέχνης). Εις μικρότερος διά την αρχιερατικήν λειτουργίαν, μία εσθής της Θεοτόκου, μήκ.1 3|4 πήχ., πλ. 1 1|4 χρυσοκέντητος μετά λίθων και στεφάνων Ι. Χριστού και της Θεοτόκου, 114.

Τμήμα Ε’ Διάφοροι εικόνες της Θεοτόκου

– Εικόνες: Δύο της Θεοτόκου, η μία μαργαριτοποίκιλτος 31×26. Εικών μετά 45 λίθων, εικών ολόχρυσος πολυτιμοτάτη με χρονολογίαν 1788 (27×21). Εικών επίχρυσος κατά το πλείστον. Εικών μετά 17 λίθων. Εικών μεθ’ ενός λίθου. Εικών Μακαρίου του Αιγυπτίου αργυρά. Εικόνες δύο κιβωτίων εκ βελούδου κυανού, 12.

– Επιτάφιοι δύο: εις αρχαιότερος, εις νεώτερος 1818, διαστάσεως εσθήτος της Θεοτόκου Χρυσοκέντητος μετά πολλών πολυτίμων λίθων και θαυμασίας τέχνης εκ των σπανίων κειμηλίων της Ιεράς Μονής. 2.

Τμήμα ΣΤ’ Δισκοπότηρα

– Ποτήριον μέγα χρυσούν, ποτήριον ρωσικής κατασκευής, ποτήριον Κυριακόν, ποτήρια 3 διά τα παρεκκλήσια, 6.

– Δισκάρια δώδεκα, αστέρες πέντε μετά πολυτίμων λίθων, λαβίδες οκτώ, λόγχαι επτά, διά το ζέον ύδωρ πέντε (τινά αργυρά επίχρυσα), 37.

Τμήμα Ζ’ Σκεύη Ιερά διά τας τελετάς

– Φιάλη αγιασμού αργυρά, φιάλη επίχρυσος μετά λεκάνης εκ πορσελάνης, φιάλη αργυρά μετά λεκάνης, κουβούκλιον (αρτοκλασίας) αργυρούν μετά των 12 Αποστόλων, έτερον αργυρούν μετ’ αγγέλων επί βάσεως δίσκου αργυρού. Ραντιστήριον αργυρούν. Δύο αρτοφίρια, ων το εν αργυρούν, το έτερον χρυσούν επί τεσσάρων κιόνων καλώς επεξεργασμένων, 8.

– Κανδήλαι πέριξ της Αγίας Τραπέζης της Ωραίας Πύλης του Επιταφίου, του δεσποτικού, του τέμπλου, των Παρεκκλησίων αργυραί και τινές χρυσαί, 130.

– Θυμιατήρια: επτά εξ αργύρου.

– Εξαπτέρυγα: δύο μετά του Εσταυρωμένου, αργυρά, επίχρ., 3.

– Το επικάλυμμα (καπλαμάς) χρυσούν ύψους π.1 1|2, πλ.1,1.

– Εικών του Αγίου Γεωργίου: ιστορικωτάτη μετά του αργυρού επικαλύμματος αυτής και δύο λίθων μεγάλων χρωματιστών. Εικόνες δεσποτικαί τριάκοντα πέντε, αι αρχαιότεραι βυζαντινής τέχνης.

– Εικόνες οκτώ εις τους κίονας ανηρτημέναι.

– Εικόνες μικραί αρχαίοι εις χιβάδας, τριάκοντα.

– Τρισκέλιον και τέσσαρα αναλόγια: πεποικιλμένα δι’ ελαφαντόδοντος, 5.

– Ο χροός του Μ. Πολυελαίου μετά 18 μανουαλίων εξ ορειχάλκου διαφόρου μεγέθους, 19.

Τμήμα Θ’ Σταυροί και Τίμιοι Σταυροί

– Σταυρός Χρυσούς άνευ βάσεως μετά 28 πολυτίμων λίθων και 27 μαργαριτών .Σταυρός χρυοκέντητος μετ, εικόνων εκ σμάλτου.Οκτώ σταυροί μικροί ξύλινοι του αγιασμού μετά περιθωρίων εκ χρυσού.

– Σταυροί 14 μικροί επίσης, εκ χρυσού (τινές μετά κοραλλίων).

– Σταυρός τίμιος αργυρούς εντός αργυρού κιβωτίου μετά εικόνος της Θεοτόκου εις το κάλυμμα. Σταυροί 8 ξύλινοι διαφόρου μεγέθους, τινές μετά περικαλυμμάτων. Σταυρός Τίμιος των Θεοφανείων μέγας χρυσούς μετά βάσεως και 45 πολυτίμων λίθων λίαν πολυτίμων. Σταυρός μέτριος χρυσοποίκιλτος πλήρης λίθων. Σταυρός μικρός επίχρυσος άνευ κοσμημάτων. Σταυρός επίχρυσος, πολύτιμος μετά 8 λίθων και 5 μαργαριτών. Σταυρός όμοιος μεθ’ εξ μαργαριτών. Δύο σταυροί Τίμιοι, ως εις μεθ’ 6 κοραλλίων. Σταυρός Τίμιος επίχρυσος εντός αργυρού κιβωτίου μετά 2 κοραλλίων και 21 μαργαριτών. Σταυρός χρυσούς ρωσικής τέχνης εντός κιβωτίου μεθ’ εξ εικονισμάτων εκ σμάλτου. Σταυρός χρυσούς μέτριος εντός κιβωτίου. Τρεις τίμιοι σταυροί εντός αργυρών κιβωτίων. Σταυρός επίχρυσος μετά 5 εικόνων εκ σμάλτου. Δύο σταυροί επίχρυσοι, εις μετά 4 εικόνων. Σταυρός επίχρυσος μετά βάσεως εντός κιβωτίου. Σταυρός τίμιος επίχρυσος μετά 5 εικόνων και πλήρης λίθων εντός κιβωτίου. Σταυρός αργυρούς εντός ξυλίνου κιβωτίου. Σταυρός Τίμιος χρυσούς εντός αργυρού κιβωτίου μετά 4 μαργαριτών. Σταυρός μετά 21 λίθων πολυτίμων. Σταυρός Τίμιος χρυσούς μετ’ εικόνος αργυράς των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εντός στρογγύλου κιβωτίου. Σταυρός μετά 24 κοραλλίων εντός κιβωτίου. Σταυρός αγιασμού, 59.

Τμήμα Ι’ Ιερά Ευαγγέλια

– Ευαγγέλιον: εκ μεβράνης επίχρυσον μετ’ εικόνων έσωθεν και έξωθεν Ιωάννου του Κατακουηνού του έτους 1354, βάρους 9 οκάφων.

– Ευαγγέλιον αρχαίων χαρακτήρων, παμπάλαιον, 1.

– Τετραβάγγελα επίχρυσα παλαιά, 8.

– Ευαγγέλιον μετά 4 εικόνων των Ευαγγελιστών και εν τω μέσω η του Ιησού Χριστού, όπισθεν δε η των Εισιδίων εκ σμάλτου, επίχρυσον μετά λίθων πολυτίμων, 1.

– Ευαγγέλια δύο μετ’ εικόνων της Αναστάσεως και Σταυρώσεως εκατέρωθεν και των 4 Ευαγγελιστων εκ σμάλτου, 2.

Τμήμα ΙΑ’ Άγια Λείψανα

– Εσθής της Θεοτόκου(ποδιά) η πρώτη και σπουδαιοτάτη μετά 55 διαφόρων αφιερωμάτων, ων τα πλείστα αργυρά, ελάχιστα χρυσά.

– Η κάρα και η Σιαγών του Αγίου Διονυσίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως εντός κιβωτίων αργυρών επιχρύσων (η σιαγών μετά λίθων πολυτίμων 15 πέριξ).

– Μαρίας και Μαγδαληνής η δεξιά χειρ.

– Ανδρέου του πρωτοκλήτου τεμάχιον.

– Του αγίου Χαραλάμπους, του Θεοδώρου του Στρατηλάτου, του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Μοδέστου 2 τεμάχια, άπαντα εντός θηκών αργυρών.

– Τεμάχια 4 εντός αργυρού κιβωτίου και έσωθεν του καλύμματος η εικών της Θεοτόκου, ομοίως έτερα 4 μετ’ εικόνος, του Αρχαγγέλου (άπαντα αγνώστων αγίων ως εκ δυσαναγνώστων επιγραφών αυτών). Επτά κιβώτια αργυροδεμένα μετά διαφόρου αριθμού τεμαχίων λειψάνων (επίσης αγνώστων) έσωθεν δε των καλυμμάτων Ανδρέου του πρωτοκλήτου (τεμάχια 5) εντός ξυλίνων κιβωτίων, η δεξιά χειρ του Αγίου Διονυσίου – τεμάχιον του Αγίου Ανδρέου, 21.

– Αίματα μαρτύρων: τεμάχια 3 του Αγίου Τρύφωνος, Νεοφύτου μάρτυρος, τεμάχια δύο αγνώστων αγίων.

– Τεμάχιον μέγα και μικρότερα του ιστορικού ξύλου, εξ ου κατεσκευάσθη η αχειροποίητος εικών της Θεοτόκου.

– Τεμάχιον πήχ. 1 και έτερα μιρκότερα κηρού (λαμπάδας) Αγίου Γεωργίου εκ Βρανοκάστρου, 2.

Τμήμα ΙΒ’

– Μελανοδοχείον αργυρούν,9 κύπελλα αρτοκλασίας εκ πορσελάνης, ζάρφια 13 επίχρυσα, 100 διάφορα αφιερώματα αργυρά, χρυσά, ορειχάλκινα.

– Εις αργυρούς φωτοστέφανος.

– Μία αργυρά χειρ της Θεοτόκου.

– Πέντε μετάξιναι σερβέτες.

– Κιβώτιον αργυρούν φέρον το σχήμα του Ναού κατ’ απομίμησιν του Πρωτοδιακόνου Στεφάνου, ο κρατεί ο δίακονος Θυμιών κατά τας ακολουθίας εν τη μονή.

– Εν κατσίον (θυμιατήριον) αργυρούν επίχρυσον μετ’ αργυρών κωδωνίσκων.

Τμήμα ΙΓ’ Βιβλία, χειρόγραφα και έντυπα

– Παρακλητικοί 2, Μηνιαία 24, Απόστολοι 1, Πεντηκοστάρια 3, τριώδια 3, συναξάρια 2, ειρμολόγια 4, μουσικά βιβλία διάφορα 8, φυλλάδες της λειτουργίας 8, φυλλάδες της Θεοτόκου 200 (ήτοι του Αγίου Διονυσίου), ιστορία της Ιεράς Μονής, παρακλητικός κανών της Θεοτόκου άπαντα έντυπα.

– Αγιασματάρια δύο μικρά. Βραβείον της μονής περιέχον ονόματα πόλων και χωρίων Μακεδονίας και Θράκης, ονόματα μοναχών σφαγέντων υπό βαρβάρων προ 300 ετών.

– Νέος θησαυρός, κανόνες παρακλητικοί, δύο φυλλάδες της λειτουργίας, ακολουθία του Αγίου Γερμανού, ευχολόγιον μέγα, κυριακοδρόμιον, θησαυρός Δαμασκηνού, Απόστολοι 2, Ευαγγέλιον παλαιόν, μαργαρίται Ιωάννου Χρυσοστόμου, Θεοτικάρια 2, ακολουθία της Θεοτόκου, χειρόγραφα.

Κατάλογος ζημιών της μονής και μοναχών

Φλωρία της εικόνος 5, Τουρκίας 15, φλωρία του ταμείου της μονής 140, λίραι Τουρκίας της μονής 280, χαρτονομίσματα δρχ.6.400, αιγοπρόβατα 3.200, αγελάδες 82, φορβάδες 84, αιγοπρόβατα μικρά 650, χοίροι 30, ημίονοι φορτηγοί 32, ημίονοι δι’ ιππασίαν 7, ίπποι δι’ ιππασίαν 2, όρνιθες 200, χόρτα της αποθήκης οκ. 30.000, κριθή της αποθήκης οκ. 600, χόρτα εις λιβάδια επιτεχθέντα στρέμ. 3.000, γέννημα εντός της αποθήκης οκ. 12.000, χαλκώματα διάφορα εντός της μονής οκ. 15.000, έλαιον εν τη απόθήκη οκ. 600, ελαίαι εν τη αποθήκη οκ. 500, άλας οκ. 650, όξος οκ. 850, φασόλια οκ. 850, μπληγούρι οκ. 600, όρυζα οκ. 40, φεδές οκ. 30, ζάκχαρις οκ. 35, καφές οκ. 15, τυρός οκ. 800, βούτυρον οκ. 130 σάπων οκ. 160, κλίναι 6, εφαπλώματα 100, στρώματα 20, σινδόνες 30, πορσκέφαλα 25, κιλίμια 18, τάπητες 4, σκεπάσματα ημιόνων 35, αφιερώματα διάφορα εντός της αποθήκης, ενδύματα υπαλλήλων και σκεπάσματα, γρύζον πήχ. 200, δέρματα κατειργασμένα 120, λάμπαι, πιάτα, κύπελλα κ.λπ., κηρός άπλαστος και λαμπάδες οκ. 220, πετρέλαιον κβ.ε, πύραυνα 3, πύραυνα μικρά 10, ωρολόγια τοίχου εκ μπρούτζου και 2 ευρωπαϊκά, στρώματα όλων των δωματίων προσκεφάλαια κ.λπ. Και ημίονοι διά μύλον 2. Ήτοι αξίας εν συνόλω δραχμών 512.614. Ωσαύτως αφηρέθησαν χρήματα και εκ των κάτωθι ανδρών της μονής: ηγουμένου Νεοφύτου, Ταμίου Βιταλίου, Συμβούλων Μαξίμου, Σάββα, Γρηγορίου και μοναχών Βασιανύ, Χριστοφόρου, Πολυκάρπου, Ιακώβου, Γερμανού, Αγαθαγγέλου, Κωνσταντίου, Αζαρίου, Γενναδίου, Τιμοθέου, Δαμασκηνού, Αυξεντίου, Κυρίλλου, Γερβασίου, Βενιαμίν, Τάνιου, Γερβασίου, Δοσιθέου, Χατζηδανιήλ, Νικηφόρου, Γερασίμου, Νικάνορος και Αλεξάνδρου, ήτοι εν όλω δραχμαί 67.161.

Ήτοι εν συνόλω ζημίαι πλην των κειμηλίων και λοιπών ανεκτιμήτων δραχ. πεντακοσίων εβδομήκοντα εννέα χιλιάδων και επτακοσίων εβδομήκοντα πέντε δραχμών (579.775).

Εν Δράμα τη 28η Οκτωβρίου 1918».

 

Το χρονολόγιο της φρίκης

Η χρονολογική έκθεση για τα «μαρτύρια των πατέρων της Μονής Εικοσιφοινίσσης» και τη σύλησή της από τους Βούλγαρους, η οποία συντάχτηκε το 1916, αποτυπώνει με απόλυτη σαφήνεια όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο στη Μακεδονία.

1916

1 Αυγούστου. Ο βουλγαρικός Στρατός φτάνει στη Δράμα. Πολλές οικογένειες φτάνουν στην Εικοσιφοίνισσα.

9 Αυγούστου. Το Παγγαίο γεμίζει από γυναικόπαιδα τα οποία αναζητούν ασφάλεια.

11 Αυγούστου. Λόχος του τουρκικού Στρατού που έχει αναμίχθεί με ατάκτους περικυκλώνει το χωριό Νικήσιανη και προχωρά σε ωμότητες, «πράξαντες πάντα τα όργια».

1917

27 Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη φτάνουν στη μονή ο οπλαρχηγός ληστής Πανίτσας με κομητατζήδες. Μαζί του και ο Αυστριακός στην καταγωγή αρχαιολόγος Βλαδίμηρος Σις, ο οποίος ήταν γνωστός και ως τυμβωρύχος των αρχαίων μνημείων στους Φιλίππους την περίοδο 1916-1917. Το απόσπασμα των ατάκτων αρχίζει να βασανίζει τους μοναχούς, ενώ βάζει στην αυλή να καούν βιβλία και ενδύματα. Σύμφωνα με το σχέδιο των κομητατζήδων, η φωτιά μπαίνει για να νομίζουν η μοναχοί ότι όλα κάηκαν και, έτσι, με την ησυχία τους να φορτώσουν όλα τα κειμήλια, τα χειρόγραφα, τα άμφια, τα λείψανα, τις εικόνες και ό,τι άλλο βρουν. Αναφέρεται στην έκθεση: «Πάντα ταύτα εφορτώθησαν εις 18 ημιόνους και μετεφέρθησαν εις Δράμαν. Την ιστορικήν αξίαν αυτών ουδείς θα δυνηθή να περιγράψει…». Και, αφού πέρασε η πρώτη μπόρα, όπως αναφέρεται, στις 23 Ιουνίου «Βούλγαροι στρατώται μετά του επί κεφαλής αυτών αξιωματικού ήλθον εις την μονήν, απήγαγον και εξώρισαν ημάς πάντας ανεξαιρέτως (τινές ημών ασθενείς, άλλοι ενενηκοντούντεις), απαγορεύσαντες ρητώς να συναποκομίσωμεν τι εκ της μονής, ει μη ασπρόρουχα έως πέντε οκάδων βάρους. Την επαύριον, λίαν πρωί, μετά την Θείαν Λειτουργίαν, ωδηγήθημεν εις Δράμαν. Την αυτήν ημέραν συναπεκόμισαν εις Δράμαν άπαντα τα κτήνη, κατόπιν δε άπασαν την υπολειφθείσαν περιουσίαν της μονής, κατερημώσαντες αυτήν».

1918

10 Οκτωβρίου. Οι μοναχοί στην έκθεσή τους για τα γεγονότα, την οποία κοινοποιούν στην τότε κυβέρνηση, αναφέρουν: «Επεστρέψαμεν άπαντες οι εξορισθέντες μοναχοί πλην ιεροδιακόνου Χατζηδορωθέου, αποθανόντος εν τη εξορία εν ηλικία 88 ετών. Εύρομεν την μονήν έρημον παντός. Ευρέθησαν δι’ εντός αυτής άγρια αιμοβόρα ζώα και τα άγρια χόρτα της αυλής εδήλουν την ερήμωσιν της μονής. Νυν δε η Ελληνική ημών σεβαστή κυβέρνησις η πανσθενής δύναται να εξακριβώση το τοιούτον, την σύλλησιν δηλ. και ερήμωσιν της μονής, να συλλάβη τους δράστας και ν’ ανεύρη τα κλαπέντα».

 

Η πρώτη απόπειρα για τον εντοπισμό των κλαπέντων

Το 1923, στο πλαίσιο της Συνθήκης Νεϊγύ, στάλθηκε στη Βουλγαρία ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Γεώργιος Σωτηρίου, για να παραλάβει τα κλαπέντα κειμήλια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ο ίδιος αργότερα, το 1934, σε επιστολή του προς το ηγουμενοσυμβούλιο της μονής, γράφει ότι τα μοναστήρια δεν έδωσαν τότε καταλόγους των κλαπέντων και ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συνέταξαν πρόχειρους καταλόγους από δημοσιεύματα «οίτινες, όπως λένε κατέστησαν ανωφελείς, καθ’ όσον οι Βούλγαροι είχαν συσκευάσει εις κιβώτια τα προωρισμένα, συμφώνως προς τη συνθήκη Νεϊγύ, ν’ αποδοθώσιν εις την Ελλάδα κειμήλια και ταύτα άνευ καταλόγων. Εν Βουλγαρία ηναγκάσθημεν μετά του πρεσβευτού κ. Ραφαήλ να παραλάβωμεν τα κειμήλια ως είχον, αι ιδιωτικαί ημών έρευναι εις Σόφιαν εις ουδέν απέληξαν. Κατά την εν Αθήναις διαλογήν των κειμηλίων τούτων είδομεν ότι πάντα τα παραδοθέντα προήρχοντο εκ της Μονής του Τιμίου Προδρόμου, ήτοι τριακόσιοι περίπου χειρόγραφοι κώδικες…».

«…Οσον αφορά εις την ημετέραν μονήν εγένοντο ενέργειαι περί των κειμηλίων αυτής παρά τη τσεχοσλοβακική κυβερνήσει υπό του υπουργείου Εξωτερικών διά της εν Πράγα Ελληνικής Πρεσβείας καθ’ οσον επληροφορήθημεν ότι ο αυστριακός Βλαδίμηρος Σις είχεν αποκρύψει τα κειμήλια της Μονής δι’ ίδιον λογαριασμόν. Η εκείθεν δε επίσημος απάντησις διά του υπ’ αριθμ’ 10519 της 23ης Οκτωβρίου 1923 εγγράφου του υπουργείου Εξωτερικών, διαβιβάζοντος ενέργειαν της εν Πράγα αστυνομίας, ήτο ότι η Βιβλιοθήκη της μονής Εικοσιφοινίσσης κατεστράφη υπό ατάκτων Τούρκων και, επομένως, ότι δεν παρελήφθησαν εκείθεν χειρόγραφα και κειμήλια».

 

Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί…

Ο επίλογος του «προπυργίου της Χριστιανοσύνης» γράφτηκε στις 12/7/1943, όταν οι Βούλγαροι και πάλι πυρπόλησαν τη μονή.

 

Το χρονικό της κλοπής των χειρογράφων του Τιμίου Προδρόμου

Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση της Μητρόπολης Σερρών, το σύνολο των χειρόγραφων κωδίκων και εντύπων της Ιεράς Μονής τιμίου Προδρόμου φυλασσόταν στον πύργο της μονής, που είναι κτίσμα του 1500 και μετασχηματίστηκε, έπειτα από ριζική ανακαίνιση το 1856, σε βιβλιοθήκη.

Οι Βούλγαροι, στο πλαίσιο ενός σχεδίου αφελληνισμού της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας, εξουσιοδότησαν τον Βλαδίμηρο Σις να επισκεφτεί τη μονή και, υπό το πρόσχημα του μελετητού των βυζαντινών μνημείων που υπάρχουν στα όρια της Αν. Μακεδονίας, να καταγράψει τις διάφορες αρχαιότητες και να τις μεταφέρει στη Βουλγαρία. Το σχέδιο αυτό, που εκπονήθηκε από το Γενικό Επιτελείου του βουλγαρικού Στρατού, έγινε στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρα μας με απόρρητη έκθεση της ελληνικής πρεσβείας του Βερολίνου, στις 9 Φεβρουαρίου του 1917. Στις 23 Ιουνίου του 1917 ένα βουλγαρικό απόσπασμα με τριάντα οπλοφόρους και επικεφαλής τον υπολοχαγό Πετρώφ κατέλαβε τη μονή…

Στις 27 Ιουνίου εκτόπισαν ένδεκα πατέρες της μονής και στις 28 και τις 29 του μήνα, με οδηγό τις καταγραφές των κειμηλίων του Σις, λεηλάτησαν τη μονή.

Σύμφωνα με την καταγραφή του επισκόπου Καμπανίας Διοδώρου, που ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, εκλάπησαν από τη βιβλιοθήκη της μονής 313 χειρόγραφα, ήτοι 100 χειρόγραφα σε μεβράνη, 200 χειρόγραφα χαρτώα, 4 χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλλια και 4 αρχαίοι κώδικες.

Για τα κλαπέντα υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, αλλά τα περιστατικά επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Σις, με τον κατάλογο των κλοπιμαίων που συνέταξε στο μεσοδιάστημα 1917-1923. Στον κατάλογο των ελληνικών χειρογράφων της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών, που σήμερα βρίσκεται στο αρχείο του Κέντρου Σλαβοβυζαντινών Σπουδών «Ιβάν Ντούιτσεφ», περιγράφει 537 περγαμηνά και χαρτώα χειρόγραφα που προέρχονται από τις βιβλιοθήκες της μονής.

Εμβόλιμα σημειώνεται πως από τους σημαντικότερους κώδικες της μονής ήταν οι δύο γνωστοί ως «συλλογή Α» και «συλλογή Β». Η «συλλογή Α» περιείχε το τυπικό τη μονής και 14 αντίγραφα από χρυσόβουλα, αυτοκρατορικά προστάγματα και σιγίλλια. Ο κώδικας αυτός κλάπηκε το 1917 και εντοπίστηκε στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Πράγας. Παρά τα αιτήματα, δεν έχει επιστραφεί. Η «συλλογή Β» περιέχει έγγραφα χρονολογημένα από το 1279 έως και το 1800. Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Σλαβοβυζαντινών Σπουδών.

 

Την περίοδο της Κατοχής

Με την είσοδο των Βουλγάρων στην πόλη των Σερρών, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατιωτική και πολιτική διοίκηση των κατακτητών εγκατέστησε στην Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου δύο Βούλγαρους μοναχούς, τον μοναχό Βασίλειο Αθανασίου Κούτλιο και τον ιερομόναχο Στέφανο Ντοστοΐσκη, προερχόμενους από το βουλγαρικό κελί «Άξιον Εστίν» της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους. Οι δύο μοναχοί διοίκησαν το μοναστήρι από τον Ιανουάριο του 1942 έως τα μέσα Οκτωβρίου του 1944. Στις 5 Αυγούστου του 1942 επισκέφτηκε το μοναστήρι ο Δημήτρι Ρίζωφ ως εκπρόσωπος του συνοδικού Εκκλησιαστικού Μουσείου της Βουλγαρίας και αφαίρεσε από το καθολικό της μονής, για να εκτεθούν στο Εκκλησιαστικό Μουσείο, 22 βυζαντινές φορητές εικόνες και διάφορα άλλα κειμήλια. Μάλιστα, είχε συνταχθεί τότε και πρωτόκολλο παραλαβής, αλλά, παρά τις προσπάθειες, δεν έχουν αποδοθεί στη μονή…

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ