«Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παραμυθείναι». Ελληνες! Τι είναι αυτή η σκυθρωπότης όπου είναι εζωγραφισμένη εις τα πρόσωπά σας; Τι σημαίνουν αυτοί οι διακεκομμένοι ήχοι της βαρυφθόγγου καμπάνας και αυταί αι μελαναί και πένθιμοι στολαί εις τους δρόμους; Τι τρέχουν τεθορυβημένοι άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά; Ο Καραϊσκάκης απέθανε. Τούτο ήταν η θλίψις των ανδρών, τούτο ο οδυρμός των γυναικών, τούτο ο στεναγμός των μικρών παιδίων, τούτο το κοινόν πένθος των Ελλήνων. Δίκαιον έχει ο λαός να κάμη να αντηχή εις την πόλιν της Σαλαμίνος θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Δίκαιον είναι να κλαίη η Ελλάς ως άλλη Ραχήλ το τέκνον της, τον γνήσιον υιόν της, επειδή δεν έχει πολλούς τούτους κάρρονας.
Ο αξιοθαύμαστος ούτος ανήρ – αποσιωπώμεν τας προ της ενάρξεως του ιερού ημών αγώνος επισήμους ανδραγαθίας του – μόλις είδεν ηνεωγμένον της ελληνικής ελευθερίας το στάδιον, και ιδού παρουσιάζεται ως απτόητος και ακαταγώνιστος αθλητής διά να επιθέση νέας δάφνας εις την ένδοξον κεφαλήν του. Μαρτυρούσι τα στρατεύματα της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, οι συναγωνισταί του, μαρτυρούσιν αι πεδιάδες, ραντιζόμεναι από το αίμα του, της Αμφιλοχίας, μαρτυρεί το σώμα του σκεπασμένον από ενδόξους πληγάς την υπερθαύμαστον ανδρείαν του. Αλλά τι είναι αυτά, και όσα πέρυσιν ηγωνίσατο έξωθεν της κλεινής πόλεως του Μεσολογγίου πετών ως ταχύπτερος αετός πότε εις την Αιτωλίαν και πότε εις την Ακαρνανίαν, συγκρινόμενα με όσα η ανήκουστος ευτολμία του, η ακροτάτη εμπειρία και η ακούραστος φιλοπονία του κατόρθωσαν τούτο το έτος εις όλην την Στερεάν Ελλάδα και εις τα πέριξ των Αθηνών;
Επεσε το Μεσολόγγι, και μετά την οδυνηράν αυτήν πτώσιν έπεσεν όλη η Στερεά Ελλάς, και ο εχθρός παρερχόμενος κατήντησεν τελευταίον εις το ιερόν έδαφος της κλεινής και ενδόξου πόλεως των Αθηνών. Ολα τα στρατεύματα γυμνωμένα και από εσχάτην απορίαν ταλαιπωρούμενα εστέναζον εις τας οδούς του Ναυπλίου, και δεν είχον άλλην ελπίδα, ειμή τον θάνατον. Γενναίοι ήρωες, όσοι τον ηκολουθήσατε εις την πρώτην από Ναυπλίου εκστρατείαν του. Με σας κατέβαλε τα πρώτα θεμέλια της συστάσεως του μεγαλοπρεπούς τούτου στρατοπέδου το οποίον επαπειλεί σήμερον τον βάρβαρον εχθρόν μας, και υπόσχεται βεβαίως την σωτηρίαν της Ακροπόλεως. Ανδρες άξιοι του κλέους της Ελλάδος και των ελπίδων της πατρίδος, υπεσχέθησαν να διατηρήσωσιν ως κόρην οφθαλμού το ιερόν κειμήλιον της πατρίδος, την σεβαστήν Ακρόπολιν, και ο μεγαλοπράγμων αρχηγός πετά ως ταχύπτερος αετός εις την Στερεάν Ελλάδα, συντρίβει φάλαγγας τρομεράς βαρβάρων, διασπείρει πανταχού την φρίκην και τον τρόμον, εγείρει πύργους από κρανία, ελευθερώνει την Στερεάν Ελλάδα και την καθιστά τρομεράν εις τους εχθρούς και τέλος επιστρέφει να επισφραγίση την δόξαν με τον αμάραντον στέφανον της απολυτρώσεως της περιφανούς Ακροπόλεως των Αθηνών.
Αλλ’ εν μέσω των λαμπρών αγώνων, εν ω κατεδαπάνα νύκτα και ημέραν εις διάταξιν πάντων των συντελούντων εις τον πόλεμον έδιδε πρώτος της ανδρείας και ευτολμίας το παράδειγμα, καταφρονών τον θάνατον, και πηδών επάνω εις τα χαρακώματα των εχθρών είπεν: Ας σταθώ μίαν στιγμήν, και ας αφήσω να τρέξουν ποταμηδόν τα δάκρυα των Ελλήνων. Αθάνατε Καραϊσκάκη! Συ μεταβαίνεις ενδόξως εις μίαν άλλην ευδαιμονεστέραν ζωήν διά να στεφανωθής δι’ όσα αθώα πλάσματα διέσωσες από τας χείρας του εχθρού. Αι ψυχαί των αποθανόντων Ελλήνων θέλει σε υποδεχθούν εις την πόλιν της Εδέμ με λαμπροτέραν υποδοχήν από ό,τι σήμερον κάμουσι εις την Σαλαμίνα οι ζώντες Ελληνες. Μεγάλοι άνδρες, περίφημοι εις τα σοφά έθνη της Ευρώπης, μάρτυρες αυτόπται των ηρωικών ακαμάτων αγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τον κόσμον όλον, ότι εχύθη ενδόξως το αίμα σου επάνω εις εκείνο το ιερόν έδαφος, το οποίον εβάφη εξ αμνημονεύτων χρόνων με τόσων ηρώων αίματα.
Αλλ’ ημείς πώς να παρηγορήσωμεν την στέρησίν σου; Πώς να λησμονήσωμεν την ανδρείαν σου, την δραστηριότητά σου; Την αοκνίαν σου και την άκραν σου φιλοτιμίαν εις του φρουρίου την απολύτρωσιν; Λυπηρά στέρησις, οδυνηρός χωρισμός. Μ’ όλον τούτο δεν απελπιζόμεθα Ελληνες, δεν πρέπει να αποδειλιάσωμεν. Και η ψυχή του αθανάτου τούτου ήρωος, όταν μάθη εις τον άλλον κόσμον, ότι δεν ηθελήσαμεν να τον μιμηθώμεν εις την καρτερίαν και γενναιότητα, θέλει λυπηθή, θέλει μας ονειδίσει πικρώς, εάν δεν σταθώμεν ικανοί να εκτελέσωμεν εκείνο το μέγα επιχείρημα που επιχειρίσθηκε.
Εχομεν μεγάλους άνδρας όπου μας οδηγούν εις τας κινήσεις, μας συμβουλεύουν εις τα επιχειρήματα, και πρόθυμοι συναγωνισταί εις τον ένδοξόν μας αγώνα, θέλει επιμένουν μετά γενναιότητος άκρας όπως ιδώσι την τελείαν καταστροφήν των βαρβάρων τυράννων μας, και ημείς εν τοσούτω ευγνώμονες εις τους γενναίους υπέρ πατρίδος αγωνιζομένους, καθώς καθιερώσαμεν και άλλοτε την μνήμην τοσούτων αγωνιστών της ελευθερίας, ας επισφραγίσωμεν και του ενδόξως ήδη αποθανόντος ήρωος το επιτάφιον με την εκ βάθους καρδίας ευχήν: Αιωνία σου η μνήμη αξιοσέβαστε Αρχηγέ.
* Από: Εκατονταετηρίς του στρατάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη 1827-1927, Κωνστ. Ράδου (επιμ.), Εκδ. Γρυπαετός, Αθήναι 1927.
Οι Νεομάρτυρες, η δόξα της εκκλησίας μας
Φώτης Κόντογλου, η Πονεμένη Ρωμιοσύνη (απόσπασμα)
Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού, όσο έχυσε ο δικός μας, από καταβολή του Χριστιανισμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μία πορφύρα που φόρεσε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και που θα ’πρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα, κι όχι να την καταφρονούμε και να μη μιλούμε ποτέ για αυτή, και μάλιστα να ντρεπόμαστε να μιλήσουμε γι’ αυτή, σε καιρό που δεν ντρεπόμαστε για τις πιο ντροπιασμένες και σιχαμερές παραλυσίες που κάνουν οι άνθρωποι στον αδιάντροπο καιρό μας.
Εμείς οι σημερινοί πονηρεμένοι άνθρωποι φροντίζουμε μονάχα για την καλοπέραση του κορμιού μας, και για τούτο η ψυχή μας έχασε την ευαισθησία της, μ’ όλα τα πνευματικά γιατρικά που λέμε πως έχουμε. Και γι’ αυτό περιφρονούμε και τους λέμε ανόητους, εκείνους που δεν κοιτάζουνε το υλικό συμφέρον τους, αλλά κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατά πολύ ανόητους και μικρόμυαλους θεωρούμε εκείνους που θυσιάσανε τη ζωή τους για την πίστη τους, αφού κατά την αμαρτωλή κρίση μας, δεν κοιτάξανε να χαρούνε τα νιάτα τους και να απολαύσουνε τούτον τον κόσμο, που είναι χειροπιαστός και σίγουρος, αλλά βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε, και στο τέλος σφαχτήκανε ή κρεμαστήκανε, οι άμυαλοι, για κάποιους ίσκιους που λέγουνται αθάνατη ζωή και βασιλεία των ουρανών.
Ακόμα και κάποιοι από τους σημερινούς θεολόγους, που μας φέρνουνε απ’ όξω την «επιστημονική» ορθολογιστική θεολογία, δεν καταδέχουνται ποτέ να μιλήσουν για τους νεομάρτυρες, και στις ψυχρές και άτονες ομιλίες τους, καθώς και στα βιβλία τους, αναφέρουνε μονάχα κανένα μάρτυρα της αρχαίας εποχής, κατά το προτεσταντικό σύστημα. Το ατελείωτο μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας, που αρχίζει, όπως είπα παραπάνω, από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και φτάνει έως σήμερα, είναι μία από τις πιο μεγάλες μαρτυρίες πως η Εκκλησία μας είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, γιατί βασανίζεται αδιάκοπα και χύνει το αίμα της για τον Χριστό, που είπε: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι».
Για τούτο ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, που είναι κι αυτός ένας από τους μάρτυρες, επειδή τον θανατώσανε οι οχτροί της πίστης, έγραφε στα 1635 για τους παπιστές:
«Αν δεν έχομεν σοφίαν εξωτέραν (κοσμικήν), έχομεν, χάρη του Θεού, σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την Ορθόδοξον πίστην μας, και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους λατίνους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνομε τον σταυρόν μας και να χύνομεν το αίμα μας διά την πίστιν και την αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα, τώρα τριακόσιους χρόνους ευρίσκεται και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διά να στέκουν εις την πίστην των, και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας, και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν εθέλω, ομπρός εις τον Σταυρόν του Χριστού!».
Με αυτά τα λόγια βροντοφωνεί πως η Εκκλησία μας με τα μαρτύρια που τραβά από αιώνες, είναι η αληθινή Εκκλησία, η ευλογημένη από τον Κύριο, κι όχι η Δυτική, η καλοπερασμένη, η υπερήφανη αφέντρα, που όχι μονάχα το αίμα της δεν έχυσε για τον Χριστό, αλλά η ίδια έκαιγε τους ανθρώπους που δεν της ήτανε υπάκουοι. Οι δικοί μας οι άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που ήμαστε σκλάβοι στους Τούρκους, ήτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθια τους, απονήρευτοι κι αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένον τον κριτή ήτανε: «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω». Νέοι άνθρωποι, παλληκάρια, απάνω στ’ άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για το όνομα του Χριστού, κι αντίς αρραβωνιάσματα και ξεφαντώματα σφαζότανε σαν τ’ αρνιά ή κρεμαζότανε με τη θελιά στο λαιμό τους, και για να τους τυραγνάνε περισσότερο οι άπιστοι, κόβανε τον λαιμό τους σιγά-σιγά με στομωμένα μαχαίρια ή τους κρεμάζανε με σάπια σχοινιά που κοβόντανε, για να τους ξανακρεμάσουνε.
Και τα μόνα που ξέρανε από τη θρησκεία μας οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ήτανε τα λόγια του Χριστού που είπε: «Οποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στον ουρανό, κι όποιος μ’ αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στον ουρανό». Καθώς και τα λόγια τούτα που είπε ο Κύριος: «Μη φοβηθήτε από κείνους που σκοτώνουνε το σώμα, μα που δεν μπορούνε να σκοτώσουνε την ψυχή».
Και: «Οποιος χάσει τη ζωή του για το όνομά μου, αυτός θα ζήσει στην αιώνια ζωή».
Εμείς, οι σημερινοί, είμαστε βάρβαροι, που δεν είμαστε σε θέση να νιώσουμε όσο πρέπει την ευγένεια και το μεγαλείο της θυσίας για το όνομα του Χριστού, που την προσφέρανε με τα κορμιά τους εκείνοι οι λεονταρόψυχοι, που γι’ αυτούς λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης πως δεν γεννηθήκανε από αίματα, μήτε από θέλημα της σάρκας, μήτε από θέλημα αντρός, αλλά πως γεννηθήκανε από τον Θεό.
Μονή Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας ή Μονή Παπαφλέσσα
Στον Ταΰγετο και κοντά στο χωριό Δυρράχιο Αρκαδίας βρίσκεται η ιστορική Μονή Ρεκίτσας, αφιερωμένη στον Αγιο Γεώργιο. Ο ιδρυτής, οι συνθήκες και ο χρόνος της ιδρύσεως αυτής της Μονής δεν είναι δυνατόν να γνωστοποιηθούν, γιατί καμιά γραπτή ιστορική μαρτυρία δεν έχει σωθεί. Λέγεται ότι το όνομα “Ρεκίτσα” σημαίνει “μικρό ρυάκι”. Η ιστορική της σημασία είναι πολύ μεγάλη και η συμβολή της στην απελευθέρωση του ελληνικού γένους πολύ σημαντική. Εκεί έγιναν αρκετές μυήσεις στη Φιλική Εταιρεία, έγιναν “κατηχήσεις” και στρατολογήσεις. Από την Ωραία Πύλη του ναού της οι ιερείς ευλόγησαν τα όπλα των οπλαρχηγών και πολεμιστών.
Επίσης έγιναν συνεδριάσεις οπλαρχηγών, νοσηλεύονταν οι τραυματίες και κρυβόντουσαν γυναικόπαιδα και γέροι. Εκεί έμαθαν τα πρώτα γράμματα τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα. Ο Εθνικός ήρωας Ζαχαρίας ήταν ένας από τους πολλούς που πολέμησαν στη “μάχη της Ρεκίτσας”.
Ο Γρηγόριος Δικαίος-Φλέσσας ή Παπαφλέσσας έμαθε τα πρώτα γράμματα από έναν μοναχό κι έπειτα εστάλη στη Σχολή της Δημητσάνας, και το 1816 από ζήλο προς τον μοναχικό βίο και μίσος προς του Τούρκους κατακτητές, κατετάχθη στο μοναστήρι της Βελανιδιάς πλησίον της Καλαμάτας, πλην όμως φιλονίκησε με τον ιεράρχη του τόπου, τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας, και μετεκινήθη στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, που υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας. Αλλά κι εκεί δεν έμεινε πολύ.
Ο Φωτάκος, ο πρώτος Υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, αναφέρει επεισόδιο με Τούρκο αγά Χουσεΐν Σερντάρη από το Λεοντάρι, για κτηματικές διαφορές με το μοναστήρι, χάριν του οποίου με ευφυές σχέδιο υπερημύνθη ο μοναχός, αλλ’ επροκάλεσε την μήνιν του Τούρκου. Επίσης αναφέρει άλλο επεισόδιο, που επροκάλεσε διάλυση συνοικεσίου και έδωκε αφορμή να κινητοποιηθεί ή τουρκική μηχανή κατά του νεαρού μοναχού. Ακολούθησε ένοπλη σύρραξις μεταξύ του μοναχού και των αδελφών του σε επίκαιρη θέση και τουρκικού αποσπάσματος. Ο αφηγητής επισφραγίζει το τέλος του επεισοδίου με τους αποφασιστικούς λόγους του μοναχού προς τους Τούρκους:
– «Βρε κερατάδες Τούρκοι, νά πάτε πίσω εις τον αφέντη σας τον κερατά, να του ειπήτε ότι εγώ φεύγω διά την Πόλιν και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος: ή δεσπότης θα έλθω ή πασάς»!
Ετσι ο Παπαφλέσσας την 18ην Αυγούστου του 1816 έφυγε από τη Μονή Ρεκίτσας και άρχισε να οργανώνεται, ώστε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους και να απελευθερώσει την πατρίδα του. Μαζί με τους συντρόφους του έκαναν τη Μονή Ρεκίτσας ορμητήριό τους, κρησφύγετο και τόπο συνεδριάσεων και ανεφοδιασμού.
Ονόματα μεγάλα συνδέονται με τη Μονή εκτός του Γρηγορίου Δικαίου Παπαφλέσσα, όπως του Παναγιώτη Κεφάλα, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Αναγνωσταρά κ.ά. Από εκεί λοιπόν οδηγούνται όλοι αυτοί στην απελευθέρωση της Καλαμάτας και βέβαια στην απελευθέρωση σταδιακά όλου του ελληνικού Γένους.
Σήμερα όμως από όλα αυτά δεν έχει απομείνει παρά ένα μικρό εκκλησάκι που η Πολιτεία τιμά κάθε χρόνο στις 18 Αυγούστου με ειδική τελετή.
Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Προεδρίας, χαρακτήρισε η Δ/νση αρχαιοτήτων τον περί ου ο λόγος ναόν, ως Ιστορικό διατηρητέο μνημείο και την περιοχή ως αρχαιολογικό χώρο ήδη 7 χρόνια ενωρίτερα. Την 31ην Απριλίου 1956 η αδελφότης Δυρραχειωτών εν Αττική εζήτησαν από τον Σ. Μητροπολίτη Γόρτυνας και Μεγαλοπόλεως, όπως ο Ναός ούτος αποσπασθεί εκ της Ενορίας Προφήτου Ηλιού του χωρίου Λογκανίκου Λακεδαίμονος και υπαχτεί εις την εν Δυρραχίω Ενορίαν των Εισοδίων της Θεοτόκου. Επί του διαβήματος της τούτου, η άνω Αδελφότης επανήλθε και το επόμενο έτος, διά νέου υπομνήματός της, ο προαναφερθείς όμως Σεβασμιώτατος, όστις και αυτός προέβη εις αλλεπάλληλα διαβήματα προς επίτευξη της προαναφερθείσης αποσπάσεως, την 4ην Μαρτίου 1957 απήντησε, ότι ο Σ. Σπάρτης δεν στέργει εις την παραχώρησιν ταύτην και τούτο -ως γράφει- το εξάγει «εκ της αναστατώσεως των Λογγανικιωτών και των Βουλευτών αυτών».
Ούτε όμως η Αδελφότης ούτε ο Σ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως παραιτήθηκαν της επιδιώξεώς των, με αποτέλεσμα την 27ην Φεβρουαρίου του 1959 ο Σ. Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσόστομος διά του υπ’ αριθ. 439 εγγράφου του να πληροφορήσει τον άνω Μητροπολίτη, ότι:
“Συνοδική διαγνώμει και αποφάσει” ενεκρίθη η εφεξής υπαγωγή “του διαλελυμένου Καθολικού εις την καθ’ υμάς Ιεράν Μητρόπολιν”.
Ο ειρημένος Μητροπολίτης την 9ην Μαρτίου του αυτού έτους διά του υπ’ αριθ. 314 εγγράφου του από Δημητσάνης, ανήγγειλεν εις τον Αιδ/τον Ιωάννην Βλαχάκην, εφημέριον του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου Δυρραχίου, ότι «εδικαιώθη το αίτημα Ημών» και ότι «απεδόθη εν τη υφ’ Ημάς δικαιοδοσία το Ι. προσκύνημα του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας (άλλοτε Μονή Παπαφλέσσα)».
Του ανέθεσε δε διά του αυτού εγγράφου, ο Ναός ούτος να διατηρείται «εν καλή καταστάσει και περιφραχθεί έξωθι καταλλήλως» και του συνέστησε να αποφεύγει «πάσαν επιδιόρθωση ήτις δύναται να βλάψει την εξωτερική αρχιτεκτονική και την εσωτερική διακόσμηση». Ούτω έκτοτε ο Ναός ούτος υπήχθη εις την δικαιοδοσία της κοινότητος Δυρραχίου μεθ’ ης τόσοι στενοί δεσμοί τον συνδέουν.
Μετά παρέλευσιν έτους, ήτοι το 1960, η Αρχαιολογική Υπηρεσία προέβη εις προχείρους τινάς αναστηλώσεις εις τον υπ’ όψιν Ναό και ιδίως εις επισκευή των κεράμων της στέγης του, αι οποίαι όμως δυστυχώς προς βλάβη του Μνημείου δεν ολοκληρώθηκαν, παρά τας αλλεπαλλήλους εκκλήσεις της διακρινόμενης διά τον ζήλο της και την φιλοπρόοδο γραμμή της, Αδελφότητος των εν Αττική Δυρραχιτών. Η αυτή Αδελφότης είχε την ευτυχή έμπνευση να λαμπρύνει την σύγχρονο Ιστορία της εξεταζόμενης Μονής, κατορθώσασα να καθιερωθεί επιτοπίως ειδική επίσημος Εθνική εορτή. Το Ιστορικόν του αξιόλογου τούτου επιτεύγματος αξίζει να μνημονευθεί ενταύθα:
«Η άνω Αδελφότης διά του από 14.5.1963 υπ’ αριθ. 20 εγγράφου της προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ητήσατο την καθιέρωση «Εθνικής Τοπικής Εορτής» εις την Ιστορική ταύτη Μονήν. Ως ημέρα ταύτης πρότειναν την 18ην Αυγούστου καθ’ ην ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την Μονήν προς πραγμάτωση των εθνικών του ονείρων και των ιερών πόθων του. Την 20η Μαΐου 1963 διά του υπ’ αριθ. 32 εγγράφου της προς τον Νομάρχη Αρκαδίας, ητήσατο την αναστήλωση του Μνημείου και την επίσημο καθιέρωση της προαναφερθείσης εορτής. Ηδη την 23ην Απριλίου του αυτού έτους, οι κάτοικοι των τέως Δήμων Φαλαισίας, Πελλάνης, Αλαγονίας και Αμφείας, δικαιοδοσίας των Νομών Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας, προέβησαν εις μίαν ενέργεια η οποία κατεξοχήν τους τιμά ως Ελληνας, και η οποία αποδεικνύει ότι είναι άξιοι των προγόνων των.
Διά ψηφίσματος των εκ Ρεκίτσας, υπέβαλαν θερμότατη παράκληση να ενεργηθούν τα δέοντα προς άμεσον αναστήλωση του Μνημείου εις ένδειξη οφειλομένης τιμής και ευγνωμοσύνης του Εθνους.
Εις το ψήφισμα τούτο αναφέρεται συν τοις άλλοις, ότι το «ερειπωμένο και σημαντικότερον τούτο Ιστορικόν Μνημείο της Πατρίδος, εξέθρεψε, γαλούχησε, περιέθαλψε και φώτισε τους οραματισθέντας την Ανάσταση Γένους και Πρωτουργούς Επανάστασης 1821 Ζαχαριάν, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Κεφάλα».
Εν συνεχεία ο Νομάρχης Αρκαδίας διά του από 3.7.1963 υπ’ αριθ. 2350 εγγράφου του προς το Υπουργείο Εσωτερικών συνηγόρησε περί της καθιερώσεως της άνω μνημονευθείσης Εθνικής Τοπικής εορτής.