Ήταν 6 Σεπτεμβρίου 1955, όταν οργανωμένες συμμορίες εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης προχώρησαν σε ένα απίστευτο για την εποχή πογκρόμ. Ένα πογκρόμ που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού.

Η τότε κυβέρνηση του Συναγερμού, με πρωθυπουργό τον βαρύτατα ασθενή Αλέξανδρο Παπάγο, αν και είχε σημάδια για μια αναμενόμενη μεγάλης έκτασης «τουρκική προβοκάτσια», αιφνιδιάστηκε από την έκτασή τους και τη βιαιότητα των συμμοριών, που έδρασαν με σχέδιο και καθοδήγηση. Η αντίδραση τότε ήταν για πολλούς «χλιαρή».

Προειδοποιήσεις για τις επικείμενες επιθέσεις είχε κάνει και ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Ήξερε ότι κάτι κακό θα συμβεί, όμως και αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί πως οι βιαιότητες θα έπαιρναν τη μορφή αληθινού πογκρόμ, οργανωμένου, μάλιστα, από την ηγεσία του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος του Αντνάν Μεντερές.

Στην επίδραση των γεγονότων του Σεπτεμβρίου του 1955 βρίσκονται, σύμφωνα με όσους ασχολούνται με το ζήτημα, οι ρίζες της Οικουμενικής πολιτικής στην οποία εστράφη το Πατριαρχείο και οδήγησε, εννέα χρόνια μετά, στην ιστορική συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ’ στην Ιερουσαλήμ και στην άρση των αναθεμάτων Καθολικών και Ορθοδόξων του 1054.

Ήταν 6 Σεπτεμβρίου 1955, όταν οργανωμένες συμμορίες εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης προχώρησαν σε ένα απίστευτο για την εποχή πογκρόμ. Ένα πογκρόμ που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια στην πορεία των ελληνοτουρκικών σ

Το ιστορικό

Στις 29 Αυγούστου 1955 άρχισε στο Λονδίνο η Τριμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό, την οποία συγκάλεσε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, ΜακΜίλαν. Οι Βρετανοί κατάφεραν να «μπάσουν από την πίσω πόρτα» την Άγκυρα και να την καταστήσουν ενεργό παράγοντα στο Κυπριακό, κρατώντας για τους ίδιους τον ρόλο ενός διαιτητή σε μια διαφορά που τάχα αφορούσε δύο κοινότητες στην Κύπρο και δύο γείτονες και συμμάχους στο ΝΑΤΟ και όχι ένα πρόβλημα ανεξαρτησίας ενός ολόκληρου λαού, του κυπριακού.

Λίγες ημέρες πριν από τη Διάσκεψη στην Τουρκία, άρχισε η κατευθυνόμενη διακίνηση «πληροφοριών» για επικείμενες... σφαγές Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκυπρίους. Οι τουρκικές εφημερίδες, επικαλούμενες τις «πληροφορίες» από την Κύπρο, καλλιεργούσαν κλίμα μίσους για τους Έλληνες της Πόλης. Άλλωστε ήταν τα εύκολα θύματα, αιχμάλωτοι, ουσιαστικά, ενός κράτους που μεθοδεύει την εκδίωξη ή την εξόντωσή τους. Θύμα του κλίματος που καλλιεργήθηκε τον Αύγουστο στην Πόλη έπεσε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Κατά την επιστροφή του από μια επίσκεψη στη Θεολογική Σχολή της Θράκης και βγαίνοντας από το πλοίο, ήρθε αντιμέτωπος με ομάδες Τούρκων που τον αποδοκίμασαν. Με δυσκολία κατάφερε να μπει στο αυτοκίνητο και να φτάσει στο Φανάρι. Στις διαμαρτυρίες του ο Τούρκος νομάρχης περιορίστηκε στο να του συστήσει να μην... πολυεμφανίζεται στην Πόλη.

Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε περίπου 2.000 υπολογίζονται από τους κύκλους της Ομογένειας οι βιασμοί

Το κλίμα στη Διάσκεψη του Λονδίνου ήταν βαρύ. Οι Βρετανοί, αφού κατάφεραν να καταστήσουν την Άγκυρα παράγοντα του ζητήματος, έκαναν ακόμα ένα βήμα. Έπρεπε να φανεί στη διεθνή κοινή γνώμη ότι ο τουρκικός λαός ήταν εξαγριωμένος από τις αξιώσεις των Ελλήνων για την Κύπρο. Και, αφού δεν δόθηκε η ευκαιρία με τις προαναγγελθείσες σφαγές στην Κύπρο, έπρεπε να δοθεί μια άλλη αφορμή.

Στις 5 Σεπτεμβρίου ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Ζορλού, δήλωνε ότι η συνέχιση της Διάσκεψης δεν είχε νόημα, αφού οι Έλληνες επέμεναν στην αυτοδιάθεση της Κύπρου. Το ίδιο βράδυ στη Θεσσαλονίκη μικρή ποσότητα δυναμίτιδας προκάλεσε έκρηξη στον κήπο του τουρκικού προξενείου, από την οποία προκλήθηκαν μικρές ζημιές στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ και βρίσκεται μέσα στον κήπο.

Οι τουρκικές εφημερίδες κυκλοφορούσαν την άλλη μέρα με πηχυαίους τίτλους: Οι Έλληνες κατέστρεψαν το σπίτι του Ατατούρκ (όπως αποδείχθηκε, τη βόμβα είχαν βάλει εργαζόμενοι στο προξενείο). Μέσα σε λίγη ώρα άρχισαν στην Πόλη οι διαδηλώσεις. Ο Πατριάρχης, ανήσυχος, τηλεφώνησε στον νομάρχη και αυτός τον καθησύχασε λέγοντας του ότι είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα για την ασφάλεια του Πατριαρχείου. Τις ίδιες στιγμές άρχισε το πογκρόμ και ο Πατριάρχης ανακάλυψε ότι το τουρκικό κράτος, που τα τελευταία χρόνια είχε δείξει φιλική στάση απέναντί του, όχι μόνο δεν προστάτευε τους Ρωμιούς, αλλά στελέχη του ήταν οι βασικοί οργανωτές των επιθέσεων.

Μέσα σε περίπου εννέα ώρες καταστράφηκαν ολοσχερώς 1.004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2.500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν, επίσης, 4.348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι σε δύο κοιμητήρια, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στη Μονή Βαλουκλή.

Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε περίπου 2.000 υπολογίζονται από τους κύκλους της Ομογένειας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200, για ευνόητους λόγους.

Η πλέον ευδιάκριτη εικόνα των καταστροφών που προκάλεσε ο όχλος ο οποίος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης τη «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» για την ελληνική αλλά και τις άλλες χριστιανικές μειονότητες της Πόλης ήταν τα ερείπια των δεκάδων εκκλησιών, μοναστηριών και νεκροταφείων που είχαν ξεθεμελιωθεί και βεβηλωθεί. Σε έγγραφο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών προς όλες τις διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό περιγράφονται με το ύφος της εποχής οι δολοφονίες κληρικών και οι καταστροφές σε ναούς: «Άπασαι αι ιστορικαί εκκλησίαι της Βασιλίδος των Πόλεων κατεστράφησαν, τα ιερά άμφια και τα σκεύη εβεβηλώθησαν κατά τον αισχρότερον τρόπον, του όχλου μολύναντος κτηνωδώς και αυτά τα Άγια Θυσιαστήρια, οι ιερείς διαπομπεύθηκαν και εκακοποιήθησαν, ο επίσκοπος Παμφίλου ερρίφθη εις την πυράν, εις υπερενενηντακοντούτης μοναχός εκάη ζών, οι τάφοι των νεκρών εσυλήθησαν, τα οστά τούτων διεσκορπίσθησαν...».

Το στήσιμο της προβοκάτσιας

Τα Σεπτεμβριανά του ’55 στην Πόλη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μήνες πριν οι ηγετικοί κύκλοι του Φαναριού λάμβαναν τα μηνύματα της όξυνσης της κατάστασης, λόγω των εξελίξεων στο Κυπριακό ζήτημα, και κυρίως την προσπάθεια των τουρκικών εφημερίδων να εμπλέξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην ελληνοτουρκική διαμάχη για τη Μεγαλόνησο. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την έξαρση φαινομένων θρησκευτικού φανατισμού σε πολλές πόλεις της Τουρκίας.

Η εκστρατεία που άρχισε την άνοιξη κορυφώθηκε στις αρχές του καλοκαιριού. Στις 2 Ιουλίου 1955 η εφημερίδα «Tercuman» στο κύριο άρθρο της ζητούσε τελεσιγραφικά από τον Αθηναγόρα να ανακαλέσει στην τάξη και να «καταγγείλει δημόσια» τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο, ο οποίος, κατά τον αρθρογράφο, ήταν «ιεραρχικά υφιστάμενός του». Ο Πατριάρχης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο θέμα της Κύπρου. Όχι μόνο δεν είχε εκκλησιαστική δικαιοδοσία για να «συνετίσει» τον Μακάριο, αλλά και, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, δεν μπορούσε να κάνει πολιτικές δηλώσεις. Έτσι, παρά τις πιέσεις και τις κατηγορίες των τουρκικών εφημερίδων, που τον εμφάνιζαν ως ενισχυτή της ΕΟΚΑ, δεν μίλησε.

Όσο το Πατριαρχείο σιωπούσε, τόσο δυνάμωναν οι επιθέσεις του τουρκικού Τύπου. Στις 24 Αυγούστου ο δημοσιογράφος και βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος του Αντνάν Μεντερές, Τσιχάν Μπαχάν, σε άρθρο του στην «Tercuman» χαρακτήριζε το Πατριαρχείο ιστορικό κατάλοιπο του Βυζαντίου, «προγεφύρωμα μελλοντικών κινδύνων» και ζητούσε την απομάκρυνσή του από την Τουρκία. Τέσσερις ημέρες μετά, η εφημερίδα «Cumhuriyet» έγραφε ότι στο Φανάρι στεγάζονταν «πράκτορες», οι οποίοι χρηματοδοτούσαν την ΕΟΚΑ. Ιδιαίτερα ανησυχούσαν τους πατριαρχικούς κύκλους και φαινόμενα μεμονωμένων προκλήσεων σε βάρος μελών της πατριαρχικής αυλής στους δρόμους της Πόλης.

Η στάση του Πατριάρχη

Όταν ο όχλος βγήκε στους δρόμους της Πόλης, ο Αθηναγόρας βρισκόταν στο Φανάρι, το οποίο, σε αντίθεση με τα άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα, φυλασσόταν από ισχυρές δυνάμεις της τουρκικής αστυνομίας. Σε μεταγενέστερο χρόνο ρωτήθηκε για την προσωπική του στάση εκείνη τη νύχτα. Στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στις 23 Ιανουαρίου 1973 και μετά τον θάνατο του Αθηναγόρα, δημοσιεύθηκε σημείωμα του Δ. Τσάκωνα, ο οποίος ανέφερε ότι ο εκλιπών Πατριάρχης είχε πει: «Είμαι γέρος κι είν’ εύκολο για μένα να γίνω μάρτυρας. Κι όποιος ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του αναζητά την ευκολία του μαρτυρίου. Μάρτυρας είναι το πιο εύκολο να γίνει κανείς στην ηλικία μου, αλλά η ευθύνη μού το απαγορεύει. Αυτοί που ζητούσαν να μαρτυρήσω (υπονοώντας την τότε ηγεσία της Αθήνας) επιζητούσαν με τη δική μου θυσία να ξεπλύνουν τις αδυναμίες τους και τα ανομήματά τους».

 

 

Η φυγή των Ελλήνων

Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω του Κυπριακού, τα χρόνια μετά τα Σεπτεμβριανά, είχε άμεσο αντίκτυπο τόσο στην ελληνική μειονότητα όσο και στο Πατριαρχείο, η ύπαρξη του οποίου βρισκόταν συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Το 1957-1958, σε μια περίοδο που Έλληνες της Πόλης συλλαμβάνονταν για κατασκοπεία και ενίσχυση της ΕΟΚΑ και άρχιζε ένα νέο κύμα φυγής, η αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα διαπίστωνε: «Η λαϊκή απαίτηση για πράξεις αντιποίνων εναντίον του Πατριαρχείου εκδηλώθηκε σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους τις τελευταίες ημέρες, ιδιαίτερα στον κωνσταντινουπολίτικο Τύπο». Μάλιστα, ο Αμερικανός γενικός πρόξενος στην Πόλη, Ρ. Μάινερ, έκανε δύο σημαντικές επισημάνσεις. Η πρώτη: «Το Πατριαρχείο είναι τώρα λιγότερο ασφαλές από κάθε άλλη περίοδο μετά το 1925». Και η δεύτερη: «Ο κύριος στόχος της διογκούμενης εχθρότητας ήταν το Πατριαρχείο. Μια ευρύτατη και επίμονη εκστρατεία απαιτούσε τη μεταφορά του στην Ελλάδα».

Οι εκβιασμοί και οι απειλές συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, παρά την προσωρινή ηρεμία στην Κύπρο, μετά τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εκβιασμοί για απομάκρυνση του Πατριαρχείου πολλαπλασιάστηκαν μετά την όξυνση της κατάστασης στην Κύπρο, το 1963. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι μαζικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων κατοίκων της Πόλης, που άρχισαν το 1964 και ολοκληρώθηκαν το 1966. Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1964 έως το 1967, οι τουρκικές Αρχές εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα απαγορευτικών μέτρων, που κατέστησε αφόρητη την κατάσταση της μειονότητας και του Πατριαρχείου. Μητροπολίτες απελάθηκαν, οι κληρικοί δεν μπορούσαν να εισέλθουν ούτε στα μειονοτικά σχολεία. Οι εξευτελιστικοί έλεγχοι στο Φανάρι, με την απειλή απαγγελίας κατηγοριών, και οι προειδοποιήσεις για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης ήταν διαρκώς στην ημερησία διάταξη. Για να φτάσουμε, έτσι, στο 1971 και στο κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που στέρησε το Πατριαρχείο από το βασικό φυτώριο των στελεχών του.

Οι εκβιασμοί για απομάκρυνση του Πατριαρχείου πολλαπλασιάστηκαν μετά την όξυνση της κατάστασης στην Κύπρο, το 1963. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι μαζικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων κατοίκων της Πόλης, που άρχισαν το 1964

 

Το... χάδι στους ενόχους

Μετά τις ανθελληνικές ταραχές, η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της οργανώσεως των επεισοδίων σε «κομμουνιστές πράκτορες», ενώ η αστυνομία συνέλαβε 3.151 άτομα. Τελικώς, παρέμειναν υπό κράτηση τεσσάρων έως έξι μηνών δεκαεπτά άτομα: εννέα μέλη της «Kibris Turktur», έξι φοιτητές και δύο συντάκτες της «Istanbul Ekspres». Στη δίκη που ακολούθησε δικάστηκαν και έξι μέλη του παραρτήματος Σμύρνης της «Kibris Turktur». Στις 24 Ιανουαρίου 1957 το ποινικό δικαστήριο Κωνσταντινουπόλεως αθώωσε και τους είκοσι τρεις κατηγορουμένους.

Από τα μέλη της κυβερνήσεως Μεντερές, συμμετοχή στη διοργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ φαίνεται να είχαν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι Μαχμούτ Τζελάλ Μπαγιάρ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ρουστού Ζορλού, υπουργός Εξωτερικών, Ναμίκ Γκεντίκ, υπουργός Εσωτερικών, Ετχέμ Μεντερές, υπουργός Αμύνης, και Φαχρετίν Κερίμ Γκιοκάι, βαλής (κυβερνήτης) της Κωνσταντινουπόλεως.

 

Στις 27 Μαΐου 1960 ομάδα αξιωματικών, υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ, κατέλαβε την εξουσία και οδήγησε σε δίκη 592 μέλη και συνεργάτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς δικάστηκαν σε περισσότερες από μία δίκες. Από τις σημαντικότερες ήταν αυτή για το πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ο Γκεντίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Οι Μπαγιάρ και Ετχέμ Μεντερές δεν δικάστηκαν καθόλου για τη συμμετοχή τους στη διοργάνωση του πογκρόμ, ενώ ο Κιοπρουλού αθωώθηκε. Ο Γκιοκάι απλώς στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ένοχοι ευρέθησαν μόνον οι Μεντερές και Ζορλού, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι για άλλη, πολύ πιο ασήμαντη υπόθεση, αυτήν της καταχρήσεως κεφαλαίων, ο Μεντερές καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών και 2 μηνών. Αν και οι Μεντερές και Ζορλού καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και απαγχονίστηκαν στην νήσο Ιμραλί, τον Σεπτέμβριο του 1961, εκείνο που βάρυνε στη θανατική καταδίκη τους ήταν οι κατηγορίες για παραβίαση του Τουρκικού Συντάγματος.

Οι Τούρκοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης, ο θυρωρός του προξενείου, που τοποθέτησε τη βόμβα, και ο φοιτητής Οκτάι Εγκίν, που μετέφερε τη βόμβα στη Θεσσαλονίκη, αθωώθηκαν. Ο Εγκίν αργότερα διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Κρατικής Ασφαλείας και αργότερα Νομάρχης στη Νεάπολη (Nevsehir) της Καππαδοκίας.

Ο πρόεδρος του Σωματείου «Η Κύπρος είναι Τουρκική», Χικμέτ Μπιλ, κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας. Αργότερα απεστάλη από την τουρκική κυβέρνηση ως ακόλουθος Τύπου στην τουρκική πρεσβεία στη Βηρυτό.