Αρχική » Mια συγκλονιστική μαρτυρία από τα Σεπτεμβριανά τη μαύρη νύχτα του 1955

Mια συγκλονιστική μαρτυρία από τα Σεπτεμβριανά τη μαύρη νύχτα του 1955

από christina

 

«Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ», ήταν τα μηνύματα που περνούσαν. Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.

Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην Πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με έναν μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς, που φώναζε «Kahrolsun giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin, giavourdur!» (Σπάστε, γκρεμίστε, είναι γκιαούρης!). Η αστυνομία και οι κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.

Όταν μαζεύτηκαν περίπου 50.000 άτομα, αλαλάζοντος όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου: Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των ιερών και οσίων του ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.

Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης.

Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στο Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, περίπου 700 μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.

Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο «Επτάλοφος» στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλιτζάνια.

 

Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας. Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μια ράγα του τραμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει η πόρτα και οι βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντος όχλου. Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου. Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους.

Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο: «Φύγετε απ’ εδώ! Εμείς ζούμε σ’ αυτό το μέρος έξι γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε». Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του.

Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά, για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.

Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία «Κερβάν» του Δημήτρη Πηλαβίδη, «Μπαϊλάν» των Λέτα και Κυρίτση, «Σεχίρ» του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων. Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια, καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επιτόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.

 

Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος θ’ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοσμήματα. Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές. Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές «Ανάθεμα στους άπιστους!», «Ανάθεμα στους άπιστους!» και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό,τι κινητό υπήρχε στο ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε.

Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου. Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούργια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει.

Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδος του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.

Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα απ’ τα πράγματα που καταστρέφονταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω απ’ το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λασπώδη και λιγδερή.

 

Ο πατέρας μου παρατήρησε ότι τα ρολά ή οι τοίχοι των χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά σημάδια ή τουρκικά γράμματα. Πολλά σπίτια και καταστήματα τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα –ανεξήγητο για τον πατέρα μου– μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν απ’ τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι.

Πού να φανταστεί ο πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους «αγανακτισμένους» πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;

Ο πατέρας μου τελικά, παρότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν τα αξιολόγησε σωστά όλα αυτά. Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε, και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου «Kahrolsun Giavourlar!» (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και «Yikin, kirin Giavourdur!» (Γκρεμίστε, σπάστε, είναι γκιαούρης!), τα ’βαζε με τον εαυτό του.

Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω. Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν πέντε άτομα που είχαν αποσπαστεί απ’ το κυρίως σώμα του όχλου. «Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου τούρκικη σημαία;» τον ρώτησε ο ένας. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε τού ρίχτηκαν με γροθιές και κλοτσιές. […]

 

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από την σειρήνα ενός ασθενοφόρου που διέσχιζε τον στενό δρόμο με ταχύτητα. Η συμπλοκή μέσα στη μέση του δρόμου σταμάτησε για να περάσει το ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να σώσει τη ζωή του. Αιμόφυρτος και ζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, άρχισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να τρέχει.

Όταν το ασθενοφόρο πέρασε, ο πατέρας μου είχε εξαφανισθεί και ο στόχος πλέον ήταν το μαγαζί του που κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Εκείνος όμως περπατώντας δύο ώρες, για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, έφθασε στο σπίτι σωστό ράκος. […]

*Από το βιβλίο του Λεωνίδα Κουμάκη Το θαύμα – Μια πραγματική ιστορία.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ