Θεομητορική εορτή, κατά την οποία η Χριστιανική Εκκλησία τιμά κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου (21 Σεπτεμβρίου για τους παλαιοημερολογίτες) «το γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου», τη γέννηση, δηλαδή, της Μαριάμ (Μαρίας), της μητέρας του Ιησού Χριστού. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία, ο Μαριανός, η Μαριανή, η Δέσποινα, ο Τσαμπίκος και η Τσαμπίκα. Πολλοί ναοί ανά την Ελλάδα είναι αφιερωμένοι στο Γενέθλιον της Θεοτόκου.
Είναι γνωστό ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν παρέχουν πληροφορίες για την καταγωγή και τη γέννηση της Θεοτόκου. Τις σχετικές πληροφορίες τις αντλούμε από το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (2ος αιώνας), σύμφωνα με το οποίο η Θεοτόκος γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα με θαυματουργικό τρόπο από μια ενάρετη γηραιά γυναίκα, ονόματι Άννα (εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Χάνα = εύνοια, χάρη), μετά από επίμονες δεήσεις προς τον Θεό, αυτής και του συζύγου της Ιωακείμ. Η Άννα ήταν στείρα και συνεπώς άτεκνη, γεγονός που εθεωρείτο ντροπή στην ιουδαϊκή κοινωνία της εποχής της.
Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ήταν γνωστές παρόμοιες διηγήσεις για τη γέννηση της Παναγίας και από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου. Μετά την καταδίκη από την 3η Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) της αίρεσης του Νεστοριανισμού, η οποία απέρριπτε, μεταξύ άλλων, το όνομα και τη συμμετοχή της Θεοτόκου στο σωτηριώδες έργο του Χριστού, οι διηγήσεις αυτές άρχισαν να ενσωματώνονται στη λατρεία της Εκκλησίας με τη μορφή των θεομητορικών εορτών.
Η γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου καθιερώθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 5ου αιώνα ή στις αρχές του 6ου αιώνα στα Ιεροσόλυμα και από εκεί διαδόθηκε σε όλη τη χριστιανική Ανατολή. Η εισαγωγή της στη Ρώμη έγινε στα τέλη του 7ου αιώνα από Έλληνες μοναχούς που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά τους διωγμούς των Αράβων. Πρώτος ο πάπας Σέργιος Α’ (687-701) την καθιέρωσε ως επίσημη γιορτή και την περιέλαβε μαζί με άλλες θεομητορικές εορτές στο εορτολόγιο της Δυτικής Εκκλησίας. Τον 11ο αιώνα η γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου είχε επικρατήσει σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη.
Η γιορτή κατέχει σημαντική θέση στην υμνογραφία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Εξέχοντες υμνογράφοι (Σέργιος και Στέφανος Αγιοπολίτες, Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως, Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωσήφ Υμνογράφος) έχουν γράψει ιδιόμελα, κανόνες και κοντάκια, που ψάλλονται κατά την ημέρα της γιορτής. Παράλληλα, οι διηγήσεις για τη γέννηση της Θεοτόκου έχουν καταλάβει εξέχουσα θέση στην εκκλησιαστική ζωγραφική. Εικόνες εκλεκτής τέχνης βρίσκονται στο Άγιο Όρος, στον Μυστρά και την Κρήτη, ενώ αξιολογότατα μωσαϊκά υπάρχουν στη Μονή του Δαφνίου (Αθήνα) και στο τζαμί Καχριέ στην Κωνσταντινούπολη.
Το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφει τον πατέρα της Θεοτόκου, τον Ιωακείμ (Γιεχογιακίμ στην εβραϊκή γλώσσα) ως εύπορο μέλος μιας από τις Δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Ωστόσο, ο ίδιος και η σύζυγός του ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το οτι δεν είχαν παιδιά. Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό. Και πράγματι, δέχθηκαν ένα θεϊκό μήνυμα ότι θα αποκτούσαν παιδί.
Η βασική παράδοση τοποθετεί τον τόπο της γεννήσεως της Θεοτόκου στη Σέπφωρι, το σημερινό Τζίπορι του Ισραήλ, όπου έχει ανασκαφεί μία βασιλική του 5ου αιώνα. Σύμφωνα με κάποιες άλλες αναφορές, η Παναγία γεννήθηκε στη Ναζαρέτ, ενώ σύμφωνα με άλλες σε ένα σπίτι κοντά στην Πύλη των Αμνών, στα Ιεροσόλυμα. Είναι πιθανό ένας εύπορος άνθρωπος όπως ο Ιωακείμ να διατηρούσε ένα σπίτι στην Ιουδαία και ένα στη Γαλιλαία.[4] Ωστόσο, και η καλή οικονομική του κατάσταση αμφισβητείται από μελετητές όπως ο Charles Souvay
Το χαρμόσυνο γεγονός της γεννήσεως της Θεοτόκου εορτάζεται ως Θεομητορική εορτή από την Ορθόδοξη, τις Ανατολικές Καθολικές και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και από τα περισσότερα λειτουργικά ημερολόγια της Αγγλικανικής Εκκλησίας στις 8 Σεπτεμβρίου. Απλώς στις χώρες που ακολουθούν το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο και στο Άγιο Όρος, η εορτή αντιστοιχεί στις 21 Σεπτεμβρίου του νέου (πολιτικού) ημερολογίου.
Ακόμη και η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία εορτάζει το Γενέθλιο της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Μόνο η Κοπτική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και η Αιθιοπική Εκκλησία το εορτάζει στις 9 Μαΐου.
Το παλαιότερο κείμενο που μνημονεύει την εορτή είναι ένας ύμνος του 6ου αιώνα. Πιθανώς ο σχετικός εορτασμός άρχισε κάπου στη Συρία ή στην Παλαιστίνη στις αρχές του ίδιου αιώνα, όταν μετά την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου, οι εκδηλώσεις ευσέβειας προς τη Μητέρα του Θεού αυξήθηκαν σε ένταση και αριθμό, ιδίως στη Συρία.
Η πρώτη τέλεση λειτουργίας για την εορτή του Γενεσίου συνδέεται με τα θυρανοίξια, τον 6ο αιώνα, της Basilica Sanctae Mariae ubi nata est, που είναι σήμερα γνωστή ως Ναός της Αγίας Άννας στην Ιερουσαλήμ. Ο αρχικός ναός (5ος αιώνας) ήταν μία βασιλική προς τιμή της Θεοτόκου, που ανεγέρθηκε στο σημείο, γνωστό ως «Δεξαμενή του βοσκού», όπου βρισκόταν το σπίτι των γονέων της Παναγίας.[1] Κατά τον 7ο αιώνα το Γενέθλιο εορταζόταν πλέον από τους Βυζαντινούς ως η εορτή της γεννήσεως της Παρθένου Μαρίας. Καθώς η ιστορία της γενέσεως της Παναγίας είναι γνωστή μόνο από απόκρυφες πηγές και ο εορτασμός της άρχισε στη Μέση Ανατολή, η Δυτική Εκκλησία άργησε περισσότερο να υιοθετήσει την εορτή. Στη Ρώμη άρχισε να τιμάται περί τα τέλη του 7ου αιώνα, αφού μεταφέρθηκε από μοναχούς της Ανατολής.
Η επισκοπή της Ανζέ στη Γαλλία υποστηρίζει ότι ο τοπικός Άγιος Μαυρίλιος εγκαινίασε τον εορτασμό του Γενεσίου της Θεοτόκου στην πόλη πολύ ενωρίτερα, μετά από μία αποκάλυψη περί το έτος 430: Μια νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου ένας άνδρας άκουσε αγγέλους να τραγουδούν στα ουράνια και ρώτησε γιατί τραγουδούν. Τότε του είπαν πως χαίρονταν επειδή η Παρθένος Μαρία είχε γεννηθεί εκείνη τη νύχτα.] Ωστόσο, αυτός ο θρύλος δεν υποστηρίζεται από ιστορικές πήγες.
Οι αμπελουργοί στη Γαλλία αποκαλούν αυτή την εορτή «Παναγιά του Τρύγου» και συνήθιζαν να φέρνουν τα καλύτερα σταφύλια στον τοπικό ναό για να ευλογηθούν και μετά έβαζαν τσαμπιά στα χέρια του αγάλματος της Παρθένου. Μέρος του εορτασμού της ημέρας είναι και εορταστικό γεύμα που περιλαμβάνει τα σταφύλια της νέας σοδειάς.
Στη Γκόα της Ινδίας η εορτή αποκαλείται Monti και αποτελεί μεγάλη εορτή οικογενειακού χαρακτήρα και ευχαριστιακού περιεχομένου για τη νέα σοδειά, με εορταστικό γεύμα επικεντρωμένο στα ευλογηθέντα σιτηρά του θερισμού.[11] Αλλά και νοτιότερα, στην πόλη Μανγκαλόρ οι εκ των κατοίκων Χριστιανοί τρώνε λαχανικά και όσπρια. Ο ιερέας ευλογεί ένα στάχυ, του οποίου ο καρπός προστίθεται στο φαγητό. Πριν την ημέρα της εορτής στις 8 Σεπτεμβρίου τηρούνται εννέα ημέρες προσευχών και παρακλήσεων, ακολουθούμενες από τοποθέτηση ανθέων στο άγαλμα της Παναγίας-βρέφους.