Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Κοιτάζοντας μια χριστουγεννιάτικη βιτρίνα μέσα από ένα αυτοκίνητο που είχε παγιδευτεί στην κυκλοφοριακή συμφόρηση, πέρασε από τον νου μου η σκέψη να διαλέξω τα Χριστούγεννα που θα ξεχώριζα ως μοναδικά στη ζωή μου.
Θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του 1973, όταν αντί για φάτνη στο χριστουγεννιάτικο δέντρο είχαμε στην κούνια του το πρώτο παιδί μας, δεκατεσσάρων μόλις ημερών. Γλυκιά εμπειρία. Καθώς τον βλέπεις να μεγαλώνει, η εμπειρία εκείνη έχει μια αδιάσπαστη συνέχεια.
Θυμήθηκα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1981. Το σπίτι στολισμένο, τα γλυκά μοσχοβολούσαν, τα πάντα έτοιμα για τη μεγάλη ημέρα. Το κουδούνι κτυπούσαν παιδιά για να πουν τα κάλαντα. Κι εμείς μέσα ετοιμαζόμασταν να πάμε να αποχαιρετίσουμε τον πατέρα του Γιάννη στο κοιμητήριο. Στο ταξί που μας πήγαινε ο οδηγός είχε το ραδιόφωνο στη διαπασών. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πού πηγαίναμε ακριβώς -και πώς να του έλεγες να το κλείσει, γιατί εμείς θρηνούσαμε, χρονιάρα ημέρα;
Θυμήθηκα την επόμενη χρονιά, την ημέρα των γενεθλίων του μεγάλου γιου μας, που χάσαμε τον πατέρα μου. Προπαραμονή Χριστουγέννων, δέκα ημέρες μετά, στο Δημαρχείο της Αθήνας περίμενα να πάρω κάποιο χαρτί για να καταθέσω τα δικαιολογητικά σύνταξης της μάνας μου. Δεν μου το έδωσαν, γιατί ένα από τα έγγραφα δεν δήλωνε ρητά πως «ήταν εισέτι χήρα», δηλαδή πως δεν είχε προλάβει μέσα σε δέκα ημέρες από τον θάνατο του συζύγου της να ξαναπαντρευτεί… Η πίκρα έσταζε ακράτητη από τα μάτια για τη σκληρότητα.
Θυμήθηκα τα προπέρσινα Χριστούγεννα, που τα πέρασα στο νοσοκομείο. Έβλεπα την οδύνη των παιδιών και του Γιάννη και ένιωθα ενοχή που δεν κατάφερα να σταθώ ακλόνητη και εκείνη τη χρονιά, παρά τους άφησα μόνους, τέσσερις άνδρες, χρονιάρες ημέρες. Αναλογίστηκα αν σκέφθηκε το ίδιο ο Γιάννης, που έλειπε πέρσι…
Το αυτοκίνητο μετακινήθηκε λίγο και το βλέμμα μου στάθηκε σε μια βιτρίνα ταξιδιωτικού γραφείου. Ένα επιβλητικό αεροπλάνο που πετούσε στον φωτεινό αιθέρα μιας αφίσας με πήρε μαζί του. Μετά από μια βελούδινη πτήση πάνω από τα σύννεφα, άρχισε μαλακά να κατεβαίνει. Μια στενή θάλασσα, σαν ποτάμι, πυκνές σειρές πολυκατοικιών στις δύο «όχθες» του φαίνονταν από το παραθυράκι. Σε λίγο, διατηρώντας ακόμα τη γεύση του ωραιότερου ρυζόγαλου που είχαμε δοκιμάσει στη ζωή μας σε εκείνο το αεροπλάνο, κατεβήκαμε στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Παραμονή Χριστουγέννων 1986.
Κρύο, υγρό και διαπεραστικό. Σκοτεινός ουρανός, χιονόνερο. Τα παιδιά, σε ηλικία που καταλάβαιναν πολλά, αλλά δεν είχαν πάψει ακόμα να ζουζουνίζουν, παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν γύρω, ρωτούσαν, χαίρονταν. Ο μεγάλος, πιο συνειδητοποιημένος, ρωτούσε για κάθε σημείο που του έμοιαζε βυζαντινό, με συνωμοτικό τρόπο, γιατί ήταν δασκαλεμένος πως πολλοί εκεί γνωρίζουν τη δική μας γλώσσα.
Την άλλη ημέρα, πολύ πρωί, απολαμβάναμε από τον 17ο όροφο του ξενοδοχείου την γκρίζα όψη της αγαπημένης Πόλης, για την οποία είχαμε αφήσει τη ζεστασιά του σπιτιού μας τέτοιες ημέρες. Μια περίεργη κιτρινίλα μπερδευόταν με το γκρι της ατμόσφαιρας. Ετοιμαζόμασταν νυσταγμένοι, αλλά χαρούμενοι για το Πατριαρχείο, για τον Όρθρο των Χριστουγέννων, όταν κάποιος από τη μαρίδα ξεφώνισε: «Χιονίζει, το έστρωσε!». Τι να δεις. Ένα θέαμα βγαλμένο από τα παραμύθια. Η Κωνσταντινούπολη ξαφνικά φορούσε ένα απερίγραπτα λαμπρό, ολοκαίνουργιο και πολύτιμο φόρεμα, για να υποδεχτεί τον νεογέννητο Χριστό.
Φύγαμε για το Φανάρι με πολλά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα να στριφογυρίζουν στην ψυχή. Τις μνήμες της κλειστής θύρας και των κήπων ολόγυρα στην αυλή του Πατριαρχείου (το νέο κτίριο δεν είχε κτισθεί ακόμη) τις κάλυπτε, όσο ήταν δυνατόν, το χιόνι και περιόριζε τις σκέψεις που κυριαρχούσαν εκείνη την ώρα. Μπήκαμε σαν σε όνειρο στον ναό.
Ποτέ αυτή η ανεπανάληπτη Ακολουθία των Χριστουγέννων δεν είχε για μας τη γλυκιά και ταυτόχρονα επική ατμόσφαιρα, την πίκρα που συσσωρευόταν στο μαύρο ακόμα τότε επίχρισμα του τέμπλου, αλλά και τη βαθιά ευλάβεια που πλανιόταν μέσα στον Ναό του Αγίου Γεωργίου. Η γνησιότητα όσων λέγονταν και ψάλλονταν, η ευγένεια και η γλυκύτητα του Πατριάρχη Δημητρίου, η σοβαρότητα και η προσήνεια των παριστάμενων ιεραρχών, η γνήσια αρχοντιά των Ελλήνων της Πόλης, που κατέφθαναν από μακριά για τούτη την επίσημη ώρα, όλα ήσαν μοναδικά και απαρομοίαστα.
Μετά την εκκλησία, τα παιδιά χάθηκαν. Ακούγονταν κάπου μακριά στην αυλή οι χαρούμενες φωνές τους. Είχαν ξετρελαθεί από το χιόνι, που πρώτη φορά το έβλεπαν από τόσο κοντά. Στην κίνησή μου να τα μαζέψω ο αλησμόνητος Πατριάρχης μού είπε μαλακά: «Αφήστε τα, παίζουν εν ταις αυλαίς του Κυρίου».
Καθώς φεύγαμε εκείνο το πρωινό από το Πατριαρχείο, συναντήσαμε πίσω από την κλειστή πύλη τον αείμνηστο Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο. Μίλησε στα παιδιά με πολλή αγάπη για τον πατέρα τους και τους είπε πως πρέπει να αγαπούν και εκείνα το Πατριαρχείο, όπως αυτός. Σε μία εβδομάδα περίπου έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του, σε όσους τον γνώρισαν, τη μνήμη ενός σπουδαίου ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου.
Μετά πήγαμε προσκύνημα στην Αγία Σοφία. Με τη φωτογραφική μηχανή δεν έχανα ευκαιρία να απαθανατίζω την κάθε στιγμή. Η μαρίδα όμως, που με είχε «ψωνίσει», μόλις της έλεγα «Έτοιμοι;», αλληθώριζε… Ακόμα και στον γυναικωνίτη, όπου με νευρίασαν, γιατί είχα μεταρσιωθεί εμπρός σε εκείνη την ανεπανάληπτη παράσταση της ψηφιδωτής «Δέησης», εκείνα συνέχιζαν το αστείο τους, που μου χαλούσε τις φωτογραφίες.
Πηγαίνοντας την άλλη ημέρα στη Χάλκη με το πλοιάριο, ακούσαμε κάτι να τσουλάει και να χάνεται ανάμεσα στα καθίσματα. Κάποιο νόμισμα θα ήταν, είπαμε, και δεν δώσαμε σημασία. Αργότερα, πολύ αργά, καταλάβαμε πως ήταν το φιλμ με τα παιδιά και τον Πατριάρχη Δημήτριο στις «αυλές του Κυρίου». Μεγάλη απώλεια!
Η χαρά τους συμπληρώθηκε στον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης, τον δεύτερο μετά την Αγιά Σοφιά προορισμό μου στην πόλη. Αφού τους έδειξα με μέτρο μερικά από τα θαυμάσια και μοναδικά εκθέματα, τα αιολικά κιονόκρανα, τη λεγόμενη σαρκοφάγο του Μ. Αλεξάνδρου και τους δράκους από την πύλη της Ιστάρ της Βαβυλώνας, βγήκαν στα απάτητα χιόνια της αυλής του μουσείου και έβγαλαν το άχτι τους στον χιονοπόλεμο. Επισκεφθήκαμε αρκετά από τα προσκυνήματα της Βασιλεύουσας εκείνα τα Χριστούγεννα.
Δεν είχαν αστραφτερή λαμπρότητα στον περίγυρο εκείνα τα Χριστούγεννα. Είχαν μια απεριόριστη γλυκύτητα και ζεστασιά, που εξέπεμπαν ο ιστορικός περίγυρος και τα σεβάσμια και αγαπημένα πρόσωπα των κληρικών κάθε βαθμού του Πατριαρχείου, την αίσθηση της εγρήγορσης που προξενεί το διαφορετικό θρήσκευμα του τόπου, την έντονη παρουσία του παρελθόντος, που αποτελεί το αδιαφιλονίκητο θεμέλιο του μέλλοντος. Εκεί τα Χριστούγεννα δεν είναι φώτα και ξεφάντωμα, αλλά συμπύκνωση αυτού που ονομάστηκε «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», εκείνο που δεν έπαυε να μας θυμίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης, κάνοντας βίωμα τη θεωρία. Γι’ αυτό και επιπολάζει στη μνήμη αυτές τις ημέρες, μας δίνει κουράγιο και ελπίδα, φέρνοντας κοντά όσους λείπουν και δίνοντας ελπίδα για το μέλλον.