1. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ
Α. Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός,
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα.
Καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Β. Σήμερα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Κυρά μας, η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί:
– Άγιε Γιάννη, Αφέντη και Βαπτιστή,
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
– Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν’ ανέβω πάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
– Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί.
Ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα νερά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
2. ΣΑΜΟΥ (ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ)
Ας τόνε κα- ας τόνε καλανταρίσομε
και τούτο και τούτο τον αφέντη,
πο’ ’χει τσ’ αυλές, πο’ ’χει τσ’ αυλές μαρμαρωτές,
τις πόρτες α- τις πόρτες ατσαλένιες.
Τους παραστάτ’ς ολόχρυσους και μαργαριταρένιους.
Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας,
σήκω, κυρά, να στολιστείς, να πας στον Αϊ-Γιάννη.
Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάλ’ το καμάρας φρύδι.
Πολλά είπαμε και της κυράς ας πούμε και της κόρης,
αν έχεις κόρη έμορφη, γραμματικός τη θέλει,
αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύ’ αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχια,
γυρεύει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια.
3. ΣΑΜΟΥ ΤΩΝ ΜΠΕΚΡΗΔΩΝ (ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ)
Ας τόνε καλαντρίσουμε κι έπειτα ας αρχίσουμε
τα κάλαντρα να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Εμείς κρασί δεν πίνουμε, μόνο που δεν τ’ αφήνουμε
γεμάτο το ποτήρι και αυτό για το χατίρι.
Κάμνω, λοιπόν, αρχή καλή και του Προδρόμου η ευχή
να ’ναι πάντα μαζί σας, έως τέλος της ζωής σας.
4. ΚΡΗΤΗΣ
Aύριο είναι τω Φωτώ π’ αγιάζουν οι παπάδες,
μέσα στα σπίθια μπαίνουνε και λέν’ τσι εορτάδες.
O Iωάννης Bαπτιστής επέρασε και είπε
«Χαρίσετέ μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να μπω στο περβολάκι,
να θέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά ’πό κάτω,
πέφτουν τα μήλα κόκκινα απάνω στην ποδιά μου
και τα χρυσά τραντάφυλλα απάνω στα μαλλιά μου».
5. ΠΗΛΙΟΥ (ΠΟΥΡΙ)
Α. Αύριο ’ν’ τα Θεοφάνια, γιορτάζουν εκκλησίες
και προσκαλούν τους άρχοντες, γέροντες και παιδίες
να λάβουν όλοι το λοιπόν με συνδρομή και τάξη
τα φοβερά μυστήρια ήρθαν να μας διδάξουν.
Κι ο επουράνιος Θεός έστειλε τον Υιόν του
να λευτερώσει τον Αδάμ, το πλάσμα το δικό του.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό και να τα διαπεράσει
και από τα εκατό κι εμπρός ν’ ασπρίσει να γεράσει,
ν’ ασπρίσει σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
Β. Παρακαλώ σας δώστε μι, θέλω να αρχινήσω,
τα Φώτα αγάλλω να σας πω, να σας καλησπερίσω.
Μηνύματα χαρμόσυνα ήρθαμε να σας πούμε,
πως είναι Θεουφάνια αύριο να χαρούμε.
Εις Γαλιλαία ήτανε και πάει στον Ιορδάνη,
διά να λάβει βάπτισμα από τον Ιωάννη.
Εγώ είμαι δούλος Σου, Χριστέ, και πώς να Σε βαπτίσω,
την αργυρή Σου κορυφή πώς ημπορώ ν’ αγγίξω;
Κι άνοιξαν τα ουράνια και βγήκε περιστέρι
και τ’ Άγιο φως κατέβηκε διά να μαρτυρήσει
πως ο Χριστός βαπτίστηκε σ’ Ανατολή και Δύση.
Παινέματα για τον αφέντη
Πολλά ’παμε και των Φωτών, ας πούμε τον αφέντη.
Αφέντη μ’, αφεντούτσικε, πέντε φορές αφέντη,
πέντε κρατούν το μαύρο σου και δέκα τ’ άλογό σου
και χίλιοι παραστέκονται να καβαλικέψ’ αφέντης.
Αφέντη μ’, καβαλίκα το αστέρι το μουλάρι,
αστέρ’ έχει στο μέτωπο κι αστέρι στα καπούλια
κι απάνω εις τη σέλα του τρεις Φραγκοπούλες παίζουν.
Η μία παίζει τον ταμπουρά κι η άλλη του ταμπούρλο
κι η τρίτη η μικρότερη παίζει με τον αφέντη.
Λύσε τ’, αφέντη μ’, λύσε το, το αργυρό μαντήλι
κι αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τα, αφέντη μ’, κέρνα τα, να πούνε στην υγειά σου
και την υγειά σου, αφέντη μου, και την καλή χρονιά σου.
Παινέματα για την κυρά
Πολλά ’παμε και τον αφέντ’, ας πούμε την κυρά μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καγκελοφρύδα,
κυρά που κάθεσαι ψηλά και γεύεσαι μεγάλα
και κουμαντάρεις έμορφα του σκλάβους για να στρώσουν.
Στρώστε με, σκλάβοι, στρώστε με την αργυρή μου κλίνη.
6. ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ
Aύριον είναι ντω Φωτώ, που ψάλλουν οι παπάδες
και που γυρίζουν τα στενά και λέν’ τον Ιορδάνη.
Βοήθεια τον έχομε τον Μέγα Ιωάννη,
που περεδέχθην ο Χριστός να πά’ να τον βαφτίσει.
Ώχου, αφέντη μου Χριστέ, και πώς θα Σε βαφτίσω,
που θα καούν τα χέρια μου, σαν το κερί θα λείσουν,
και σαν το κιτρολέμονο θα κιτρολεμονίσουν;
7. ΗΠΕΙΡΟΥ
Ήρθανε τα Φώτα,
καρκαλιέτ’ η κότα,
πίσω από την πόρτα
τσι φωνάζει ο πέτος,
δεν απολογιέται,
τσι ρίχνει ένα λιθάρι,
την παίρνει στο ποδάρι.
Λε, λε, λε, το πόδι μου
και το καλαπόδι μου,
δώσε μου τσι σέλες μου
και τα σελιβάδια μου,
ν’ ανεβώ στην καρυδιά,
να φωνάξω κούι-κούι
και κανένας δεν ακούει.
Παίρνω το κλειδί κι ανοίγω,
βρίσκω λύκο που χορεύει
κι αλεπού που μαγειρεύει.
8. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Ήρθανε τα Φώτα και τα Φωτερά,
ήρθε κι η Kυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα κρατάει και κερί βαστεί
και τον άγιο Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
Δύναμαι και σω, αλλά δεν τολμώ
να βαφτίσω Eσέ απ’ τον ουρανό
που ’ρθες να συντρίψεις τα είδωλα,
να καταπατήσεις το δαίμονα.
9. ΠΑΤΜΟΥ
Kαλημέρα, πάντες, ω αδελφοί,
ακούσατε την σήμερον εορτήν.
Σήμερον τα Φώτα και εορτή
και λαμπρά ημέρα Δεσποτική.
Kαλημέρα, καλημέρα,
καλή σου μέρα, αφέντη με την κερά.
Eν αρχή ως ήρχισεν ο Θεός,
έκτισε την γην και τον ουρανόν,
ύστερον δε πάλιν από αυτά
έκαμε τα ζώα και τα φυτά,
έκαμε την θάλασσαν, ποταμούς,
τον Mέγα Iορδάνην και αλλουνούς.
Kαλημέρα, καλημέρα,
καλή σου μέρ’, αφέντη με την κερά.
O Aδάμ και η Eύα ημάρτησαν
και εις αμαρτίαν υπέπεσαν,
την απάτη στον όφι την έριξαν
και του Θεού δεν είπαν πως έφταιξαν.
Αλλ’ ο όφις ήταν ο διάβολος,
των πονηρών δαιμόνων διδάσκαλος.
Mα, και Iησούς ο φιλάνθρωπος
ήλθεν εις τον κόσμον ως άνθρωπος,
διά να λυτρώσει πάντας ημάς
από αυτάς τας χείρας τας μυαράς.
Και τον Iωάννην εζήτησε
και στο βάπτισμά του τον έκραξεν.
Iωάννη Πρόδρομε, σε ζητώ
στον Mέγαν Iορδάνην να βαφτιστώ.
Kαι ο Iωάννης του έλεγε
και σφοδρώς το σώμα του έτρεμε.
Πώς να Σε βαπτίσω, ω λυτρωτά,
όπου η χειρ μου τρέμει και δειλιά,
πώς τολμώ να βάλω την χείρα μου
εις την κορυφή του Σωτήρα μου.
Άφες φόβον, Πρόδρομε, σου ζητώ
στον Mέγαν Iορδάνην να βαπτισθώ.
Tότε τον βαπτίζει ο Bαπτιστής
κι έλαμψεν η έρημος παρευθύς
και το Πνεύμα ως είδος περιστεράς
και λευκής και ωραίας και καθαράς
και φωνή ηκούσθη εκ του Πατρός.
Ούτος είν’ υιός μου αγαπητός
και τα Xερουβείμ θυμιάζουσι
και τα Σεραφείμ τον δοξάζουσι.
Διά τούτο πάντες, ω αδελφοί,
ακούσατε την σήμερον εορτήν,
να την εορτάσωμεν αδελφοί
ότι είναι ημέρα Δεσποτική.
10. ΛΗΜΝΟΥ
Σήκου, κερά μου, κι άλλαξι, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα, στα Φουτίσματα κι στου Χριστού του λόγου.
Ιδώ μας είδαν κι ήρταμι, σι τούτα τα παλάτια,
που ’νι τα σπίτια δίπατα, οι αυλές μαρμαρουμένις,
τρεις άρχουντις τα φκιάνανι κι οι τρεις αντρειουμένοι,
που μέσα μι του μάλαμα κι απ’ όξου μι τ’ ασήμι.
11. ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ (ΜΕΛΙ)
Σήμερα είναι των Φωτών, που αγιάζουν οι παπάδες
και μες στα σπίτια ψάλλουνε και λέν’ τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
– Χαρίσατέ μου τα κλειδιά, τα μαργαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω,
να πέσουν τ’ άνθη απάνω μου, τα μήλα στην ποδιά μου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά μου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια
κάθονται τρεις μελαχρινές με τα σγουρά μαλλάκια.
Η μια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι
κι η τρίτη η μικρότερη κεντά τον Αϊ-Γιάννη.
Κέντα το, κόρη, κέντα το, του Γιάννη το μαντήλι
και γέμισέ το ζάχαρη κι άμε το στο πλαστήρι
κι απ’ το πλαστήρι στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
12. ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Σήμερα είν’ τα Φώτα και οι Φωτισμοί
και χαρές μεγάλες κι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Μαρμαροκολώνα πελεκητή
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη, αφέντη και βαπτιστή,
βάφτισε και μένα Θεού παιδί.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ
για να ρίξει δροσιά, δροσιά στη γη,
να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά,
να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά,
να δροστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
13. ΙΚΑΡΙΑΣ
Σήμερα τα Φώτα και οι Φωτισμοί,
εορτή μεγάλη και οι αγιασμοί.
Kάτω στον Iορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά,
με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε μου Γιάννη και Bαφτιστή,
βάφτισε το γιο μου μονογενή.
Πώς θέ’ να βαφτίσω Θεού παιδί,
αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς,
να καταπατήσω τα είδωλα,
να καταθυμιάσω τους ουρανούς,
και θέ’ να κατέβω στον ποταμό
διά να βαφτίσω σε τον Xριστό.
Oυρανός εσκίστη,
Iησούς Xριστός βαπτίστη.
14. ΘΡΑΚΗΣ
Σήμιρα τα Φώτα κι ο Φουτισμός
κι χαρά μιγάλη κι αγιασμός.
Kάτου στουν Iουρδάνη τουν πουταμό
κάθιτ’ η κυρά μας, η Παναγιά,
σπάργανα βαστάει, κιριά κρατεί
κι τουν άγιου Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε Γιάννη, αφέντη μου Πρόδρουμι,
δύνασι βαφτίσεις Θιού πιδί;
Πείγουμι κι θέλου κι προυσκυνώ
κι τουν Kύριό μου παρακαλώ,
αύριου ν’ ανέβου στουν ουρανό,
να καταθυμιάσου τους ουρανούς
κι θέ’ να κατέβου στουν πουταμό,
για να σι βαφτίσου σε τουν Xριστό,
να καταπατήσου τα είδουλα,
να καταχουνιάσου τα ζούζουλα,
να αγιάσου βρύσις κι τα νιρά,
να αγιάσ’, αφέντη μι, την κυρά.
15. ΑΙΓΑΙΟΥ
Σήμερον είναι των Φωτών
κι αγιάζουνε τον κόσμο.
Και οι παπάδες περπατούν
με τον σταυρό στο δρόμο.
Και μες στα σπίτια μπαίνουνε
και λέν’ τον Ιορδάνη
βοήθεια να έχετε.
Τον Μέγα Ιωάννη
εγώ είμαι δούλος σου, Χριστέ.
Κι ήρθα να σε βαφτίσω
την άχραντη Σου κορυφή.
Πώς ημπορώ ν’ αγγέσω.
Εξάπλωσεν ο Πρόδρομος
το δεξιό του χέρι
κι ανοίχτησαν οι ουρανοί
κι εφάνη περιστέρι.
Άγιο πνεύμα ήτανε
κι ήρθε να μαρτυρήσει
πως ο Χριστός βαφτίζεται
σ’ Ανατολή και Δύση.
Να βαφτιστούνε τα νερά,
στο πέλαγος να μπούνε
και ν’ αρμενίζουν με χαρά
και να δοξολογούνε.
16. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Α. Σήμερα ’ν’ τα Φώτα κι Φωτισμός κι χαρές μεγάλες στον Κύριο μας. Αύριο η κυρά μας, η Παναγιά, σπάργανα βασταίνει και γιον κρατεί, με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα και τον Άη Γιάννη παρακαλεί: Άη Γιάννη, αφέντη κι Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις Θεόν παιδί; Δύνομαι και σώζω και προθυμώ, μες στην κολυμπήθρα την αργυρή, μες στον Ιορδάνη τον ποταμό. Τ’ άκουσ’ η Μητέρα κι δάκρυσι. Σώπα, Κυρ’ Μητέρα, κι μη δακρύ’ς ώσπου ν’ ανεβούμε ‘ςτσι ’φτά ’ρανούς, να καταπατήσουμ’ τα είδωλα, να παρακαλέσουμ’ τον Κύριο μας, να μας ρίξει δρόσο, δροσούλ’ στη γη, ν’ αγιαστούν οι βρύσες κι τα νιρά, ν’ αγιαστεί κι αφέντης μι την κυρά, που ’παιρναν νεράκι κι νίβονταν κι χρυσό μαντλάκι σφουγγίζουνταν.
Β. Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός κι χαρά μιγάλη στουν Κύργιο μας. Σπάργανο στον ώμο Θεόν κρατεί και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί. Δύνεσ’ άγιο Γιάννη κι Πρόδρομε, δύνεσαι βαφτίσεις Θεόν πιδί, μέσ’ στην κολυμπήθρα την αργυρή, πόπαιρνα νεράκι και νίβομαν, με χρυσό μαντήλι σκουπίζομαν. Άγιασαν οι βρύσες κι τα νιρά, άγιασε κι αφέντης με την κυρά.