Την απομάκρυνση του Καθηγητή Τέχνης και Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης κ. Γεωργίου Γαβριήλ, από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, ζητεί με επιστολή του προς τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, κ. Πρόδρομο Προδρόμου, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, κ. Χρυσόστομος. Ο εν λόγω καθηγητής δημιούργησε και δημοσίευσε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον τύπο, ασεβείς πίνακες που απεικονίζουν τον Ιησού και ιστορικές προσωπικότητες της Κύπρου.
Η επιστολή
Με την παρούσα επιστολή επιθυμούμε να σας καταστήσουμε ενήμερο σχετικά με τις θέσεις μας, όσον αφορά στη δημοσίευση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον τύπο, ασεβών πινάκων τού Καθηγητή Τέχνης και Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης κ. Γεωργίου Γαβριήλ.
Καταρχάς, ως Εκκλησία ουδέποτε θελήσαμε να περιορίσουμε τα δικαιώματα τής ελευθερίας τής έκφρασης ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας οιουδήποτε. Πιστεύουμε ότι ο κάθε ζωγράφος και κατ’ επέκταση καλλιτέχνης, ως υπηρέτης τής τέχνης, μπορεί να δημιουργεί, να προβάλλει, να προβληματίζει, να αφυπνίζει, να κεντρίζει το ενδιαφέρον, να προκαλεί πολλές φορές και να υπερθεματίζει καταστάσεις μέσα από τα έργα του.
Ωστόσο, στην περίπτωση τού κ. Γαβριήλ, βλέπουμε με λύπη ότι ο δημιουργός με τα υπό συζήτηση έργα του, ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια άσκησης των ως άνω δικαιωμάτων, αφού αναπαριστώντας με αισχρό τρόπο την Κεφαλή τής Εκκλησίας μας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Οποίο η πλειοψηφία τού κυπριακού λαού λατρεύει ως τον μόνο αληθινό Θεό, προσέβαλε σαφώς τα ιερά αισθήματα τού λαού μας.
Ως προς την προσβλητική παρουσίαση θεσμών, αυτό είναι δυνατόν να γίνει στο πλαίσιο σάτιρας, κι αυτό με στόχο να θίξει τα κακώς έχοντα και τίποτα παραπάνω. Αν ένας ζωγράφος – καλλιτέχνης, όμως, είναι ταυτόχρονα και υπάλληλος τής Κυβέρνησης, δεν του επιτρέπεται να προσβάλλει με τόσο χυδαίο τρόπο ούτε τον Πρόεδρο τής Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε τον επικεφαλής τής Εκκλησίας, αλλ’ ούτε κι οποιοδήποτε σεβαστό μέλος τής Κυβέρνησης. Διότι αυτοί εκπροσωπούν τους θεσμούς τού Τόπου μας.
Παντελώς απαράδεκτο, όμως, είναι να προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό, σε ένα Κράτος, το οποίο, ναι μεν είναι μικτό, όμως, κατά την συντριπτική πλειοψηφία του είναι χριστιανικό, με ρίζες και παράδοση βαθιά χριστιανική. Πόσο δε μάλλον όταν αυτός που προσβάλλει τον Θεό είναι εκπαιδευτικός, ο οποίος διαμορφώνει χαρακτήρες και πληρώνεται για αυτό, ως υπάλληλος τής Κυβέρνησης, εντεταλμένος και διορισμένος.
Για αυτό, κ. Υπουργέ, πιστεύουμε ταπεινά ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, έθεσε από μόνος του, συνειδητά, τον εαυτό του εκτός Παιδείας. Είναι ανεπίτρεπτο να εξακολουθεί να ασκεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού – παιδαγωγού. Και παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία να μετανοήσει για τα όσα προσβλητικά προέβαλε, εντούτοις όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά ακόμη περισσότερο επέμεινε στις ανόσιες θέσεις του, κατηγορώντας επιπλέον και μέσω των ΜΜΕ την Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της για καταχρήσεις και πολυτελή ζωή. Το θέμα δεν είναι προσωπικό και ούτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ούτε η αλήθεια της πίστεώς μας, ούτε η Εκκλησία ή ο Προκαθήμενός της μειώνονται από αυτές ή παρόμοιες προσεγγίσεις. Εξάλλου ο Χριστός τόνισε πως «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5,11).
Ο Εκπαιδευτικός, επαναλαμβάνουμε, δεν μεταδίδει ξηρές και τυπικές γνώσεις, αλλά κυρίως οφείλει με το παράδειγμα και την προσωπικότητά του να διαμορφώνει το ήθος των νέων και να τους παραδίδει στην κοινωνία, ως πρόσωπα με ολοκληρωμένη προσωπικότητα, που σέβονται τους εαυτούς τους, τους άλλους ανθρώπους, την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Ο συγκεκριμένος, όχι μόνον απέτυχε στα ως άνω, αλλά κατέστησε εαυτόν πηγή σκανδαλισμού πολλών συνανθρώπων του και κυρίως των μαθητών του.
Ως εκ τούτου, πιστεύουμε, ακράδαντα, ότι ο εν λόγω εκπαιδευτικός δεν έχει θέση πλέον στην Παιδεία τής πατρίδας μας.
Η παρούσα επιστολή δεν είναι απόρρητη.