Αρχική » Στην «αιώνια πόλη», τη Ρώμη

Στην «αιώνια πόλη», τη Ρώμη

από kivotos

Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου

 

Η διαφορά τού να γνωρίζεις κάτι βιωματικά από το να το έχεις μάθει στο σπουδαστήριο ή στη βιβλιοθήκη είναι τεράστια. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν ή γράφουν Ιστορία πολύ μετά τα γεγονότα προσθέτουν μια μεγάλη «δόση» φαντασίας και προσωπικών απόψεων. Το θέμα είναι παμπάλαιο και οι συζητήσεις ατέρμονες, αλλά αυτό δεν αποτελεί πεδίο των ενδιαφερόντων μας, τουλάχιστον προς το παρόν.

 

Στην Κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου

Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ τις περίφημες Κατακόμβες της Ρώμης, η πρώτη εντύπωση ως προς τη μορφή τους ήταν αυτή ακριβώς που είχα σχηματίσει από τα διαβάσματά μου. Διέφερε η αίσθηση, αλλά βέβαια αυτό ήταν φυσικό. Δεν ένιωθα, όμως, ότι κινιόμουν μέσα σε νεκροταφείο. Σε έναν χώρο όπου είχαν ταφεί τόσα εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους δεν είναι γνωστός ο αριθμός όσων είναι άγιοι. Κατεβαίνοντας σιγά -σιγά τα πρώτα σκαλιά, νιώθεις δροσιά και υγρασία, αλλά το αίσθημα είναι ευχάριστο. Τίποτε δεν σου προκαλεί αποστροφή στη σκέψη πως εισέρχεσαι σε χώρο νεκροταφείου, ενός απέραντου νεκροταφείου, όπου τάφηκαν αναρίθμητοι νεκροί ήρωες της χριστιανικής πίστης, γνωστοί και άγνωστοι. Το ηλεκτρικό φως, γλυκό, δεν άφηνε σκιές φόβου. Αλλά η σκέψη πως, αν απομακρυνόσουν από την ομάδα, θα χανόσουν στον λαβύρινθο των ατελείωτων διαδρόμων με τις αλλεπάλληλες σειρές των loculi (των τάφων) σε κρατούσε σε διέγερση.

Σε κάποια σημεία, μικρά «δωμάτια» (cubicula) με τάφους χρησίμευαν ως σημεία μικρών συλλογών αρχιτεκτονικών γλυπτών, πολλών επιγραφών, σπαραγμάτων τοιχογραφιών με τα πρώτα χριστιανικά σύμβολα, τον ιχθύ, το πτηνό, τον σταυρό, δεόμενη μορφή κ.ά. Σε ένα από αυτά τα δωμάτια τελέσαμε τη συγκλονιστικότερη Θεία Λειτουργία που είχα ζήσει ποτέ. Σε έναν χώρο περίπου 3×3, με μια απλή τράπεζα μπροστά από ένα arcosolium, τάφο δηλαδή με μια λαξευμένη αψίδα από πάνω του, 44 άνθρωποι όρθιοι, κολλητά ο ένας στον άλλο, συμμετείχαμε στη θεία μυσταγωγία με όλη την ύπαρξή μας, όσο ποτέ άλλοτε, χωρίς ίχνος κόπωσης. Ψέλναμε όλοι μαζί, χωρίς ίχνος επίδειξης. Καρδιακή προσευχή, με ό,τι αυτό σημαίνει. Σαν τη «δρόσο Αερμών», μια γλυκιά αίσθηση δροσιάς μάς ακουμπούσε στο πρόσωπο. Χαμογελούσαμε και τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα ασταμάτητα. Ήταν παραπάνω από σίγουρο πως συμμετείχαν πολύ περισσότεροι από όσους μπορούσαμε να δούμε στη μυσταγωγία εκείνη…

Την ώρα του «αγαπήσωμεν αλλήλους», κατά την προτροπή του κληρικού, που ήταν και ο αρχηγός αυτού του ταξιδιού, ο ένας αγκάλιαζε με αγάπη και ασπαζόταν τον άλλο. Ήμασταν όλοι μια παρέα, φίλοι, και δεν είχαμε τίποτε να συγχωρήσουμε. Σκεφθείτε, μας είχε συμβουλεύσει νωρίτερα ο λευίτης «αγκαλιάζετε την ώρα εκείνη κι όσους θα θέλατε ή δεν θα θέλατε να αγκαλιάσετε από τους απόντες». Η συντριβή του εγώ στην πιο ουσιαστική στιγμή της.

 

Μια παράξενη συνάντηση

Εκείνη την ώρα, «τον είδα»! «Εσύ εδώ;» του είπα και τον ασπάστηκα. «Τι κάνεις εδώ; Τι έχεις; Τι γρατσουνιές είναι αυτές επάνω σου;». «Έλα μαζί μου όταν τελειώσουμε και θα καταλάβεις», μου απάντησε. «Έλα να σου δείξω γιατί πραγματικά η Ρώμη ονομάζεται αιώνια πόλη!»

Όταν ολοκληρώθηκε η Θεία Λειτουργία, αλλοπαρμένοι, μα και ευτυχισμένοι, με την ψυχή ξεπλυμένη από εκείνη την απροσδόκητη ατμόσφαιρα της μυσταγωγίας, ξεκινήσαμε για το Κολοσσαίο. Ο «γνωστός» μου είχε περιβληθεί ένα βυσσινί ένδυμα, βασιλικό θα το έλεγες, αν δεν ήταν τελείως απέριττο. Απέπνεε, όμως, μια εντυπωσιακή λαμπρότητα. Με κρατούσε σε διαρκή αναμονή. Ένιωθα πως κάτι περίεργο, απρόσμενο, κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω, συνέβαινε.

Στο Κολοσσαίο γινόταν χαλασμός από κόσμο, αλλά και από νύφες! Ναι, νύφες. Λίγο πιο πέρα είναι ο λόφος του Καπιτωλίου, το δημαρχείο και ένα εκπληκτικό μουσείο και, καθώς ήταν Σάββατο, πήγαιναν εκεί, σύμφωνα με τα κρατούντα. Κουρσάρες, κούρσες, ζευγάρια, ταιριαστά και αταίριαστα, όλοι ευτυχισμένοι ώς εκείνη τη στιγμή…

Έξω από την είσοδο, δύο επιτήδειοι ντυμένοι Ρωμαίοι στρατιώτες προσκαλούσαν να βγάλουν με τους «τουρίστες» αναμνηστικές φωτογραφίες. Θυμήθηκα τον Αστερίξ και τη γνωστή φράση «Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι!», αλλά ο «γνωστός» μου συνέχιζε να κινείται προς τα μέσα. «Θα πάρουμε τον ανελκυστήρα», μου είπε υποτονθορύζοντας. Χαμογέλασα, αλλά πραγματικά ο σύγχρονος πολιτισμός, με σεβασμό στην ιστορία του μνημείου, εξυπηρετεί και όσους δυσκολεύονται να ανέβουν όλη την απόσταση από τη βάση ως το ψηλότερο σημείο. Έτσι, αφέθηκα και μπήκα.

 

 

Οι γρατσουνιές στα κόκαλα…

Όταν φθάσαμε στο πιο ψηλό επισκέψιμο σημείο του μνημείου, ήταν καταμεσήμερο. Ο ήλιος έκαιγε. Εκείνος ήταν σοβαρός, αλλά άστραφτε περίεργα. «Κοίτα», μου έδειξε το απέραντο εσωτερικό. «Κόσμος πολύς», μου είπε. «Ναι, το βλέπω», απάντησα. «Όχι τώρα, τότε». Πριν προλάβω να ρωτήσω πότε, συνέχισε: «Βλέπεις εκεί κάτω; Τώρα βλέπεις τους διαδρόμους και τα δωματιάκια. Τότε δεν φαίνονταν. Ήταν το δάπεδο του θεάτρου και από κάτω ήταν τα λιοντάρια και εμείς. Τα λιοντάρια τα άφηναν νηστικά μέρες και τα εξαγρίωναν και, όταν ερχόταν η ώρα που διέταζε ο αυτοκράτορας, έβγαζαν έξω κάποια από αυτά και όσους χριστιανούς είχαν σειρά και τα… άφηναν να κορέσουν την πείνα τους. Τα λιοντάρια μού άφησαν τα σημάδια τους σε όσα από τα οστά μου δεν καταβρόχθισαν, γιατί πια είχαν χορτάσει. Έτσι γνώρισα το Κολοσσαίο. Δεν είχε σημασία ούτε το μέγεθος ούτε οι διαστάσεις ούτε η ιστορία του αμφιθεάτρου αυτού, που για τις τεράστιες διαστάσεις του έμεινε στην Ιστορία με αυτή την προσωνυμία. Παντού αντηχούσαν οι ιαχές του αλλοπαρμένου πλήθους, που οσμιζόταν το αίμα των μαρτύρων και μεθούσε, που έβλεπε τα θηρία να κατακρεουργούν αθώους και εκστασιάζονταν σαν να βρίσκονταν στο πιο μυρωμένο κρεβάτι της ωραιότερης εταίρας… Στην πόλη αυτή όλα θυμίζουν αιώνια τα εκατομμύρια των χριστιανών που θανατώθηκαν για την πίστη του Χριστού. Φαντάζομαι πως κατάλαβες γιατί τη λένε αιώνια, λοιπόν», μου είπε, μυστικά πάντα, ο «γνωστός» μου.

 

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος

Ο χώρος τελειώνει και δεν σας συνέστησα τον «γνωστό» μου. Ήταν λείψανα του Αγίου Ιγνάτιου του Θεοφόρου. Υπήρξε μαθητής των Αποστόλων, ο πρώτος επίσκοπος Αντιοχείας και μαρτύρησε γύρω στο 107, επί αυτοκράτορος Τραϊανού, σε προφανώς προχωρημένη ηλικία, μέσα στο Κολοσσαίο. Ο λευίτης που μας συνόδευε ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Σάπιος, ηγούμενος της Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Στυλίδας. Έχοντας στην κατοχή του λείψανα του αγίου, του οποίου φέρει το όνομα, είχε τάξει να τον πάει εκεί από όπου είχε ανοίξει για εκείνον ο παράδεισος. Πάνω στα λείψανά του φαίνονται πάντα τα σημάδια των νυχιών των λεόντων. Ήταν το πιο συναρπαστικό ταξίδι μου, γιατί, πέρα από βαθιά κάτω από τη γη, ήταν και ένα συναρπαστικό ταξίδι στα κατάβαθα του είναι. Γι’ αυτό και ανεπανάληπτο.

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ